Στο Manchester λένε τον ιδιωματισμό I got clattered (ήπια τον κώλο μου βλ. και pissed/shitfaced/wankered/locked/shattered/hammered/bollocksed κλπ)
[I]Αχός βαρύς ακούγεται πολλές ψωλιές επέφτουν,
μήνα σε γάμο ρίχνονται; Μήνα σε πανηγύρι;
Μηδέ σε γάμο ρίχνονται, μηδέ σε πανηγύρι,
Μον' η γυναίκα του Τζών Χόλμς ματώνει το ντιβάνι...[/I]
Δηλαδή το μαντηλάκι που έδωσε η θεά Λευκοθέα στον Οδυσσέα για να μην πινιγεί στις ακτές του νησιού των Φαιάκων, λέγεται κολυμπηθρομάντηλο; (φατούρο) Σιγά ρε παιδιά μη βαρούτε όλοι μαζί, όλοι θα βαρούσετεεε...
Σπέεεεεεκ! (Σημαία Ιαπωνίας χαχαχαχαχαχαχ)
Αμπά: Αν σ' ενδιαφέρουν εναλλακτικές προσεγγίσεις της ανατομίας, τσέκαρε το τρομερό «μπουτάρχιδο» του Τζήζα σε σχόλιό του στο λήμμα τελειωμενάδικο (!)
Αμ' ο Καφάσης με το ψαράκι;
Σχετικό και το «δεν έμεινε Χριστούγεννο».
Ευχαριστώ παίδες! :-)
Handsome!
Ιρον γάμησε!!!
Σχετικό μπαρμπαδίστικο εγκλέζικο ανέκδοτο (70'ς):
Ένας τυφλός περνάει μπροστά απο το ιχθυοπωλείο και λέει:
Morning girls!
Συναφείς παθήσεις συμπεριφοράς-λόγου η στερεοτυπία και η ηχολαλία, έτσι γιατρέ μου;
Είναι γενικώτερο φαινόμενο της ελληνικής η τροπή σε θηλυκό (εν προκειμένω με την κατάληξη -ιά) για οτιδήποτε κρίνεται σούπερ μπουένο π.χ. μπουφανιά, πουκαμισιά, παντελονιά, (βλ. και γραφειούμπα, αυτοκινητούμπα κλπ).
Περισσότερα για το αξιοπερίεργο σε λήμμα «την έχω» (σόρρι για την Α-λίνκη).
Κουφαλίτσα ;-)
Εμένα μου θύμισε πραγματικό διάλογο σε μπαρ των '80'ς.
Ως γνωστόν οι νεοέλληνες αρέσκονται στις παραγγελιές-χαρτούρες προς τους ντιτζέηδες, λές και βρίσκονται σε πανηγύρι.
Αν ο ντιτζέη υποκύψει, χτυπιούνται με την παραγγελιά τους «πώ! Τί έβαλε ο άνθρωπος;!» ενώ αν κηρυχθούν κλαστέοι, κάθονται ήσυχα στη γωνίτσα τους, ρουφάνε μερακλήδικα τη μπύρα και αργοκουνάνε το κεφάλι, επειδή ντρέπονται να χορέψουν.
Ακολουθεί διάλογος:
(1ος):
-Ρε φιλαράκι, βάλε μια γκαραζιά!
(2ος):
-Όχι-όχι, βάλε μια μεταλιά!
(Αφού του σπάσαν τα ούμπαλα, λέει ο ντιτζέη):
-Εγώ λέω να βάλω μια κλαπαρχιδιά...
Vikar's Eyes Only: Το «ξεσφουνιάστηκες» το έχω ακούσει μόνο στο κόντεξτ σφοδρού χεσίματος. Δεν ξέρω αν επεκτείνεται και επέκεινα του πρωκτικού output...
Aias' Eyes Only: Καλώς επέστρεψες πασάκα μου!
Αδιαβάθμητο: Καλή βδομάδα!!!
Βέλασμα αρχαία: Βληχή (πρβλ. αγγλ. bleat).
Κοίτα ο διάολος!
Ωραία κουβέντα!
Να συμπληρώσω έκφραση πάνω στον μπαμπαδισμό που αναφέρει ο έλεκτρον, χάριν καταγραφής:
Στη Νάουσσα Ημαθίας λένε «ξεσβερκώνομαι» = χέζω (βλ. και έκφραση «πήγες να ξεσβερκωθείς»;) κι επίσης τον κώλο τον λένε στα ντόπια και «σφούνι» (βλ. ρήμα ξεσφουνιάζομαι=ξεκωλιάζομαι).
Το αγαπημένο μου θέμα!
Ευτυχώς είχα εγκαίρως καφέ (θένξ του Χότζαινα)!
Πολύ καλή ανάλυση εκ μέρους πονηρού (5Χ2).
Συμφωνώ με εκδοχή Τζόνυ περί μετωνυμίας πάτου-γκόμενας.
Οι Ναΐτες τελετουργικά φιλούσαν ο ένας το κώλο του άλλου, για να ξυπνήσει το εσωτερικό μυθικό ερπετό Κουνταλίνι και ν' ανοίξει το τρίτο μάτι της ενόρασης (λέει)...
Αν και τους κατηγόρησαν παπόθεν για κωλομπαρδία για να τους αρπάξουν τα φράγκα, ίσως απο 'κεί να προέρχεται η έκφραση kiss my arse (ιρλανδ. pog ma thon).
Ο απηυθυσμένος είναι στην Μεσόγειο, το έσχατο δοχείο ή η οριστική κατάληξη απωλεσθέντος αντικειμένου (βλ. και «έπιασα πάτο» αλλά και αμερικ. shove it where the sun never shines)...
Άλλωστε ο πάτος ως βυθός αποδίδεται ανάγλυφα και στην έκφραση «κωλοβυθομέτρηση» (σχετική έκφραση στα Περουάνικα «quieres que te mida el azeite;» Να σου μετρήσω τα λάδια-εις βάθος)κλπ
Νομίζω υπάρχει διάδραση μεταξύ των: Πάτος-πατάκλα-πατσόλα-πατσαβούρα-σαβούρα-πατούρα-πατσούρα-πατσούρι-(μ)πατζούρι κλπ, όπου εμπλέκονται οι έννοιες πατσάς-κοίλα/πάτος-ώνω/ιταλ. spazzatura (σκουπίδι)-zavorra (έρμα πλοίων) κλπ.
Παμπάλαιες λημματογραφημένες αργκοτικές εκφράσεις: «Ρίχτα στον πάτο σου», «της θειάς σου ο πάτος γαρούφαλλα γιομάτος» κλπ.
Απο τον Αίαντα εν τω παρόντι ακούω (δηλ. βλέπω) την ενδιαφέρουσα βαριάντε «πατέκλα». Πότε και ποιοί το έλεγαν γιατρέ μου;
Μήπως θυμάσαι την έκφραση «μολυβήθρα» = κώλος (ίσως παραφθορά του κωλυμπήθρα);
Μια κι έρχεται καρναβάλι αφιερώνω σε όλη την κομπανία το «εις τον αφρό-εις τον αφρό της θάλασσας, η αγάπη μου-η αγάπη μου κοιμάται, παρακαλώ σας κύματα τον πάτο να της πάρτε»!
Καλό Σαββατόβραδο ;-)
Παλιότερα (προ 100καιβάλε ετών) αναφέρονταν ο κοσμάκης στο Κράτος ως «Ρωμέηκο» π.χ. ήλεγε «βούλιαξε το ρωμέηκο».
Έχεις δεί τί πίνουν οι Γιαννιώτες; Άααατα...
Τί γαμώ τα μήδια!!!
Γνωστό κείμενο:
Πάει ο τύπος στο φούρναρη για ψωμί.
1η μέρα:
-(τύπος): Μισό κιλό πολυτελείας
-(φούρναρης): Πάρε την τυρόπιτα, θα με θυμηθείς...
-(τύπος): Δε θέλω τυρόπιτα, ψωμί θέλω!
-(φούρναρης): Καλάαααα....
2η μέρα:
-(τύπος): Μισό κιλό του λαδιού
-(φούρναρης): Πάρε την τυρόπιτα, θα με θυμηθείς...
-(τύπος): Δε θέλω τυρόπιτα ρε χριστιανέ μου, μπαα!
-(φούρναρης): Καλάαααα....
3η μέρα:
-(τύπος): Μισό κιλό χαρακωτό
-(φούρναρης): Πάρε την τυρόπιτα, θα με θυμηθείς...
-(τύπος): Άντε, δώσε μια τυρόπιτα, αφού λύσσαξες πια!
Τραβάει μια δαγκωνιά, κοιτάζει το φούρναρη και φωνάζει «Θανάση! Ρε ψυχή πού χάθηκες»;
below job...