Τι έγινε ρε παιδιά; Ironick; Καταχώρησες ξανά το ίδιο λήμμα;
Υπάρχει τίτλος τσόντας: Χύστον, έχουμε πρόβλημα.
Σατανικές συμπτώσεις της ζωής μου νο. 667: Κυριακή απόγευμα, ανοίγω το ψυγείο, παίρνω μια μπανάνα και ενώ την τρώω (δεν θέλω σχόλια) αναρωτιέμαι, ποιο είναι ρε γαμώτο το στοιχείο στο οποίο είναι πλούσιες οι μπανάνες - έχοντας ήδη πατήσει το «Πρόσφατα». Και τσουπ, η απάντηση επί της οθόνης. Έστω λάθος, την απάντηση όμως την είχα, δεν την είχα;
Σε πείραγμα του συντρόφου προς την σύντροφο έχω ακούσει και το «σιωπή! και φέρε μου τις παντόφλες!» με προαιρετική προσθήκη «...και την εφημερίδα!». Το όλο εγχείρημα ανεβάζει την αδρεναλίνη καθώς παίζει συναρπαστικά με την ιδέα της παντόφλας που έχεις να φας αν βρεθείς αντιμέτωπος με θανατηφόρα έλλειψη χιούμορ.
Βλ. και στραβοστομιάζω.
Στο βιντεάκι ο Μάκης ο Μανάβης στραβοστομιάζει υποδειγματικά.
Jesus επειδή εσύ χέζεις στο δάσος δε σημαίνει ότι δεν έπρεπε να ξέρεις πώς λέγονται τα κεράκια-απαραίτητο συστατικό μιας ρομαντικής βραδιάς δίπλα στο τζάκι, πάνω στην φλοκάτη με το κεφάλι της αρκούδας να σου κλείνει γλυκά το μάτι...
Χμμμ... Δεν το ξέρω αυτό που λες... Δεν ξέρω και πολλά από τη γλώσσα αυτή είν' η αλήθεια. Τι σημαίνει; «Τι κάνεις»;
Και κάτι μού 'λεγε ότι δεν ήταν και πολύ σωστό το «αίολες». Αλλά δεν πολυπειράζει, σαν σημασία κολλάει, ακόμα κι αν είναι από λεξιλογική παρεξήγηση.
... και όλον αυτόν τον ερωτικό διάλογο τον προκάλεσα εγώ; Νιώθω τόσο όμορφα...
Οι μακεντόνσκι στον νομό Πέλλας (τουλάχιστον, μπορεί και αλλού) λένε πολύ το μπε, αλλά δεν έχω αποσαφηνίσει πλήρως την χρήση του. Για παράδειγμα θα πούνε:
[I]- Πού να τα βάλω τα λεφτά κυρ-Χρήστο; Στον όψεως ή στο ταμιευτήριο;
- Α μπε στ’ όψεως βάλτα![/I]
Μερικές φορές μοιάζει με το γνωστό βορειοελλαδίτικο για, άλλοτε με το προτρεπτικό/επιτατικό άντε.
Ωραίο λήμμα. Ελαφρώς άσχετο, υπάρχει και η έκφραση-γείωση σε αίολες υποθέσεις κι αν η γιαγιά μου/θεια μου είχε το μουνί στο μέτωπο θά ’ταν κουμπαράς. Στο ίδιο στυλ με την φράση κι αν η γιαγιά μου είχε ρόδες θά ’τανε πατίνι.
Όσο για τον στίχο του Δεληβοριά, επειδή τα κέρματα και τα χαρτονομίσματα είναι σιχαμένα πράματα, όχι (μόνο) από ιδεολογικής άποψης, η εικόνα της επαφής τους με το δέρμα μου φαίνεται ξενερωτική. Αυτά.
Ρε παιδιά αυτό σίγουρα λέγεται, αλλά με αυτήν την σημασία δεν το έχω ακούσει ποτέ. Αντιθέτως το έχω ακούσει με μία διαφορετική, πιο κατανοητή αλλά και πιο ενδιαφέρουσα σημασία: έχει πάρει σασί λέμε για κάποιον που, χωρίς να είναι τρελός, έχει βγει οφ, είναι πειραγμένος, έχει ξεφύγει.
Η κυριολεκτική σημασία της έκφρασης αναφέρεται, φυσικά, στα αυτοκίνητα. Αν ένα αυτοκίνητο χτυπηθεί σε τρακάρισμα στο σασί, στο πλαίσιο δηλαδή, είναι σχεδόν αδύνατο να επισκευαστεί πλήρως και μοιραία θα βγάζει προβλήματα.
Με αυτόν τον τρόπο και αυτήν την διατύπωση, χωρίς δηλαδή το «στο», υπάρχει ένα παράδειγμα ©jesus εδώ.
Λέτε να το ανεβάσω σε ορισμό;
Αν και σχετικά νέος στην Αθήνα, επιβεβαιώνω την μεγάλη αναγνωρισιμότητα του ονόματος της φίρμας. Δεν έχω βέβαια ακούσει την συνεκδοχική του σημασία ακόμα, αλλά αυτό δεν λέει τίποτα.
Τα κινέζικα ήταν κυρίως τα κλασικά «Goldoor», με τα «χρυσά» κλειδάκια που λύγιζαν εύκολα. Μια φορά που κλείδωσα μέσα στον φοριαμό τα κλειδιά, μαζέψαμε πέντε έξι αρμαθιές αλλονών και τελικά το ανοίξαμε. Σιγά την ασφάλεια δηλαδή.
Με τον φόβο να προκαλέσω το αντίθετο αποτέλεσμα με το σχόλιό μου, προτείνω να μην ασχολούμαστε με την βαθμολογία, αφού σε γενικές γραμμές έχει αποτύχει στον όποιο σοβαρό σκοπό είχε και η αναμόχλευση του ζητήματος ελλοχεύει κινδύνους εσωστρέφειας και αποπροσανατολισμού. Λευτεριά στον βιετναμέζο βελονιστή. Carthago delenda est.
Περίπου με τις ίδιες σημασίες λένε και «ποντιακό κεφάλι», αλλά εκεί υπάρχει και μια πιο κυριολεκτική: ότι και καλά το ποντιακό κεφάλι (το ίδιο το κρανίο δηλαδή) είναι σκληρό και αντέχει και μια κουτουλιά παραπάνω. Συνήθως λέγεται από αυτόν που το χτυπά κατά λάθος σε κανένα ντουλάπι για να καθησυχάσει τους άλλους που τρόμαξαν με τον «γκντουπ», σε φάση «δεν παθαίνω τίποτα, έχω ποντιακό κεφάλι».
Για την πιο μεταφορική σημασία, στους Ποντίους, λόγω στερεοτύπων ίσως, η έκφραση γέρνει πιο πολύ στην ξεροκεφαλιά (που είναι και λίγο στείρα) παρά το πείσμα (που το λέμε και για καλό, την επιμονή).
Παραδείγματα:
1. Από το άρθρο της Βικιπαίδειας για τον Γιώτη Τσαλουχίδη, σε ύφος ασυνήθιστο για την ιστοσελίδα:
[I]Στην ιστορία θα μείνει για το ποντιακό κεφάλι βαριοπούλα που έσπαγε τα αντίπαλα γκολποστ με περηφάνια υστερα απο σέντρες του Νικόλα Τσιαντάκη και τον πανηγυρισμο με το περιστρεφομενο δεξι χερι(εμπνευσμενον απο τον αστυνομο Σαινη). Αλλα πανω και πέρα από ολα για την θρυλική ατακα που έμεινε στο Πανθεον της μυθολογίας της ελληνικής Ποδοσφαίρας και στοιχειωνε τα πέτρινα χρόνια του ΟΣΦΠ κάθε καλοκαίρι προετοιμασιας:
«O ΟΛΥΜΠΙΑΚΟΣ ΕΙΝΑΙ ΦΕΤΟΣ ΚΑΤΑΔΙΚΑΣΜΕΝΟΣ ΝΑ ΠΑΡΕΙ ΤΟ ΠΡΩΤΑΘΛΗΜΑ»[/I]
Από εδώ:
[I]Τέλος, ο υδραυλικός θέλει να κλείσουμε είδη υγιεινής άμεσα για να προχωρήσει, οποτε αυριο θα πάμε σε δυο καταστήματα ακομη ένα στο Ιλιον και ένα άλλον στο Αιγάλεω για να διασταυρώσουμε τιμές...Αυταααααααα
Τελικά την κουζίνα θα την κάνω στο χρώμα του τραπεζιου. Με πείσατε! Και ο σπιρτούλης τα ίδια μου έλεγε αλλα εγω που να ακούσω... Κολλημένο ποντιακό κεφάλι![/I]
Άντε, κι άλλο ένα λόγω μιας ενδιαφέρουσας διατύπωσης. Από εδώ:
Προσωπικά επειδή έχω ποντιακό κεφάλι από την γνώμη μου έξω δεν βγαίνω.
Ελπίζω να μην παρεξηγείσαι όταν γράφω «βλ. τάδε». Απλώς βάζω το link για ευκολία του αναγνώστη· το «βλ.» είναι τυπικότητα για συντομία.
Έφερα τα ψάρια...
@Fotis Nitsiopoulos: Βλ. και τσαπράζ, τσαπράζωμα, τσαπράζης.
Και αυτός που συνηθίζει να την πέφτει σε γκόμενες: πεσιμιστής (σοβαρά, το έχω ακούσει).
(είν’ ελαφρύ για πιάσε το δεν πάει ούτε ένα κουάρτο)
Έτσι.