Χα, ιδιαίτερα ενδιαφέρον το άρθρο σου Κάδμε. Ο κάθε ένας έχει τον δικό του λόγο να απεχθάνεται τον Ζωρζ. Η δική μου αποστροφή είναι περισσότερο σπλαχνική και έφτασε στο αποκορύφωμα της όταν πριν από χρόνια πήγα σε συναυλία του Sting και πετάχτηκε σαν ψωλή ο Νταλάρας επί της σκηνής κάνοντας χάιτζακ και καταστρέφοντας ένα από τα ομορφότερα τραγούδια του....
Δεχόμενος τα γιαούρτωμα, ο Νταλάρας είπε ότι είναι καλοδεχούμενοι στις συναυλίες και όσοι «δεν αγαπάν τα τραγούδια μου». Χελοοοόου νταλάρα, ο τελευταίος λόγος που σε σε γιαούρτωσαν είναι επειδή επειδή δεν αγαπάν τα τραγούδια σου!
Θένκια :-)
Μη ξεχνάμε και το σημαντικό έργο των (κυρίως ερασιτεχνών) κρυπτομουνολόγων που καταγράφουν τα φαντασιακά / μυθικά είδη της μουνίδας (λάμιες, νεράιδες, γοργόνες, στρουμφίτες, δαγκανομούνες, κ.ά.)
Σωτήρης, ο ατρόμητος ανήρ που απεκάλεσε την Σταυριάννα Σαυριάννα.
Μεγάλη αηδία!
πουστοδότης ο θηλ. πουστοδότρια: αυτός που χορηγεί πούστωση.
πουστοδότηση: η χορήγηση, η παροχή πούστωσης.
πουστοδοτικός: που αναφέρεται στην πούστωση: Πουστοδοτική πολιτική. ~ οργανισμός.
πουστοδοτώ: παρέχω, χορηγώ πούστωση, πουστώσεις: Οι γεωργοί πουστοδοτούνται από την Aγροτική Tράπεζα της Ελλάδας.
πουστόλα: μεγάλο πουστόλι.
πουστολέρο: για άτομο που χειρίζεται το πουστόλι με ιδιαίτερη δεξιοτεχνία.
πουστολέτο: ονομασία συσκευών που μοιάζουν με πουστόλι.
πουστολιά: ο πυροβολισμός με πουστόλι: Aρχίσανε τις πουστολιές.
πουστολίδι: συνεχείς, πυκνοί πυροβολισμοί με πουστόλια: Ο καβγάς κατέληξε σε ~. || Aκούσαμε ~ και τρομάξαμε.
πουστολίζω -ομαι: (λαϊκότρ.) πυροβολώ με πουστόλι.
πουστόνι: έμβολο εσωτερικής καύσης: Tα πουστόνια της μηχανής ανεβοκατέβαιναν με γρήγορο ρυθμό.
πουστοποίηση: η ενέργεια του πουστοποιώ, η (επίσημη) βεβαίωση για κτ. || το πουστοποιητικό.
πουστοποιητικό: επίσημο έγγραφο που βεβαιώνει, που πουστοποιεί
πουστοποιητικός -ή -ό: που πουστοποιεί κτ. || (ως ουσ.) το πουστοποιητικό
πουστοποιώ -ούμαι: εκδίδω, χορηγώ πουστοποιητικό: Tο έγγραφο πουστοποιεί ότι ο ασθενής νοσηλεύτηκε
πουστός -ή: που του έχει κανείς εμπουστοσύνη, έμπουστος.
πουστότητα: η ιδιότητα του πουστού. || Yψηλής πουστότητας.
πουστοχρέωση: (λογιστ.) η καταχώρηση πούστωσης σε λογιστικό βιβλίο.
Σόρυ φίλε, νόμιζα ότι αναφερόσουν σε εποχές Δέσποινας Παπαδοπούλου, Κωνσταντάρα, κι ετς.
Poulos είναι και κλασικό ελληνοαμερικανικό επώνυμο.
Δομάζος; Λωλ!
Δεινός-αυρος!
Ας πανηγυρίσουμε το παράδοξο ότι ο μακρύτερος κι ο κοντότερος ορισμός του σλανγκρρ ανήκουν αμφότεροι και οι δυο στον Γκάτσμαν!
...και φυσικά το Καφέ του Χάρου, το νεκροτσίνο!
Έλα βρε Γκαλά, τι σλανγκομαμά είσαι, παιδιά είμαστε, άσε μας να παίξουμε!
Μη ξεχνάτε και το μοκατσίνο: το φλοκατσίνο που σερβίρει μελαψή φρεπεδιάρα, ή εναλλακτικά, το φλοκατσίνο-με-μεζέ.
Κορυφαίο!
Άντε και του χρόνου!
Porn tick, το αναγραμμαντείο σε χαιρετά.
Πάντως η λέξη σπαμ χρησιμοποιόταν με την σημερινή έννοια πριν κλείσει τα δέκα ο Ζουζούκερμπεργκ...
Άντε και ο συμπληρωματικός ορισμός!
Από πού κρατάει η σκούφια του ιδιωματισμού αυτού;
Please don't take this personally, it is just business!
Πρόκειται για αξιωματική παραδοχή.