Γαμάτος...
Όκ κέικ νόβους, θένξ. Βασικά, τα φιλολογικά πίσω απ' αυτά τα μαθαίνω προσωπικά καθοδόν και ίσως σκιτζίδικα, οπότε κάθε άλλη οπτική (ειδικά αν είναι ψημένου φιλόλογου) χρήσιμη και πολύτιμη.
Στη συγκεκριμένη περίπτωση είδα το -ατίας να λειτουργεί σάν μπλόκο (μιλώντας για αργκό και καθομιλουμένη τουλάχιστον), ίσως κακώς, αλλ' ακόμα μου βγάζει περισσότερο νόημα έτσι. Χμ...
«''Μου την έπεσε'', που λέτε στη γλώσσα σας η νέα γενεά»... (Ο Λιαντίνης μιλώντας για το «Φαίδρο» του Πλάτωνα.)
Καλό πάντως. Εγώ αυτό το λέω με γαργαλάει ο λαιμός.
Στα ισπανικά τουλάχιστον έτσι φαίνεται...
Με τα μπούνια με Χάν. Σάν το κυνήγι, άντε, πρέπει να επιτρέπεται μόνο σε συγκεκριμένη περίοδο (απο Δεκέμβρη ώς Φλεβάρη, για νά 'μαστε και ακριβολόγοι).
Το μουμουέδες πάντως γράφεται συχνότατα, και μέχρι και το μιμιέδες χτυπάει κάμποσες φορές.
Κατα το κουκουέ / κουκουές / κουκουέδες, με παρόμοιο μειωτικό φορτίο.
Η κατάληξη σε -ου που λέει επάνω ο βάνιας, παρεμπιπτόντως, είναι η παλιά κατάληξη της προστακτικής συνεχούς ποιού ενέργειας που λένε, αυτήν που πλέον στα ελληνικά σχηματίζουμε με το να: να γίνεσαι (αντί γίνε), να έρχεσαι (αντί έλα). Πέρσι τον Ιούλιο τα συζητούσαμε εκεί με τον πάτσι αυτά, επίσης.
Εκεί γίνεται αναφορά στα μισόλογα τραγούδια του Άκη Πάνου, ένα απ' τα οποία και το «Χαροκόπου 1942-1953», αλλέως γνωστό και ώς «Εφτά νομά σ' ενα δωμά»...
Εδώ ο Πανούσης αποκαλεί τον Παπανδρέου κομματόσκυλο.
Το σφάζω λέγεται όντως γενικότερα. Όπως λέει ο πάτσις, συνήθως για πράγματα μέν που τ' αφήνεις λίγο-πολύ για εξαιρετικές περιπτώσεις, αλλα όχι μόνο για ποτά: φαγητά, γλυκά, πούρα, ναρκωτικά... Ίσως και για αναλώσιμα που δέν καταναλώνει (τρώει, πίνει, καπνίζει...) κανείς, άν και δέν τό 'χω ακούσει έτσι απ' ότι μπορώ να σκεφτώ.
Δέ ξέρω ρε π'στ, μάλλον θα τους το μαθαίνουν στη σχολή μαμαδικής. Πολύ σωστό το λήμμα.
Σωστός ρε, έλειπε και καραλέγεται (σίγουρα, πολύ περισσότερο απ' ότι γίνεται).
Όπως και νά 'χει δηλαδή, ξού απ' το πρόχειρο... :-Ρ
Βασικά, τόσο κλάσικ που τό 'χει και ο Τριαντά (σημασία 8β).
Καρακλάσικ, και μάλιστα, θ' άξιζε να καταχωριστεί γενικότερα, ως πιάνω, αφού χρησιμοποιείται κάργα με τη σημασία «αντιλαμβάνομαι, καταλαβαίνω (κάποιον ή κάτι)»:
[I]
Α: Ρε παιδιά, η καθημερινή πρακτική έχει αποδείξει οτι το δυνάμωμα και η επέκταση των δομών εγγυάται την ευρύτερη δυνατή απήχηση ωστε να επεξεργαστούμε ένα γενικότερο σύστημα πλατιάς συμμετοχής.
Β: Κάτσε, δέν τό 'πιασα, γιά ξαναρίχ' το...
Γ: Ναί ρε, ούτε γώ σε πιάνω, μίλα λιγο σαν άθρωπος.[/I]
Μαγκεψάνε τα υπόγεια και ζητάνε ασανσέρ.
Και κοίτα να δέις που υπάρχει κιόλας!... Άι-άι-άι...
«Νεκρομπούτσερ»!... Άχαχα΄χαχαχαχα!...
Ρε Γκάτζ, αντί να βρείς καμιά καλή φωτό απο Λαδάδικα να βάλεις να στηρίζει και τον ορισμό, πάς και μου βάζεις φωτό απο Σκιάθο;(!!!...) Δηλαδή τί, σε λίγο θα μας βάλεις και φωτό απο Λάντα κι' απο παλτό σε λαδί χρώμα και διαφήμιση ελαιόλαδου και λινκάκι και στο λαδικό; (καλά, αυτό το έκανα μόλις εγώ)
Είπαμε ρε παιδιά, λίγο κράτει με τα πολυμέσα (καί τα σχόλια βέβαια). Τα λογοπαίγνια είναι το μόνο εύκολο, χαίρω πολύ. Αλλα γεμίζουμε το κάθε λήμμα θόρυβο σε χρόνο ντετέ να πούμε, δέ λέει, σκέτη ζαλούρα, αμάν, έλεος, πώς το λένε;...
(Γκρίνια τέλος. Απο αύριο πάλι.)
Με την ταβλαδόρικη σημασία το ξέρω χωροφύλακας.