Εξαιρετικό εύρημα, δέν το είχα υπόψη. Οι ακαδημαϊκοί πέσαν γενικώς διάνα θά 'λεγα (ήδη πριν τέσσερα χρόνια).
Ά, πολύ ωραία, τουδεπόιντ ανάρτηση, που μού 'χε ξεφύγει.
Διαφωνώ πάντως λίγο με τον ορισμό. Το χαίρω πολύ, καμιά φορά και αυξημένο ως χαίρω πολύ, Χαιρόπουλος, σημαίνει «εννοείται». Το λέμε για κάτι που είναι πασίγνωστο, προφανές, ευκόλως εννοούμενο έως αυτονόητο (αυθυπονόητο που λέει κι' ο ντόκτορ Μόσε και μου τα θύμισε αυτά), για κάτι τόσο πεζό και τετριμμένο (με τη μαθηματική έννοια της λέξης), που δέν αξίζει κάν ιδιαίτερη μνεία.
Πέρ' απ' αυτά, θά 'λεγα οτι η αργκοτικότητα της φράσης καταδεικνύεται και απ' τ' οτι τείνει πλέον να χρησιμοποιείται ως κατηγορούμενο: για κάτι που εννοείται, λέμε ότι «είναι χαίρω πολύ». Αυτή τη χρήση ούτ' ο Μπαμπινιώ ούτ' ο Τριαντά πιάνουνε απ' ότι είδα.
κάνε μια οικονομία μάζεψε λεφτά πούλα και τίποτα, πάρε κατι καινούριο και καλό.. η μεταχειρισμένο από γνωστό άτομο τουλάχιστον η να ξέρεις τι χρήση έχει περάσει η κάμερα.. Τώρα το ότι είναι ακριβά ότι και να πάρεις με ότι συναπάγετε αυτό είναι.. χαίρω πολύ! (εδώ)
Συμβαίνει συχνά αυτό στην αργκό, ρηματικές φράσεις που έχουν παγιωθεί με ένα συγκεκριμένο νόημα να χρησιμοποιούνται συντακτικά ως όνομα πλέον, βλέπε πιχί και ο γαμάω.
Ε ναί, έχει δίκιο η Γκαλά. Γκαγκανιάζω κι' εγώ το ξέρω «στεγνώνω, κορακιάζω».
Υπάρχουν παραδείγματα στο δίκτυο, δύο απ' αυτά (το δεύτερο απ' το 2008):
[I]1. το πουροπίπινο η Αγγελική, που είναι με το ένα πόδι στην εμμηνόπαυση, μας κάνει και δηλώσεις. (εδώ)
Ναί, το λήμμα εδωπέρα είναι το -ίλα (λείπει ακόμα), το οποίο μπορεί ανα πάσα στιγμή να δημιουργήσει ένα σωρό ουσιαστικά (χωρίς αυτά να παγιώνονται απαραίτητα στη γλώσσα).
Αυτή ειναι λέξη για να γράψεις μυθιστόρημα.
Ε ναί μωρε, «εκκλησιαστική», «παλαιοελληνική», «καθαρευσουσιάνικη»,τί γιάννης γιαννάκης... :-Ρ
Λές η προέλευση να είναι εκκλησιαστική άρα;... Ενδιαφέρον.
Ακούγονται και οι συνδυασμοί ντέ και σώνει και σώνει και ντέ. Δέν είμαι σίγουρος αν κάποιο απ' αυτά είναι πιό αργκοτικό απ' τ' άλλα. Θα την έλεγα φράση της καθομιλουμένης, απλά, άν και ομολογώ γουστάρω όρο σλανγκικά καθολικός...
Σέρλοκ μπάρμαν, είπα να το μοιραστώ.
Παρεμπιπτό, εννοείται οτι λέμε (και στα ελληνικά) σέρλοκ, και για οξυδερκή, ευφυή παρατηρητικά άτομα, απλά, χωρίς να φαντασιοπληκτούν ή να συνωμοσιολογούν. Και μάλιστα δέ θυμάμαι να τό 'χω ακούσει οπως το δίνει επάνω ο Γκάτζ.
Πάτσις, ωραίος. Δέν ήξερα οτι υπήρχε τόση παράδοση απο πίσω.
Να πούμε, παρεμπιπτό, οτι ο πιό νομότυπος σχηματισμός απ' το σαλός δέν θα ήταν το σαλίζω, αλλα το σαλώνω (εξού και ξεσαλώνω).
Περίεργος σχηματισμός. Θα περίμενε κανείς να πείς σεϊλάρω αν βγαίνει απ' το sail, όχι σαλίζω. Το λέτε μόνο στην παρέα σας αυτό, ή ακούγεται γενικότερα;
Παρεμπιπτό, το σαλίζω θα μπορούσε να σημαίνει και «τρελαίνω», απ' το σαλός (αγαπημένη λέξη μεταφραστών του Ντοστογέφσκι...).
Φίλε Σάββα παύλου, λές οτι απορείς που απουσιάζει απ' το λημματολόγιο του σάιτ το λήμμα κυπραίικο γαϊδούρι. Μα υπάρχει! εσύ ο ίδιος το έχεις ανεβάσει... Νά το, λίγο πιο πάνω απ' αυτές τις αράδες που διαβάζεις τώρα. Άν το βλέπεις εσύ, τότε το βλέπει και κάθε άλλος, εγγεγραμμένος χρήστης ή μή, και δέ χρειάζεται να επαναλαμβάνεις τον ορισμό σε σχόλιο.
Άν εννοείς οτι δέν έχει ακόμη «εγκριθεί» και ο τίτλος φαίνεται με αχνά γράμματα, τότε πρέπει να περιμένεις όπως δυστυχώς και άλλοι πάν' απο τρακόσιοι ορισμοί αυτήν τη στιγμή (καθώς το προσωπικό του Συντονισμού έχει υποστεί περικοπές ένεκα η κρίση αξιών). Θα εγκριθεί όταν βρεθεί χρόνος να γίνουν κάποιες τυπογραφικές-ορθογραφικές διορθώσεις, και είδυνατόν, λινκαρίσματα σε παρεμφερή λήμματα.
Νά 'σαι καλά.
Καλά σίγουρα. Βλέπω επίσης οτι και η Βικιπαίδεια, που ξαναδιάβαζα το άρθρο, ενμέρει συμπνέει με τον ορισμό εδωπέρα.
Ξαναλέω, δέν έχω ίδια άποψη, απλά μου φαίνεται απλοϊκό να λές «αντικαθιστώ(!) το άλφα ιδίωμα με το βήτα επειδή ειναι απλούστερο απο συντακτική άποψη» (επειδή βέβαια δέν θίγει ένα σωρό άλλες, μή συντακτικές, και σημαντικές παραμέτρους, κοινωνικές, ιστορικές και λοιπά).
Και το περνάω μου φαίνεται οτι χρησιμοποιείται μ' αυτόν τον τρόπο, ίσως μέσ' απο τη σημασία του ώς «φοράω» (μεταβατικό, «φοράω κάτι σε κάποιον»). Νά ενα κλάσικ παράδειγμα:
ήταν αυτή που τάιζε την αδελφή μου, όταν η μικρή είχε τη φαεινή ιδέα πως αν είχε φάει από νωρίς δεν θα αναγκαζόταν να αφήσει το παιχνίδι και ν’ ανέβει το μεσημέρι στο σπίτι για φαγητό. Έτσι κατά τις 12 το μεσημέρι, γύριζε στα σπίτια της γειτονιάς και ζητούσε λίγο ψωμάκι και τυράκι. Μια μέρα; Δύο; Τρεις; Μέχρι που την πήρε χαμπάρι η μάνα μου και την πέρασε ένα χέρι ξύλο, για να μάθει να μη γυρνάει σαν το ζήτουλα να μας ρεζιλεύει στη γειτονιά… Ακούς εκεί να ζητάει φαγητό λες και στο σπίτι μας δεν είχαμε όλα τα καλά του θεού!!!… (εδώ)
Ωστόσο δέ μπορώ να βρώ άλλα παραδείγματα (μπορώ να σκεφτώ πολλά που μου φαίνονται οκέι, αλλα δέν τα βρίσκω ονλάιν).
Σωστός ο αλίβ για το λήμμα, αλλα είναι η σλαβική «εύκολη και απλοϊκή»;... και οι σλαβόφωνοι έγιναν σλαβόφωνοι ενώ προηγουμένως ήταν ελληνόφωνοι αλλ' «απόλεσαν» την ελληνική χάριν απλότητας;...
Δέ ξέρω απο πρώτο χέρι, αλλα και δέ νομίζω νά 'ναι τόσο απλά τα πράγματα. (Σχετικό άρθρο στη Βικιπαίδεια.)
Ώπ! Τί καμπάκ ηταν αυτό ρε σάιλεντ; Καλώς τονε.
Άρθρο στην αγγλική βικιπαίδεια για τη φλασιά.
Τη φλασιά μπορεί να την πούμε και φάση Κύρος Γρανάζης (ή παραλλαγές), απ' τον κλασικό χαρακτήρα μικιμάου (βλέπε φωτό):
Ψιλόαπογοητευμένος όπως ήμουν, ξαφνικά ανάβει γλόμπος πάνω από το κεφάλι μου σε φάση Κύρος Γρανάζης. Λέω δεν μπορεί να ήταν μόνο αυτό, κάτι δεν έπιασα. [...] Κάποιος συμβολισμός θα υπάρχει, κάποιο βαθύτερο νόημα. Έψαξα λίγο και στο ιντερνέτ [...] και voila! Είχα δίκιο (απο δώ)
Γιά δές, που θα μας πεί και γκέηδες... Πάντως εγώ το κόλλησα απο την ανιψιά μου (δημοτικό) (όχι τραγούδι).
Νά 'σαι καλά ρε δεινέ, ωραίο μάζεμα.
Το σχόλιο του χαλικού μου θυμίζει μιά (όχι και πολύ σόι, αλλα τίμια) ανάλυση του Έκο πάνω στα αποφθέγματα, που βρίσκει κανείς στο «Περι λογοτεχνίας».
Είν' οι βιταμίνες.
Πρόσφατα την άκουσα τη φράση για πρώτη φορά. Όπως μου το εξήγησαν, είναι περίπου ισοδύναμο με τα εξής: «τί να σου πώ», «(κάνε) όπως νομίζεις», «όπως καταλαβαίνεις», «δικιά σου φάση» και λοιπά. (Όχι οτι ο χαλικού δέ μας τα λέει ωραία, απλά λέω...)
Τζότ, δίκιο έχεις, σύμφωνα με την ισχύουσα γραμματική. Προσωπικά ωστόσο συνηθίζω να βάζω τόνους πάνω-κάτω εκεί που τονίζω και στον προφορικό λόγο, κάτι που τηρώ και στο σάιτ (που προσπαθώ όμως να αποφεύγω στους ορισμούς, αλλα όχι και στα παραδείγματα).
Σφυρίζοντα, υποθέτω για τη γλωσσική μεταρρύθμιση απ' το Εβδομηνταέξι ώς τ' Ογδονταένα θα μιλάς, μα δέν βλέπω πώς κολλάει εδωπέρα, αφού δέν συζητάμε για το πολυτονικό. Άσε που δέ συμμερίζομαι τους υπαινιγμούς σου, αλλα τά 'χει πεί καλύτερα ο κυρ-Σαράντ επαυτού.