Υπάρχει ακόμα σε ταςς-ταςς-ταςς, απρρρτσά και ούρτ (όχι βάιλ) !
Παλιό γκραφίτο στα Χ-άρχεια : Στο καφέ-μπάρ μούρη, στη δουλειά τουμπέκα ...
Επίσης : Ρε, σε κουρελού σ' έκαν' η μάνα σου ;
Ρε, το Χριστό παριστάνεις ; (δηλ. σε φάτνη γεννήθηκες ;)
Αμάν σχολαστίκα που' σαι αδρεφέ μου ! Ρε τί θυμωσσ(ι)άρηδες που' στε οι Κρήτες ! Πως αρ(ι)τσώνεστε και τσιμουριάζετε έτσι ; (Ημαθία)
Αντιπαρέρχομαι και σοι αφιερώ το γνωστό και πονηρό :
[I]Που παντρευτεί πολλά μικρή και γεροντάκι παίρνει
«φωθιά» ! του λέει, «καίγομαι» !
κι αυτός, νερό τση φέρνει.[/I]
(τη γκορόιδα ο γέρων)
Μπαρδόν μπόι και το παίρνω όπισθεν. Για κάνε σενάριο για προφιτερόλ εκμέκ. Δεν το' χω ξανακούσει.
Αυτό είναι «με ξένα κόλυβα». Το λήμμα αναφέρεται στην ύβρι / θράσος, αυτών που πατούν κάπου και στη συνέχεια όλο και ζητάνε και κουνιούνται. Κάποια στιγμή το παραξηλώνουν και κάποιος βρίσκεται και τους τη λέει. Ίσως ο ορισμός δεν είναι αρκετά σαφής. Είναι παρτικολαριστή και στενή έκφραση. Δεν έχει πλήρη εφαρμογή παντού.
Επίσης, γαλλικά, στην επαγγελματική αργκό των μουσικών, είναι όταν πέφτει παραγγελιά και παίζουν το τραγούδι αναγκαστικά και χωρίς να το πολυξέρουν, απο ασφαλείς οδούς ρε-λα-ρε, ντο-φα-σολ κτλ, σκοτώνοντάς το, δίχως φυσικά ο πιωμένος μερακλής να παίρνει πρέφα τέτοια ψιλοπράματα ...
Έλεγε ο μακαρίτης ο Παπαϊωάννου, σε τέτοιες περιπτώσεις, ξέροντας οτι θα ξεφύγει από το μέτρο και το ρυθμό : «Μαέστρο μου, ξεκίνα συ και ραντεβού στο τέλος » ! Σου-τιεν
Που να' βλεπες τους «Δροσουλίτες» στην τι-βι ... Εεεε ρε ματσούκι που χρειάζεται
Μπαρδόν. Δεν τυγχάνω Κρης, αλλά προσπαθώ, με αδόκιμο ίσως, τρόπο να αποδώσω την προφορά και εκφορά του κρητικού λόγου. Γνωρίζω οτι, η κρητική είναι ιδιαιτέρως δύσκολη στην φωνητική και γραπτή απόδοσή της. Είναι αλήθεια, οτι η Κρήτη δεν είχε ποτέ αστική κουλτούρα. Δέχομαι τις διορθώσεις και απεχθάνομαι εξίσου τον Παπαζήση ...
Δε λέει για τσαρούχι ο άθρωπος. Λέει οτι η έκφραση «έγινε ο λαιμός μου τσαρούχι», είναι πιθανή παραφθορά του τζάρουχας/τζάριγγας. Ούτε έβριζε μόνον τους Κρητικούς, ήταν συνεπής και τίμιος γκρινιάρης. Εμ, λίγα του τύχανε ;
(Ναυτικό) : Λά(ν)τζα = Μικρό σκάφος, πλοιάριο, κρις-κραφτ, ταχύπλοο, λέμβος. Συνήθως καθαιρούνται (κατεβαίνουν με τροχαλίες) από τα πλοία, όταν είναι στη ράδα, για να μεταφέρουν πρόσωπα προς το ντόκο. Πιθανόν εκ της ιταλικής μάρκας lancia (κυριολ. = λόγχη). Στην κλασσική αργκό του Πειραιά τις λέγανε και αλάντσιες (βλ. ακάθαρμα, αβδέλλα), όταν προ 70 φευγαετίας, ναύλωσε η ιταλική polizia di finanza λάντσιες για να κυνηγήσει το οργανωμένο έγκλημα στην Αδριατική και ιδίως τη μαφία του Λουτσιάνο. Κάτι λέει ο Τσιφόρος.
Σστόστ. Δεν το' χα σκεφτεί. Είχε κάνει τέτοιο allocation ο Πετρόπουλος όμως.
Το γκάιντα πιθανότατα εκ του γκαϊντάρω<guardare (ιταλ.) / regarde (γαλ.) = κοιτώ. βλ. γκαρντα-ρόμπα, βάρδια, βαρδιόλα, Βάρδα, βάρδα μη σε γαμήσω ! (έκφραση : Πρόσεχε να μη κτλ). Τα Γιάννενα προ του 1821 ήταν αρκετά κοσμοπολίτικη πόλη, με ξένες εφημερίδες και παροικίες. Έχουν διασωθεί λιγες μόνον εκφράσεις ιταλικής, γαλλικής, τουρκικής, αλβανικής, σλάβικης και εβραϊκής προελεύσεως.
Επίσης, Δεν Δουλεύω, έλεγαν οτι σημαίνουν τα γαλόνια τους οι ανθύπες διότι είχαν σχήμα Δέλτα. Κουφάλες ...
Μπαρδόν και ζαμπόν. Δεν ηννόησα να χώσω κουέρβο στα ερίτιμα ιστομαστόρια. Μόνον εβαρύνθην να βάλω τόνους ο έρμος ... Ταπεινά τις απολογίες μου
Μάλλον στροβιλιζόμενος δερβίσης ψάλλων ατονική μουσική του Schonberg ...
Το θυμάσαι το Δ/Δ (Διεύθυνση Διοικήσεως) = Δέν Δουλεύω ;
Δεν είμαι 100 % σίγουρος για την αποκλειστική εντοπιότητα του λήμματος. Πάντως εκεί εξακολουθεί να χρησιμοποιείται κατά κόρο (με παχειά απότομη προφορά του λάμδα). Μπορεί να λέγεται ευρύτερα στην Αχαΐα, άντε και στην Ηλεία. Έχεις τίποτα υπ' όψη σου ;
Ξύλινο παλτό = φέρετρο. (βλ. απειλή : Ρε, θα σε ντύσει η μάνα σου ξύλινο παλτό)
Μή μου γίνεσαι παλτό = Μή μου κολλάς / μου τα πρήζεις.
Οκεϊ μποςς. Μόλις το διάβασα κι έλαβα το μήνυμα. Ανάθεμα τσι τόνοι.
Μπαρδόν, αλλά βαριόμουνα τους τόνους καρντάσια. Μήνυμα ελήφθη. (Γαλα)τσίου !
στόσσσσσσσσστ