Γουότερμέιτζ, άλλο η προέλευση μιας λέξης κι' άλλο η χρήση της.
Συγκεκριμένα για την προέλευση, έχω δύο ερωτήσεις, αν τό'χει εύκολο κανείς: (α) μήπως το «ούγκ» το ξέρουμε απ' τον Λούκι Λούκ και όχι απ' τον Κάπτεν Μάρκ; (ο Λούκι Λούκ εμφανίστηκε είκοσι χρόνια νωρίτερα) τί πρωτομεταφράστηκε απ' τα δύο στα ελληνικά; (β) πώς το γράφουνε το «ούγκ» στα κόμιξ αυτά στο ορίτζιναλ;
Βασικότατο λήμμα, παραδέχομαι. Μου το πήρες κι' απ' το πρόχειρο (όχι μ' αυτόν τον όρο). Θα επανέρθω ελπίζω.
[έ ρε πως φαίνονται οι πρώην γκόμενες κιθαριστών...]
Αυτό το -ίδι, μεταξύ άλλων, κολλάει κάργα σε λέξεις που σημαίνουν ξύλο: κλοτσίδι και μπουνίδι τα κλασικά. Στα υπόψιν.
Η έκφραση εδώ είναι το βρέχω (σε κάποιον) ή βρέχω (κάποιον);... (Άλλο γράφει ο ορισμός, άλλο δείχνουν τα παραδείγματα.)
Σε κάθε περίπτωση, διαφορετικό λήμμα απ' αυτό.
Σωστά, γι' αυτό άλλωστε και ο ορισμός του κρεπσίνις είναι μονομερής. Πιό κορέκτ ο λέουρας.
Χωρίς ντέβρ παρακαλώ.
Το ενδιαφέρον είναι οτι προφανώς μπήκε η λέξη σε κύκλους και σε εποχή που τα γαλλικά και πιάνο δέν ειχαν προφτάσει ακόμα να διαδοθούν στη χώρα --πόσο μάλλον να εισχωρήσουν και στην αργκό.
Απ' ότι καταλαβαίνω, τα λινκάκια που δίνει ο σφυρίχτρας είναι καινούργια, συνεπώς και παναπεί, όντως, το «λάθος» θηλυκό γένος είναι παρόλ' αυτά διαδομένο.
Απο το λίνκ που δίνει ο Γκάτζ (λίνκ μές στο λίνκ), το εξής ενδιαφέρον απ' τη Βικιπαίδεια:
Λόγω του ότι ήταν ένα όπλο αργό στη χρήση του, σχετικά με μεταγενέστερα όπλα του είδους του, επικράτησε να αποκαλούν, παλαιότερα, «γκράδες» τα άτομα που δεν αντιλαμβανόταν εύκολα τι τους έλεγαν, καθώς και τους κακούς μαθητές.
Αυτό που σε κάθε περίπτωση είναι φανερό, είν' οτι τα γράδα αυτού του ορισμού καμία σχέση δεν έχουν με γριές ή με ντουφέκια (πέρ' απ' τα ευνόητα λογοπαίγνια...).
Ε όχι και να φύγει! Νά, διορθώθηκε.
Προσωπικά δέν την ήξερα τη λέξη, αλλα μήπως η παρανόηση του γένους είναι πιό διαδομένη απ' όσο επιτρέπει το γλωσσικό αισθητήριο του κυρ-Σαράντ; Πάντως και ο Γκάτζ επάνω αντέδρασε (άν και το παραέκανε κόσμια, και δέν το πήρε χαμπάρι κανένας).
Ενδιαφέρον οτι τα λογοπαίγνια αφήνουν πάντα (στην επάνω λίστα τουλάχιστον) τις πρώτες δυό λέξεις ανάλλαχτες.
Το ανέκδοτο που λέει ο τζίζας στις 05/12/10, με τις διπλές αρνήσεις και καταφάσεις, αποδίδεται σε πραγματικό περιστατικό κατα τη διάρκεια γλωσσολογικής εισήγησης κάπου στη δεκαετία του Πενήντα, μεταξύ του Τζέι Έλ Όστιν (ομιλητής) και του Σίντνεϊ Μόργκενμπέσερ (ακροατής). (Δείτε εδώ, στη Γουικιπίντια για τον Μόργκενμπέσερ, αλλα και εδώ απ' οπου το τσίμπησα αρχικά.)
Κοίτα, όταν ο Μάν γράφει οτι «die Beschäftigung mit der Mathematik ist das beste Mittel gegen die Kupidität», λές κάπου να το γυρίσεις σε κάτι πιό βρόμικο...
[I]«Παρτάλι εμείς λέγαμε το ρούχο που πάλιωσε» είπε ο Μανουήλ.
«Το παλιόρουχο. Ξέρω, είναι τούρκικη λέξη. Όμως και τον ανεπρόκοπο παρτάλι τον φωνάζουν...»[/I]
(Θ. Γρηγοριάδης, «Το Παρτάλι», Πατάκης, 2001)
Το μεσημέρι θα του τηγάνιζε πατάτες και θα φορούσε μια ολοκάθαρη ποδιά [...]. «Μπροστομούνι» έλεγαν οι γιαγιάδες την ποδιά.
(Θ. Γρηγοριάδης, «Το Παρτάλι», Πατάκης, 2001. Η αφήγηση αφορά χωριό του Έβρου.)
Δεν ήταν και η πιο πετυχημένη παρτούζα. Οι μισοί έπαιζαν και έριχναν χαρτιά. Κάποιοι έπιναν. Η Πένυ [...] μάζεψε καμιά δεκαπενταριά άτομα στην κρεβατοκάμαρα, από τα οποία τέσσερα ήταν φαντάροι που τους κουβάλησαν τελευταία στιγμή από το πάρκο, ως happening. Ένας δεν ήθελε να βγάλει τα ρούχα του, έναν άλλον τον έστειλαν να πλυθεί να του φύγουν τα τυριά.
(Θ. Γρηγοριάδης, «Το Παρτάλι», Πατάκης, 2001)
«Μήν το λές, Άγη» του είπε. «Το Παρτάλι είναι θύμα της ζωής. Είναι άνθρωπος ευαίσθητος, όχι σαν μερικές λούγκρες εδώ μέσα, που το μόνο που τις ενδιαφέρει είναι η κουραβέλτα...»
(Θ. Γρηγοριάδης, «Το Παρτάλι», Πατάκης, 2001)
Αυτά γαμώτ' της Κουκουλέ είναι εξαντλημένα, έτσι;...
(«γραφτείτε στο σλάνγκ τζι άρ» μας λέγανε... «θα μιλάτε για την αργκό με σοβαρούς αθρώπους»...)
Είχα εισχωρήσει σε κόλπους νερντιών το πάλαι ποτέ, Πατσίνο, αντακάβα κι' έτσι... [αχέμ]
Όσο για το πώς επικράτησε τέτοιο λεξιλόγιο, εντάξει, νομίζω οτι μπορεί κάποιος να μιλήσει για σπασικλοζαργκόν, όπως λίγο-πολύ υπάρχει ζαργκόν για κάθε άλλη κοινωνική ομάδα. Αντίστοιχο φαινόμενο τα αστειάκια των έστω και ελάχιστα αρχαιομαθών (γέλω(τα)ς αντί γέλιο, πεπερασμένες μου αγάπες αντί περασμένες μου αγάπες κουλουπού), που ας πούμε τα παιδιά των τεχνικών λυκείων δέ λένε.
Πάντως, γενικά, τέτοιες ατάκες σπανιότατα χρησιμοποιούνται σοβαρά, χωρίς ενα τάτς ειρωνείας, αυτό νομίζω είναι σημαντικό --εκτός κι' αν μιλάμε πιά για παθολογικές καταστάσεις.
Να λινκάρουμε με την ευκαιρία και στο μέμορι λέιν στα σχόλια του λυγμ.
(ρε γκαλόμπα; «ευχαριστώ»;... πού είμαστε, σε κυβερνητική δεξίωση ή σε λογοτεχνικό σουαρέ; :-Ρ)
Και ρε φίλε, ειδικά οταν δέν τα έχει γράψει ο Πετρόπουλος, δίνε και κάνα παραδειγματάκι τση προκοπής.
Αμά βρε ιρονίκ, που δέν καταλαβαίνεις... :-Ρ Άσε τον άθρωπο να μας την πεί και λιγουλάκι, πώς θα σπάσει ο πάγος;
Το συγκεκριμένο λήμμα, κατα την εκεί φόρμουλα.
Ξέχασα να πώ οτι την παρατήρηση του γκαλόμπα, περι κοινωνικής ομάδας που χρησιμοποιεί την έκφραση, την επιβεβαιώνω εκατό τα εκατό.
Γαμώτο, δέν ξέρω αν βολεύει να κάνω μία εδώ ενα κόπι-πέιστ ότι είχα μισογράψει για λήμμα, ή να τ' ανεβάσω αλλιώς (τα σκέφτομαι ώς «παλαιοελληνισμούς» αυτά, σε αναλογία με τους αγγλισμούς, τους γαλλισμούς και λοιπούς ξενισμούς). Τελοσπάντων, θα το δώ.
Να δώσω για την ώρα και κάποια ακόμα παραδείγματα, κάποια απ' αυτά ήδη καταχωρισμένα:
-ατίας, βλακέντιος, γέλωτας, εισπήδησις, ενδοπαλαμικός πεοταλαντευτής, θήλυ νέας κοπής, μαλακώδης, μέγας (αντί για μεγάλος), παίκτωρ πουλακίου, παις (συχνό στον πληθυντικό, παίδες), παλαίουρας, πεοκρούστης, πεοράπισμα, τα μάλα, τί εστί;, τσιμπουκηδόν, υφάρχει, φαυλεπίφαυλος