Βράστα, ομολογώ δέν έχω αγοράσει ποτέ κουλούρια απ' τον Ρέψα. Γενικά δεν τρώω κουλούρια. Είμαι καλός μαθητής εγώ είμαι.
Μουχουσού, δέ δαγκώνω, εκτός κι' αν είσαι γκόμενα, που τους αρέσουν οι εκπλήξεις.
Όπα της ο στέφ!... :-Ρ
Υπάρχουν επίσης και πολύ εδραιωμένα παραδείγματα γι' αυτό το φαινόμενο, το πήγαιν'-έλα (τόσο εδραιωμένο που κατέληξε πλέον πηγαινέλα), το μπές-βγές, το περίμενε («μας είχε στο περίμενε για μία ώρα»).
Το απαρέμφατο στα τωρινά ελληνικά απ' την άλλη είναι όντως όπως τα λέει ο τζίζας (και μάλιστα όλ' αυτά τα απαρέμφατα των ελληνικών προέρχονται απο τα παλαιοελληνικά απαρέμφατα), αλλα ντάξει, άλλο αυτό.
είναι πολύ συνηθισμένο το λήμμα και άρα πιστεύεις ότι δεν ανήκει στο slang.gr και πρέπει να αφαιρεθεί;
Πλάκα κάνεις; Ακριβώς το αντίθετο.
Πολύ σωστός ρε! παραδέχομαι...
Και μιλάμε για εντελώς μή τυπική χρήση, έτσι; (ανέκδοτο: ο κλασικός ο ελιτίστας και αρχαιόκαυλος φιλοσοφικάριος παραδίδει το τελευταίο του πόνημα, το παίρνει ο διορθωτής και αλλάζει όλα τα απαρέμφατα σε προστακτικές).
Όχι ρε μουχουσού! άμα σ' ακούσει ο σαράντ ή κάνας απ' την παρέα τους, τότε θα το μαρτυρήσουνε με τη μία και δέ θά 'χει πλάκα...
[αχέμ]
Βασικά, το πρώτο σχόλιο του στέφανου επιμένω οτι είναι τουδεπόιντ. Δώσ' του λίγο χρόνο και θα μας το ξεκαθαρίσει ο άθρωπος, θα μας δώσει και ρέφρενσιζ, όλα. Ξές.
Πάμε τώρα για ψάρεμα; Ή θές ν' ανοίξεις καμιά γραμματική να μας τα βρείς εσύ; Ότι θές. Εγώ φτιάχνω καφέ.
Δυσλεξία, δυσλειτουργία, δύσληπτος... Χμ!... Κι' εγώ εχω ζήτα εδωπέρα. Κι' εγώ βόρειος βέβαια, λές γι' αυτό;... (λέζ γι' αυτό;...)
Δέν έχει άδικο κι' η ιρονίκ (επίσης: πάζλ όχι πάσλ).
Να πώ την αμαρτία μου: το τζασλός/τζαζλός, όπως και σχεδόν όλες τις καλιαρντοκουβέντες, απο δώ το έμαθα, και δέν θυμάμαι να τό 'χω ακούσει ποτέ μου λάιβ --συνεπώς, δέν ξέρω και πώς προφέρεται.
Επίσης, να πούμε και οτι το σχόλιο του Χάν και το δικό μου μετά, μάλλον όφ τόπικ είναι, αφού αφορούν σύνθετα με πρώτο συστατικό ρήμα (δέν αντέχω, θα ξαναλινκάρω στα φετιχιστικά). Αλλα εδώ το πρώτο συστατικό είναι το τζαζλός/τζασλός, άρα μιλάμε για την προέλευση αυτού.
Σωστός ο Χάν, άλλο καραγκαγκάν παράδειγμα η διτυπία σπασαρχίδης/σπαζαρχίδης, όπως και πρηξαρχίδης/πρηζαρχίδης. Ούτε κι' εγώ εχω δεί να βγαίνει κάποιος κανόνας εδωπέρα, και μάλλον κλίνω στο άκουσμα.
Ειδικά δέ όταν πρόκειται για το ερώτημα «σίγμα ή ζήτα;», νομίζω το σχόλιο 29/10 του στέφανου επάνω είναι τουδεπόιντ. Ίσως ο «σωστός» τρόπος να τα γράφει κανείς αυτά είναι πάντα με σίγμα, ανεξάρτητα απ' την προφορά, υποθέτοντας οτι «κατα κανόνα» χρησιμοποιείται για τη σύνθεση ο αόριστος. Δέν ειμαι σίγουρος...
Όσο για το τσούς/τζούς, μιά και τα συμπαραθέτει επάνω ο στέφανος, δέν είμαι σίγουρος αν συνδέεται ετυμολογικά με το τζαζλός/τζασλός ή το τζάω/τζάζω. Μου φαίνεται πιό πιθανό να προέρχεται όντως απ' το γερμανικό tschüss (γράφεται και tschüs), όπως γράφω και στο εκεί λήμμα, το οποίο, ώς καραπασίγνωστον :-Ρ, είναι ομόρριζο με το δικό μας αντίο: προέρχεται απ' το παλαιογερμανικό atschüs/adjüs, παρμένο απ' το ισπανικό adiós, το οποίο με τη σειρά του προέρχεται απ' το λατινικό ad deum (παρμένα απ' τον Ντούντεν αυτά).
Βεβαίως! Και ίσως θα θέλατε να δοκιμάσετε και απ' αυτήν την ποικιλία.
Όταν ανεβάζουμε απο γιουτιούμπ, είναι καλό να χρησιμοποιούμε τη λιτότερη δυνατή διεύθυνση μετά το «watch ερωτηματικό», δηλαδή χωρίς τα διάφορα ''feature=...'', αλλα μόνο με το βίντεο «v=». Εδώ συγκεκριμένα δοκίμασε αντί για την
http://www.youtube.com/watch?feature=player_embedded&v=U0JZszqC7mk
να βάλεις την
Έχουμε καμιά ιδέα απο πού να βγαίνει αυτή η κουβέντα; Σά να ρωσοφέρνει ή μου φαίνεται;...
Το βαράω άλλο ένα καρακλάσικ απολεξικοποιημένου στην αργκό.
Κοίτα, Βράστα, όπως κάποιον που τρώει ολημέρα να λύνει γρίφους δέν τον λές βαρεμένο χαραμοφάη αν είναι μαθηματικός, ή έναν που κονομάει απ' τη δουλειά άλλων δέν τον λές κλέφτη αν είναι σί-ί-όου της τάδε εταιρείας, έ, έτσι και την επαγγελματία δέν θα την πείς ψωλαρπάχτρα. Χμ.
Το λήμμα εννοείς ή του Βράστα; Σίγουρα πάντως η ατάκα «άντρας κι ας είν' από ξύλο» είχε πέραση, ακούγεται ακόμα απο παλιούς.
Ωραίο σχετικό παράδειγμα εδωπέρα σήμερα.
Όντως, το -ούλης είναι το λήμμα πίσ' απ' όλ' αυτά, και ο υποτιμητικός υποκορισμός του. Ιρονίκ, ανέλαβε σε περικαλώ.
Χάρντκορ, είν' αυτό που λέμε, το λήμμα σου προς απάντησίν της... :-Ρ
Υπάρχει κάποια συσχέτιση με τα ξερά;
Αυτή η διάλυση των δίψηφων σε κακές λεξούλες είναι γνωστή απο παλιά, κάυλα, πόυτσος, μοϋνί κι' έτσι. Τά 'χουμε ξαναπιάσει αυτά και αλλού, ας πούμε στον ορισμό του εδώ ο κόσμος καίγεται και το μουνί χτενίζεται, και σε σχόλια στο σόι, στο πότσομο, στο γκάιλ... Ίσως και να θέλουν παραπάνω προσοχή, α το δούμε.
Μπαμπαδίστικη ατάκα που εκλείπει, απ' τις αγαπημένες μου. Η σαλίνα έχει δίκιο, κι' εγώ νομίζω την έχω ακούσει σε ελληνική ταινία οπως τη δίνει, αλλα ποιά γιά;...
Σωστός ο στέφανος, ψυχικό περαδώθε.
Καί τα δύο σημαίνει, καί «βρίσκω, καβατζώνω, προμηθεύομαι, αγοράζω», και σαφώς και «την ακούω».
Αυτός ο υποκορισμός της ετερόφωτης αίγλης είναι γενικότερος. Προ κάποιων ετών, όταν πρωτοφούντωνε το πατιρντί στα πάνω Λαδάδικα, Συγγρού και Βαλαωρίτου, άκουσα απο στόμα εκεί μπαργομούνας την έκφραση Γκαζάκι της Θεσσαλονίκης.
Εις Νίκαια κατα το εις την Πόλη δηλαδή. Γνωστά πράματα, ντάξει.
Εσύ τώρα δέν απάντησες για το «φχαριστώ», απάντησες για τη γκρίζα διαφήμιση, έτσι δεν είναι;... Πόσα σε πληρώνουνε ρε οι κερατάδες; λέγε!
[καλός μόντουλας ο σιωπηλός μόντουλας... ο που απαξιοί μόντουλας... ο που δέν χρειάζεται άνγκερ μάνατζμεντ γιατι δέ μασάει απο τρόλ μόντουλας... ο ζέν μόντουλας... ο ώμμμμμμμμ... ώμμμμμμμ... ώμμμμμ... ώμμμμμόντουλας...]