Άλλη σοβαρή τουρκο-ελληνική σημασιολογική φθορά, είναι ο πούστης και το μπεγλέρι.
Πούστ στα τούρκικα είναι η κουφάλα, ο μπάσταρδος, ο αναξιόπιστος, ο αλήτης κ.ο.κ. και δεν έχει καμία σχέση με σεξουαλικές προτιμήσεις (ιμπνέ = πούστης ως ομοφυλόφυλος στα τούρκικα και στα ελληνικά μπινές, βλ. και λογοπαίγνια ρουμπινές, καμπινές και λουμπινές κλπ).
Μερικοί, παρετυμολογούν τον μπινέ, προκρίνοντας δήθεν λατινική ρίζα (bi-) όπως λέμε σήμερα μπάι (σέξουαλ), νομίζοντας οτι πρόκειται για τον αμφί, ενώ στην ουσία πρόκειται για αντιμετάθεση (π.χ. Πνύκα-Πύκνα, όνειρο-είνορο κλπ).
Ομοίως, το μπεγλέρι είναι παραφθορά του μπεκλέρ < τούρκ. ρήματος beklemek = περιμένω.
Θυμίζεται το γνωστό μικρασιατικό τραγούδι «Μπεκλεντίμ ντα γκελμεντίν» ( = σε περίμενα μα δεν ήρθες), που τραγουδούσε κακήν-κακώς ο Ξανθόπουλος.
Το παίξιμο του μπεγλεριού, στην ανατολίτικη κουλτούρα, συνδυάζεται με μιαν αόριστη αναμονή καλύτερων οιωνών.
Γι' αυτό έλεγε ο φιλόσοφος: «Καθόλου δεν τεμπελιάζω. Απλά περιμένω»...
Έτσι. Οι παλιοί τουρκομερίτες, το έλεγαν και γιουκλούκι εκ του ταυτόσημου τούρκικου yüklük = στοίβα με ρούχα / εντοιχισμένη ντουλάπα.
Υπάρχει όντως η παραπάνω έκφραση στα τούρκικα και στην ουσία δηλώνει, οτι απο την μια δεν μπορείς να κάνεις τίποτα, απο την άλλη οτι δεν μπορεί η κατάσταση να γίνει χειρότερη (νε σικίν κιριλίρ, νε ντουβάρ γιριλίρ = ούτε η ψωλή σου θα σπάσει, ούτε ο τοίχος θα ραγίσει).
Άλλη μια αντίστοιχη τούρκικη παροιμία είναι «γκιοτέ γκιράν σεμσιέ ατσιλμάς» = αν έχεις μια ομπρέλλα ήδη στον κώλο σου, όπως και να 'χει δεν μπορεί ν' ανοίξει...
Παράσημα (παρασημοφορώ = χαρτοσημαίνω) ή πούλια λέγονται και τα χαρτόσημα των δικογράφων στα δικαστήρια, ενώ αυτά που απεικονίζουν κάποιον μουστακαλή νομομαθή, λέγονται μπαρμπάδες.
Όσο για τα νοσήματα, ο Γιοκαρίνης έλεγε για τους ενδοιασμούς του να μπλέξει με μια γκόμενα αμφιβόλου υπολήψεως στο Αραμπα-γκάν-υ-κιου-καιη-σονυ-γκάρντεν, οτι «δεν ήθελα να γίνω βαθμοφόρος»...
Σαν τον Σούπερ Μάριο με τις καραμουστάκες.
Μπαρμπάδες λένε και κάτι τύπους που απεικονίζονται στα χαρτόσημα των δικαστηρίων π.χ. «δώμου δυο μέγαρα και πέντε μπαρμπάδες».
Γουστάρω πολύ την έκφραση! Στην πλήρη μορφή λέγεται και «Μπαρμπαριά και Τούνεζι να σε κόψει».
Το' χω ακούσει ως Μεσολογγίτικο ανέκδοτο:
Στο εκστρατευτικό σώμα της Κορέας, υπηρετούσε μια διμοιρία Μεσολογγιτάδων, η επιμελητεία μοίραζε αμερικάνικες στολές κι εξαρτύσεις, οπότε γίνεται ο διάλογος:
-Σ' έντσαν;
-Μ' έντσαν.
-Τσ' άλλς τσ' έντσαν;
-Όι τσ' άφσαν...
Ο Αμερικάνος λοχίας που τους άκουσε, λέει «τους πούστηδες τους Έλληνες, ακόμα δεν ήρθαν, έμαθαν κιόλας Κορεάτικα»...
Το έχω ακούσει ως «γιούκο» (ή ουστούνι < üstün = απο πάνω τούρκικης προέλευσης). Μήπως γράφονταν παλιότερα γύκος; Οι γκαγκαρέοι πρόφεραν σιούκα (σύκα), άχιουρα (άχυρα) και οι Αρβανίτες της Εύβοιας λένε Στούρα (Στείρα) βλ. και επώνυμο Στουραΐτης.
Με την έννοια του κυριλέ κρέμ κορόιδου, το πρωτοχρησιμοποίησε ευρέως ο Ζώρζ ο Μπελαλής. Λέγεται πολύ όμως και στα γήπεδα και στις αθηλυτικές εφημερίδες. Κανας ποδοσφαιρόφιλος, με σχετικά παραδείγματα χρήσης;
Η σημασία έχει αλλάξει στη νεοελληνική. Μεράκι στα νέα τούρκικα σημαίνει περιέργεια / ενδιαφέρον και μερακλής ο κουτσομπόλης-κουσκουσάρης. Ίσως να κατέληξε να σημαίνει αυτόν που απολαμβάνει την ζωή, αφού ψάχνεται συνεχώς ως φιλοπερίεργος-φιλομαθής.
Το ίδιο συμβαίνει και με άλλες λέξεις, π.χ. ντε(ρ)(λ)μπεντέρης στα τούρκικα σημαίνει τον ερημοσπίτη, τον χαλασοχώρη, τον άστατο, τον ασυμμάζευτο, τον αχαΐρευτο κλπ και εν τέλει τον ρακένδυτο φουκαρά (<τουρκ. φακίρ = φτωχός / κουρελής). Στη νεοελληνική όμως, ένας τέτοιος «γυρίστρας» κατέληξε να σημαίνει τον κεφατζή, γλεντοκόπο και ωραίο τύπο.
Και με τους ιταλισμούς συμβαίνει κάτι παρόμοιο, αλλά δεν είναι της ώρας (είναι μαγειρευτό)...
Και: Το' χω απο ιμπρέτι, απο γινάτι, θέλω κάτι με το ίρτζι μου κλπ τουρκογενή, που σημαίνουν διακαή πόθο.
Δες και το εκδικητικό-σαδιστικό τσίμπησες το άκυρο (και δε σε χάλασε).
Ο Μπουκόβσκης χρησιμοποιεί την καταπληκτική έκφραση turkeyneck morning για την πρωινή γκάβλα
:-)
Για την κοινωνικο-οικονομική διάσταση της κυκλοφορίας των αγαθών (πώληση-ανταλλαγή-δωρεά κλπ) σε διάφορα έθνη και φυλές, τα λέει ωραία το βλιβλίο «Το Δώρο» του Μαρσέλ Μός, που δεν το' χω ακόμα τελειώσει το ρημάδι...
Στην εγκλέζικη αργκό λέγεται the man is gone ή he's walked ή he's off και στην ιταλική sei andato = φευγάτος έχεις ξε-φύγει.
Πώωωω! Τώρα πάμε σε συναλλακτικές κι ανταλλακτικές σχέσεις - συνήθειες εθνών κλπ, the plot κωλο-thickens!
Κι εμένα μου έσπαγε τ' αρχίδια αυτή η νεολογίστικη παπαριά των Εγκλέζων «I don't do» ένα προϊόν προς πώληση ή με την έννοια «δεν ασχολούμαι με» (αμερικαν. π.χ. I don't care for doghnuts).
Άσε να επανέλθω Δημήτριος...
:-)
Ωραία παρατήρηση!
Ναι, οι νεοέλληνες για κάποιο λόγο θέλουν να είναι πάντα οι πρώτοι χρήστες κάποιου αντικειμένου - φετίχ με το οποίο δένονται συναισθηματικά, το οποίο δέον να είναι και φαντεζί.
Μάλιστα, τούτο φαίνεται οτι τους διακατέχει ακόμα κι όταν πρόκειται π.χ. για φάρμακα κι έτσι προτιμούν να πληρώνουν τα ταμεία τους επώνυμα σκευάσματα, παρά την ισάξια χημική ένωση ή το υβρίδιο...
Αμερικανιά.
Στα αμερικάνικα, δημιουργείται αμφισημία, όταν π.χ. λές: This potato salad is bad! Δηλαδή είτε οτι η πατατοσαλάτα είναι και γαμώ, είτε οτι έχει χαλάσει...
Κι εγώ στη Σαλονίκη το πρωτάκουσα.
Σήμερα, η πανελλήνια χρήση της λέξης, στην ουσία δηλώνει το μαγκάκι, το αλάνι, το οποίον όμως λόγω εμφάνισης-συμπεριφοράς, εκλαμβάνεται και σκώπτεται ως «ακαλαίσθητο», προϊούσης της τσουρογκλαμουριάς του '90.
Αλλά, αν και τα μαγκάκια του Μεσοπολέμου, αποφεύγονταν απο τον κοσμάκη (διάβαζε: μικροαστοί), λόγω της ιδιαίτερης ομιλίας, βαδίσματος, συμπεριφοράς κι εμφάνισής τους, σήμερα παρατηρείται μεταμφίεση - φθηνή «υπόκριση» ως τέτοιων απο πλείστους μπουζουκοπαίκτες στα «ρεμπετάδικα» (και λοιπά κρίμα κι άδικα) που κοροϊδεύουν τα φοιτητάκια, ενώ υπάρχει ολόκληρη σειρά στην ΕΤ3, που θυμίζει γι' αυτόν τον λόγο καρναβάλι...
Και θα επανέλθω.
Επίπεδο ρε πούστη μου!!!
Πάντως, άμα θέλαμε να Λασκολογήσουμε, θα μπορούσαμε να σκαρώσουμε στο πι-και-φι ένα παραμύθι, το κουκί και το ροβύθι, αλλά ας όψεται...
Ετσά δάσκαλε!
Λοιπόν, τώρα που το πράμα πήγε μακρύτερα τη αρωγή σου, δηλαδή το συνέδεσες με το βους-βοός, έτσι κι έχει ο γητευτής - μάγος / κλαψομούνης παρηγορητής (που μου φέρνει στο νού τις κέλτικες θεότητες banshees που κλαούνιζαν στις στέγες προλέγοντας το κακό) καμιά μαγική σχέση με τα ιερά βοοειδή σε πολλές αρχαίες κουλτούρες, θα γίνει μεγάλο πατιρντί!
Τα βοοειδή λατρεύονταν ως θεότητες της αφθονίας στς Βέδδες. Η θεά Auðhumla ήταν η ιερή αγελάδα των Σκανδιναβών, στους Φράγκους και στους Βησιγότθους, τα Χρυσά Βόδια έσερναν κάρρο είτε θριάμβου είτε νεκρώσιμο και η λατρεία των Ισραηλιτών προς το Χρυσό Μοσχάρι τσάντισε το Μόουζες...
Υπ' όψιν, η Ιταλία (Víteliú στα Οσκικά) σημαίνει χώρα των μοσχαριών (χρησιμοποιούν δε το χαλκιδικό αλφάβητο δηλ. της Εύ-βοιας), οι συντροφοναύτες του Δυσσέα, τιμωρήθηκαν γιατί έφαγαν σε κάποιο νησί τα ιερά βόδια του Ήλιου, ο δέκατος άθλος του Ηρακλέα ήταν να φέρει στον Ευρυσθέα τα κόκκινα βόδια του Γηρυόνη (απ' το νησί Ερυθεία στην μακρινή Δύση πέρα απ' τον Ωκεανό, ίσως στα νησιά Γάδοι ή τις Βαλεαρίδες), η ιερή αγελάδα λατρεύονταν απο τους Κέλτες (βλ. τα μνημεία για την Dun Cow στην ΒΑ Αγγλία) και την λατρεία των Ινδουιστών στα βοοειδή.
Τυχαία; Και μπορέλλι...
Προς το παρόν, σοι αφιερώ παλιό μαντινιαδάκι (για έναν γερο-δάσκαλο που τα' φτιαξε με μια μαθήτριά του), που κονόμησα πρόσφατα μπετατζόθεν:
[I]Αλίμονό σου δάσκαλε κι είντα σε περιμένει,
οξεία θέλει το μουνί κι όχι περισπωμένη...[/I]
Τσίου!
(Ξανά-μανά): Σύμφωνα με το Liddell & Scott, γο-ερός, ά, όν, (γόος) of things, mournful, distressful, θρῆνοι Erinna6.8 codd.; πάθη A.Ag.1176 (lyr.); δάκρυα E.Ph.1567 (lyr.); τὸ γ. καὶ ἡσύχιον μέλος Arist.Pr.922b19.
II of persons, wailing, lamenting, ἥξει τι μέλος γοερὸν γοεραῖς E.Hec.84; of the nightingale, Call.Lav.Pall.94. Adv. -ρῶς D.T. 629.21, Eust. 1147.9.
Υφίστανται και τα οξύγοος (που θρηνεί ουρλιάζοντας), αβρόγοος (που θρηνεί σαν γυναίκα), άγοος (αγόγγυστος) κλπ.
Τώρα, η πάσα είναι προς πάντα ενδιαφερόμενο (διότι αδυνατώ ως αναρμόδιος), να βρεί την σανσκριτική ρίζα της λέξης γόος, κοινές ομόρριζες λέξεις σε ινδοευρωπαϊκές γλώσσες και η ερμηνεία της νοηματικής συνέχειας-κατάληξης των γοάω (θρηνώ) - γόης/γητευτής (μάγος), δηλ. πώς σκατά προέκυψε...
Μήπως έχει σχέση με το γοητεύω - γητεύω (= μαγεύω, δένω διά μαγείας, εξαπατώ): θεραπεύω με μαγικά μέσα.
Η λέξη συνδέεται ετυμολογικά με τον γόητα (< o γόης, του γόητος = ο γοών, θρηνών, ο μάγος, ο θαυματοποιός, ο απατεών) και με τον γόον, τον θρήνο, τον οδυρμό (πβ. γοάω = θρηνώ, οδύρομαι, γοερός).
Δεν υπάρχουν σκέτα ιταλικά, αλλά βενετσιάνικα, γενουάτικα, ναπολιτάνικα κλπ και δή άλλα του 15ου άλλα του 16ου αιώνα, άλλα των ναυτικών άλλα των σιναφιών, άλλα των εβραίων εμπόρων κ.ο.κ. και ε.κ.λ.α.ι.ρ.
Πάντως, στα σύγχονα ιταλικά της Ρώμης guaio σημαίνει κακή φάση, πρόβλημα, ζημιά, ζόρι.
Όμως, στην ισπανική αργκό της Μαδρίτης guay σημαίνει και γαμώ!
Στα ελληνικά να' χει σχέση με τα γρούζω, γογγύζω ή α-γουριέμαι;
Πέραν τούτου, απορία μουεζίνου vix...
Στο θρανίο σου εσύ! (Έ ρε, λέει και να σ' είχα μαθητή)...
:-Ρ