Τζών Μοδινός;
Πολύ σωστός ο Τζόνι!
Παλιότερη χρήση:
[I]Άιντε κάντε όλοι στη μπάντα, να' ρθει να χορέψει
ο Σαλονικιός
Άιντε κάντε του λεζάντα, τη βραδιά να κλέψει
ο Σαλονικιός...[/I]
(Σ. Διονυσίου)
Σχετικά horseface (αλογομούρικα): Φοράδα μου τα καπούλια σου / αλόγα / γαμήσι ιππαστί / πάμε για τρελλές καβάλες / Δράμα η Γλυφάδα στην Καβάλα / η γκόμενα είναι για πολλά Άσκοτ / φύγαμε για Φάληρα / το μωρό είναι γκανιάν / είναι του ιππικού / την έχεις ιππεύσει; / της μάζεψε τα χαλινάρια / θα σου βάλω καπίστρι / καβαλάρης = γαμιάς (Ν. Καββαδίας) κλπ-κλπ.
Γνωστή και απο τα αρχαία χρόνια (τα αλησμόνητα) η τάξις των ιππέων (αριστοκρατών) ιταλ. cavaliere / ισπαν. caballero / γερμ. Ritter / αγγλ. Knight (rider) / γαλ. chevalier κτλ.
Φαίνεται δε, οτι παλαιά μόνον οι ευγενείς γαμούσαν (δίκην ευγονισμού). Όταν όμως έπαιρναν καμιά γκόμενα στο ιππήλατο άρμα μάχης (πολεμικό) για μόστρα και κολλούσαν οι ρόδες στη λάσπη, φώναζαν τους χωριάτες να τους ξελασπώσουν κι αυτοί τραβούσαν για το πλησιέστερο καπηλειό να πιούν ένα ποτηράκι.
Οι χωριάτες ευθύς επωφελούντο, εξ ου και η έκφραση «θα γυρίσει κι ο τροχός-να γαμήσει κι ο φτωχός»...
(Μη δίνετε βάση, ναι-ναι απ' την κουρούπα μου το' βγαλα)
Ιταλικά: Gira-rigira = (κυριολ. = γύρω-τριγύρω) μτφ. φιρί-φιρί / αμέτι-μουχαμέτι / απο' δω το ' φερες-απο' κει το ' φερες κλπ.
Καλώστον!
Δεν υπάρχουν πορτοκαλί καθισμένα ηπίου-ηπίου...
Αυτό θα πεί να ξέρεις να ζείς ρε γαμώτο ;-)
Ά! Ξέχασα μια παρατήρηση (δεν θα μακρηγορήσω κύριε Πρόεδρε): Δε νομίζω οτι ανάγεται στο Θασοκοντούλαπο της ιστορίας το μασίφ βλαχοκυριλίκι, αλλά στη Χούντα που ξήλωσε όλες τις κοινωνικές δομές της Ελλάδας. Ο Αντρίκος απλώς συνέχισε το εργάκι.
Τέλος, ως προς την τελευταία Χάνκεια παράγραφο «... οι οποίοι δεν αποκλείεται και να αναπαραγάγουν αυτομισούμενα κλισέ ...» .
Αντίθετα, όπως διεκτραγουδάει ο Β. Νικολαΐδης «... είναι Νόμος όσοι λύσσαξαν στις φάπες, γίνονται ύστερα οι πιο σκληροί σατράπες...»
Finalmente!
Σπεκ σε λήμμα – ορισμό – σχόλια!
Επί των σχολίων του Τζόνι & Χαν έχω να παρατηρήσω τα εξής:
Ο Κωστόπουλος στην πραγματικότητα δεν είναι αντιπαθής σε ορισμένους απλώς και μόνον λόγω καταγωγής. Άλλοι τον φθονούν γιατί είναι μέσα σ’ όλα, κονομάει τρελλά και γαμεί αβέρτα, άλλοι πάλι διότι κατέστρεψε εν μια νυκτί – τρόπος του λέγειν – κοινωνικά δεδομένα (που δεν γνώριζε) αιώνων, βιδώνοντας ξένα πρότυπα στην ελληνική πραγματικότητα με στρεβλό (για άλλη μια φορά) τρόπο. Δεν μας ήρθε όμως ουρανοκατέβατος. Στο κάτω-κάτω, οι παλιότεροι ελληνικοί οίκοι (sic) ελάχιστα υπήρξαν θεματοφύλακες της ελληνικής παράδοσης (την είχαν χεσμένη).
Η δε παραδοχή οτι (όντως) είναι μια σημαντική προσωπικότητα της Ελλάδας, με οποιοδήποτε πρόσημο, δεν αποδεικνύει τίποτε άλλο απο το οτι ο ουρανός είναι μπλέ...
Η εμμονή στην ευκολία της καραμέλας «βλαχοκυριλέ», καθόλου δεν συνεισφέρει στην επιχειρηματολογία που άγει σε κάποια τυποποίηση του τί σημαίνει το prefix βλαχο- και τί το suffix –κυριλέ, εν τέλει.
Είναι σαν ένας μαύρος να σου τρακάρει το αμάξι και να τον αποκαλέσεις «σκυλάραπα», ενώ μπορούσες ευχερέστατα να τον πείς «μαλάκα», όπως οποιονδήποτε άλλον.
Επίσης, η εντοπιότητα και οι ποικίλλες προφορές της νεοελληνικής (όπως έχουν εξελιχθεί μετά την Μικρασιατική αποτύπωση των διπλών υγρών & ρινικών συμφώνων δίκην ευφωνίας στην αθηναϊκή) είναι ένα επιπόλαιο κριτήριο.
Ας ακούσει κάποιος τον βέρο Πειραιώτη Γενίτσαρη, τον κατ’ εξοχήν Σαλονικιό (αν και Καβαλογεννημένο) Μίσσιο και τον Αθηναίο Χόρν πώς πρόφεραν το gli και gni (υπάρχουν αρχεία).
Ομοίως, η απλοϊκή επαγωγή: Ο μη γεννηθείς & ανατραφείς εν Αττική = επαρχιώτης = βλάχος = κάθετί που κάνει όζει τυρού, είναι μακράν εσφαλμένη.
Εξ άλλου, ούτε η Αττική είναι ενιαία, ούτε η Επαρχία (ένας Καθηγητής Πανεπιστημίου εκ Σύρου ορμώμενος στέκει μειονεκτικά έναντι ενός συμπαθούς μανάβη Μενιδιάτη;)
Οι Έλληνες αρέσκονται στους μύθους: Η λευκή (sic) αρχαία Ελλάδα, ο ψηλότερος δείκτης στην Ευρώπη – το χαμηλότερο ποσοστό κλπ, γκρήκ λόβερ, οι Τούρκοι τους επιβουλεύονται (λες και δεν έχουν ένα σωρό μέτωπα ν’ ασχοληθούν) κ.α. Μαζί μ’ αυτά, πιστεύουν οτι οι χωριάτες ζούν μια χαρά κλέβοντας τις ευρωπαϊκές επιχορηγήσεις, βάζουν τους αλλοδαπούς να δουλεύουν κι αυτοί τα σπάνε στα μπουζούκια. Ουδέν αναληθέστερον τούτου.
Επειδή μερικοί κομματοδίαιτοι μεγαλο-τσιφλικάδες έκοβαν προ ετών την Ελλάδα στα δυο (με ποιό δικαίωμα;) όταν είχαν τελειώσει λόγω σεζόν με τις αγροτικές τους εργασίες, δεν σημαίνει οτι η ύπαιθρος ευημερεί.
Το κεντρικό Ελληνικό Κράτος (κοτζαπάχηδες των Αθηνών), φρόντισε απο ίδρυσής του να κλάσει τόσο την ύπαιθρο (ούτε περίθαλψη, ούτε εκπαίδευση, ούτε υποστήριξη της γεωργίας, ατταβιστική πείνα και των γονέων – μόνο παπά & χωροφύλακα διέθετε το κατάστημα) όσο και τις περιφερειακές πόλεις (τους έκοψε τα πόδια μετά το κάζο της διπλής πρωτεύουσας το 1916).
Συνεπώς, ακόμα και αλήθεια να ήταν πως οι επαρχιώτες – χωριάτες κλπ δημοκρατικές δυνάμεις, επιδεικνύουν πολιτική ανωριμότητα (βρε τί μας λές;) ξοδεύοντας χρήματα που δεν τους ανήκουν και δή παραπάνω απ’ όσα παράγουν, πέραν του γεγονότος οτι τούτο είναι κοινός τόπος τόσο στα χωριά όσο και στις πόλεις (Έλληνες είμαστε όλοι αφού), είναι και ανέντιμο δεδομένου οτι το ληστρικό Ελληνικό Κράτος (και η τάξη που το εκπροσωπεί), έβγαλε το μάτι στους χωριάτες (αφήνοντάς τους στο Μεσαίωνα της αμάθειας) και κατόπιν τους κοροϊδεύει που είναι τυφλοί...
Η βλαχοκυριλοσύνη, είτε εξ αντικειμένου (π.χ. Καγιέν στη Σκουφά κλπ), είτε εξ υποκειμένου (π.χ. τα σπάω σε σκυλάδικο κλπ) κρίνεται με μέτρο την χρησιμότητα του αξεσουάρ στον κάτοχο (το Κολωνάκι διαθέτει άσφαλτο προ πολλού – τί το θες το ρημάδι;) και με τον λόγο της πραγματικής οικονομικής ευμάρειάς του προς την διάθεση των χρημάτων του, (έχεις για το νοίκι σου και τα σκορπάς έτσι ρε φίλε;) αντιστοίχως.
Το κριτήριο όμως δεν είναι αντικειμενικό (δηλ. ποικίλλει αναλόγως της υποκειμενικής οπτικής του παρατηρητή) και ευφυώς κάνει λόγο ο Τζόνι για τα ολοκληρωτικά καθεστώτα, που κατέρρευσαν απο την αγνόηση της ίδιας της κυμαινόμενης ανθρώπινης φύσης «αντικειμενικοποιώντας» τις όποιες ανθρώπινες ανάγκες (;) με το στανιό.
Όταν μελετά κανείς ανθρώπινες συμπεριφορές, δεν δύναται να υποθέτει διάφορα (πόσω μάλλον να κρίνει και αποφασίζει) σε συνθήκες εργαστηρίου με το μικροσκόπιο, ούτε να τραβάει μια γραμμή προκειμένου να εξαγάγει πηλίκο και υπόλοιπο. Ψυχές είναι, όχι νούμερα!
Η διάδραση αυτής της κοινωνικής αντιπαλότητας έχει λίγο-πολύ ως εξής (οι όροι έστω σχηματικοί χάριν επιχειρήματος):
Έτσι, δεν μπορείς να κατηγορήσεις τον άλλον ως «κλέφτη», όταν ποθείς το ίδιο με αυτόν την θεμελίωση κατοχής αντικειμένων (μόνον για πάρτη σου). Απλώς αλλάζουν τα μέσα κτήσεως.
Η «πεφωτισμένη» αριστοκρατία μας τελείωσε όμως, και ο καλός βασιλιάς του παραμυθιού δεν προσφέρει πλέον την βεζυροπούλα ως αντάλλαγμα στις ανδραγαθίες, (ώστε να ονειρεύονται οι φτωχοί ένα καλύτερο αύριο και να το βουλώνουν προς το παρόν), αφού τα παιδάκια δε νανουρίζονται απο τις γιαγιάδες τους αλλά παίζουν play station. Για τους μεγάλους υπάρχουν και τα λαχεία.
Στην τελική, οι εσωτερικές & εξωτερικές αναταραχές της Ελλάδας των τελευταίων αιώνων, οδήγησαν σε φορσέ κοινωνικές αναμοχλεύσεις, ερήμην των θελήσεων της εκάστοτε μπουρζουαζίας. Κάθε μια ανερχόμενη ομάδα, είχε και πιο μπρούτες συμπεριφορές στην πρωτότυπη κτήση εξουσίας απο την προηγούμενη καθεστηκυία (όπως έκαναν οι προ-παππούδες της τελευταίας). Πώς να το κάνουμε δηλαδή;
Ιδίως στην Ελλάδα, είναι όχι μόνον εξαιρετικά γελοίο να διεκδικούν τάξη και πρωτόκολλο συμπεριφοράς δίκην κονκλαβίου οικογένειες με ελάχιστο χρονικό βάθος (οτι «ο παλιός είν’ αλλιώς» λες και είμαστε σε στρατώνα), αλλά είναι και εξόχως Μεσογειορθόδοξη (αλα-Γκρέκ) η αντίληψη του εσαεί περιορισμού κοινωνικής ανόδου των ατόμων, αφού αντιστρατεύεται την ίδια τη φύση, που υπαγορεύει την τάση για ανέλιξη. Η άνοδος αυτή, συνεπάγεται την τοποθέτηση της κλίμακας προ της ανάβασης αυτής καθαυτής, η δε ενδιάμεση κατάσταση παραμένει αναπόδραστα παρδαλjή...
Άστον Μάρτιν!
Σπήκερ ραδιοφωνικού σταθμού Τ.Ε.Ι. Ηρακλείου (90'ς): Παιδιά ο σταθμός είναι σοβαρός, δεν επιτρέπονται αφιερώειζ...
Τί λές τώρα !!!
Είναι και οι αδελφοί Χώστον Μπρος...
Λίγο πριν σκαρφαλώσουν στον κολοφώνα της δόξας, οι κουφάλες Lennon & McCartney έδιωξαν απ' το συγκρότημα τον ικανότατο ντράμμερ Pete Best με κάποια ευθηνή δικαιολογία (στην πραγματικότητα επειδή ήταν μορφονιός και τους έτρωγε τις γκόμενες) και προσέλαβαν τον Richard Starkey (Ringo), που ίσα-ίσα ήξερε να κρατά τις μπαγκέτες.
Άλλωστε κείνη την εποχή στο Λίβερπουλ έπαιζαν - δεν έπαιζαν ντράμς 5-6 άτομα όλα κι όλα (το σετ ήταν πανάκριβο).
Έγιναν διαδηλώσεις τότε στους δρόμους του λιμανιού απο φαν του αδικοδιωγμένου κρουστού, με το σύνθημα «Pete is Best» κλπ.
Όταν τα κονόμησε γερά το συγκρότημα (1962 και μετά) κι οι δημοσιοκάφροι άρχιζαν να σκαλίζουν το παρελθόν για να τσιμπήσουν κανα παραλειπόμενο, ανακάλυψαν τον καψο-Pete που είχε ανοίξει ένα συνοικιακό φουρνάρικο και την έβγαζε - δεν την έβγαζε.
Ο Pete μίλησε με απέραντη πικρία για τους πρώην φίλους του...
Έχω ακούσει Πόντιες μάνες να προσφωνούν τα παιδιά τους inter alia ως «ανάσα μου» ...
Μιλάμε για ρέντα!!!
Τζόνι, αν αναφέρεσαι στα σχόλια αυτού (τουλάχιστον) του λήμματος με την παράθεση «... καλή και η επίδειξη γλωσσομάθειας και ταξιδιωτικών εμπειριών ...», μήπως μπορείς να μας το κάνεις λιανά γιατί δεν το πήρα;
Είχα την εντύπωση οτι σε γενικές γραμμές, απο την εποχή της «Βαβυλωνίας» του Βυζαντίου μέχρι σήμερα έχει ομογενοποιηθεί (καλώς ή κακώς) όσο να' ναι η Ελληνική.
Στην Ιταλία ανα 50 περίπου χλμ αλλάζει εντελώς το ιδίωμα, οπότε μεταξύ ολόκληρων περιοχών π.χ. Πούλια - Λομβαρδία θα υπήρχε πλήρης ασυνεννοησία αν δυο άτομα αποφάσιζαν να μιλήσουν ο καθένας στην διάλεκτό του.
Το γνωρίζω γιατί τσιμπώντας ιδιωματικές ακόμα και αργκοτικές εκφράσεις δώθε-κείθε (χωρίς να γνωρίζω την εμβέλειά τους, γιατί καθένας Ιταλός που τις πρόφερε νόμιζε οτι ήταν το σωστό κι έτσι λέγεται παντού όπως στην περιοχή του), ανακάλυψα οτι πολλές φορές όχι μόνον δεν είχαν κανένα αντίκρυσμα σε άλλες περιοχές αλλά και ήταν τελείως ακατανόητες σαν ξένη γλώσσα (!)
Γάμησέ τα...
Τί διάλο, πλάκα με κάνουνε τα καρντάσια κάθε φορά που ανεβαίνω προς τα πάνω;
Λες να είναι Μοντυπαϊθονική φάση τύπου «Σύρμα! Έρχεται τουρίστας, λέγε ό,τι σου κατέβει να νομίσει οτι είναι ιδιωματισμοί» και μετά μεταξύ τους να μιλάνε κανονικά;
Γιατρέ μου, μικρός ποτέ μου δεν κατάφερα να μηδενίσω το Shinobi (τραύμα) και μεγάλος το' ριξα στο πιοτί...
Γκρρρ... Έχεις δίκιο (e vaffanculo)!
Α! Ο ιδιωματικό πληθυντικός χρησιμοποιείται και στην Αγγλική (π.χ. ένας γιατρός ρωτά εύθυμα how are we today; ή μια γειτόνισσα ειρωνεύεται τη μεγαλοπιασμένη φίλη της we' ve moved up in the world eh; = σήκωσε νερό το κουτάλι σου; κλπ) και στην Ισπανική (π.χ. Como estamos; = Πώς είμαστε;) και στην Ιταλική (π.χ. Andiamo al lavoro con la macchina come signori e; = Πάμε στη δουλειά με τ' αμάξι σαν κύριοι έτσι; - δε γουστάρουμε τα μέσα μαζικής μεταφοράς βλ. Un borghese piccolo piccolo M. Monicelli 1977) κλπ.
Έχω ακούσει τον τύπο «εμαγκεψάμεν;» ως ειρωνεία, βλ. «Λούφα και Παραλλαγή»:
(Παπαδόπουλος):
-Μήπως είδατε το Λάμπρου;
(Μαρλαφέκας):
-Εμείς δηλαδή δε σου κάνουμε;
(Παπαδόπουλος):
-Τον θέλω για μια δουλειά...
(Σαββίδης):
-Άλα εμαγκεψάμεν! Κάνουμε δουλειές και με το Λάμπρου τώρα;
Είναι δηλαδή 1ο πληθυντικό οριστικής Αορίστου Α΄ του υποθετικού αρχαίου ρήματος «μαγκεύω» με αναβίβαση του τόνου (κανονικά θα ήταν εμαγκέψαμεν) κόντρα στους κανόνες της Γραμματικής, για να προσδώσει περισσότερο ειρωνικό ύφος.
Η ιδιωματική χρήση του πληθυντικού αριθμού προκειμένου για ένα πρόσωπο, απαντάται και σε άλλες εκφράσεις της καθομιλουμένης όπως «τί κάνουμε; - καλά;» / «πουλάμε τρελλίτσα;» / «κάνουμε και τέτοια;» / «τί έχουμε;» κλπ
Πάντως το ρήμα μαγκεύω υφίσταται ως καθομιλουμένης χρήσης στην Δημοτική και σημαίνει «κάνω το μάγκα» (αντίστοιχο στα Ισπανικά το αυτοπαθητικό chulearse < chulo = νταβατζής / μάγκας / μπάνικο κομμάτι κλπ).
Ἢ ποιήσατε τὸ δένδρον καλὸν καὶ τὸν καρπὸν αὐτοῦ καλόν, ἢ ποιήσατε τὸ δένδρον σαπρὸν καὶ τὸν καρπὸν αὐτοῦ σαπρόν· ἐκ γὰρ τοῦ καρποῦ τὸ δένδρον γινώσκεται (Ματθαίος 12:33)
Μου αρέσει πολύ η καταχώρηση στα «Αθλητικά» (!)
Άλλωστε λέμε για την έμπειρη κλαριτζού, οτι το κατέχει το άθλημα...
Σωστό το τρελόπαιδο (ντελή-ογλάν)!
Οι προσφωνήσεις μωρή κυρία / κοπέλλα / κληρού / αγόρι / αγορίνα / μπόη / μπόιλερ κλπ είναι μάγκικες - ψευτογκεΐστικες του ναυτικού κι έχουν λημματογραφηθεί ως τέτοιες βλ. εδώ.
Δε μπορεί να μην ήταν κι ωραίο παιδί, αλλιώς θα ξέπεφτε στην κατηγορία ευαίσθητος νέρντ, νες πα;