Μίλα μου για εναλλακτικές μορφές αυτοϊκανοποίησης!...
Βρε παιδιά, πούλος ή μπούλος είναι ο πέοντας ή μπαργαλάτσος, από το πουλί ==> πούλος και όχι ο πωπός. Εξ ου και το λήμμα τομπούλογλου, άλλωστε.
Ντέρτι, ξέχασες τους τραπεζίτες, το διεθνές κεφάλαιο και τη λέσχη Μπόντι-μπίλντερμπεργκ.
Καμιά φορά, όταν βλέπουμε να περνά από μπροστά μας καμιά θεογκόμενα, ενεργοποιούνται εκείνα τα παλιά αντανακλαστικά μας που αναπτύξαμε στη γραμμή βολής και ανακράζουμε αυθόρμητα «Ένα, είδον!»
Σκέτο καρασπέκ.
Μισό να εντρυφήσω στα λημμμάτια.
Kι όμως, το μακρόστενο πρόσωπο, τυπικό στον Αγγλικό Βασιλικό Οίκο των Πλανταγενετών, εθεωρείτο χαρακτηριστικό ευγενικής καταγωγής. Οι δε χωρικοί στην ίδια χώρα και εποχή, αποκαλούνταν υποτιμητκά roundheads(στρογγυλοκέφαλοι). Αλήθεια σας λέω, αφήστε τις λακίεσμα που λέει η Βίκυ.
Και κυρίως οι του Ναυτικού; (Πού χάθηκες Χότζαμ)
Πρβλ. μαλέκος.
Χα, με το μήδι το λήμμα ξεκόλλησε από λοχαγός (3άστερο) και τσίμπησε τ΄απάνω του. Οστρακόδερμα rule!
Να διευκρινήσω εν είδει αντίστροφου δισκλέιμερ, ότι ο όρος απευθύνεται μόνο σε όσους ιερωμένους σκανδαλίζουν με τις ενέργειές τους το χριστεπώνυμο πλήθος, και όχι σε σπέκφουλ σλανγκιστές που τυχόν ζουν ανάμεσά μας .
Διδακτικό.
Αον) Γνώριζα έναν όρο με παρόμοιο περιεχόμενο, το «Χαμένο Σαββατοκύριακο» ή «Lost Weekend». Π.χ. Η περίοδος μεταξύ 1974-1975 που ο Τζών Λένον τα είχε ψιλοσπάσει με τη Υοko Τσόκο Ono και τα είχε με μιάν άλλη, περιγράφεται στη βιογραφία του ως το «Χαμένο Σαββατοκύριακο» του Τζων Λένον, αλλά έχω την αίσθηση ότι ο όρος είναι γενικά κατοχυρωμένος και δόκιμος.
Βον) Είναι γνωστό ότι στο έργο του μεγάλου -ρισπέκτ- Βίνσεντ φαν Χοχ (ή βαν Γκόγκιου, Ελληνιστί) κυριαρχεί το κίτρινο-ξανθό χρώμα (χρυσάνθεμα, σιταροχώραφα, και όχι μόνο). Η προτίμηση του αυτή ίσως να οφείλεται στην ξανθοψία, μια διαταραχή της όρασης όπου τα βλέπεις όλα ξανθά και αποτελεί παρενέργεια της δακτυλίτιδας (digitalis purpurea), ενός βοτάνου που το αφέψημα του ήταν γνωστό από τότε και χρησιμποποιείται ακόμη και σήμερα για την αντιμετώπιση της καρδιακής ανεπάρκειας. Τέσπα.
Γον) Όταν γερνάμε, χάνουμε την ικανότητα να διακρίνουμε το μπλέ και γενικά η όρασή μας αποκτά ένα κίτρινο touch, περίπου (αλλά ευτυχώς όχι ακριβώς) σαν να βλέπουμε μέσα από κίτρινα γυαλιά. Αυτό ισχύει κυρίως για εσχατογηρικές ηλικίες. Mark my words, και μακάρι να βγω ψεύστης.
Kατανοώ πλήρως την ιερή αγανάκτηση του χειμαζόμενου από τον ερασιτεχνισμό της πιπατζούς πιπαζόμενου μπουρδελιάρη.
Δηλαδή, η ηχητική απομίμηση της ενδοπαλαμικής πεοπαλινδρόμησης ως «τάκα-τάκα», δεν απαντάται στις ρομαντικές γλώσσες; Και, συνακόλουθα, τί καταλαβαίνει ένας αγγλόφωνος από τη φράση «Too much taka taka, makes Jack a jerk»;
... Κι όχι επειδή φορούσε κουκούλα; Πέφτω απ΄τα σύννεφα (και προσκυνώ τις Βυζαντινολογικές γνώσεις σου, Ιωάννη)!
Μου άρεσε η κοπελιά με το καρέ μαλλί αριστερά πάνω στη φωτό. Πώς θα γίνει να παίξει κάνα κονέ, τζίζα;
Σίγουρα το ορίτζιναλ δεν ήταν του Τέρρυ. Ο Τέρρυ το διασκεύασε, όπως ήταν της μοδός και για δεκάδες άλλα άσματα της εποχής, π.χ.
Τρικυμία στην καρδιά μου (La Tempesta)
Tερέζα (Teresa)
Τρελοκόριτσο (Simple Simon says)
Το έτος 2525 (In the year 2525)
Ξαφνικά μ΄αγαπάς (Suddenly you love me)
Τρέμει η καρδιά μου (Cuore matto)
Τί να πρωτοθυμηθείς κανείς...
Το έχει τραγουδήσει και ο μέγας Joe Dassin.
@cunning dog: Μήπως αν θεωρούσαμε ότι με τις κινήσεις των χειρών του air guitarist δημιουργούνται ρεύματα αέρα, σαν να φυσάει άνεμος;
Ποιός τις άκουγε μετά μερικές-μερικές
Hot summer night...
Και ο Hodjas δε φάνηκε να έλεγε καμιά λακίαμα να δροσιστούμε...
Άκου «ευαισθησία στις καύλες»... hard on sensitivity δηλαδή;
Ή απλά: Έχω... έχω...
Μήπως είμαστε απ΄την ίδια πόλη; Μήπως μιλάμε για τον ίδιο γαμηστρώνα, την Πηγή του Σεΐχη (Σέιχ-Σου);
@ Μes: Ε... μάλλον.
Λέγεται ότι Γαλλίδες ευγενείς στην Αυλή του Λουδοβίκου ΙΔ' επηρεασμένες από τις φυσιολατρικές αντιλήψεις των φιλοσόφων της εποχής, διατηρούσαν φωλιές πουλιών μέσα στην κώμμη τους, όχι;
Και κοακόλα!