(Εγώ στην κοσμάρα μου...) Κατά το τσούγκρισμα δε των αυγών μετά το Χριστός Ανέστη, έαν τις σπάσει το αυγό σου από την κορυφή συνήθως ακούγεται και το «γύρνα κώλο» δλδ να σου σπάσει και τον πάτο, λέμε τώρα ...
Φοβερό! Και συνήθως λέμε και το «ήρθε ο μαλάκας πατητός και με γάμησε» Και φυσικά λέμε και το «τσουγκρίζω» αντί για το «συγκρούομαι» ωσάν αυγό...
Μην ξεχνούτε και το κορυφαίο γάμησέ με / μας. ΟΚ;
Τζάμπα-ζεις...
και του δοντιού θα έλεγα από λιγδοκοκόρετσο...
Όπως και το «χαριτωμένο» ως απάντηση στο «κουκλάκι δεν είναι το παιδάκι μου;»...
Από Τριαντάφυλλο
μεσήλικας ο: άνθρωπος πενήντα ως εξήντα χρονών περίπου· (πρβ. μεσόκοπος). [λόγ. < ελνστ. μεσῆλιξ, αιτ. -ικα]
Από την άλλη, και ένα μπλε δεν κάνει κακό και για τους ντέρτι-σάμθινγκ, όπως έχω ακούσει βέβαια...
αρχίδια καράτε
(χάιιιι-γιά, γουυυυυ-τσάκ, σμπαρακουάκ, άαααααχ!)
Αυτό που θυμάμαι από τα Ισπανικά είναι τo:
- Hola!
- Hola caracola!
- Hola caracoño!
Εν συντομία δλδ «αρχίδια γαμάει»;
Παλαιότερα το τσαπονυχο λεγόταν απλά «μανικιούρ» όπως «μανικιούρ άφησες ρε Λάκη»...
Ο Edika μάλιστα έδινε τον ήχο του πισωκολλητού ως σλίκα-σλίκα-σλίκ.
Nα συμπληρώσω ότι στην συγγενική σχέση των «μπατζανακιων» συγκατελέγεται και ο συνδυασμός τις σύνγαμβρων διαφορετικού φύλου, ήτοι το αρσενικό γένος διαφεντεύει και την γλώσσα. Ώπερ, θα μπορούσε να εφαρμοστεί και σε bi καταστάσεις ανεξαρτήτου του φύλου τον εμπλεκομένων στο προαναφερθέν τρίγωνο, τετράγωνο ή τραπέζιο. αατα
Μία ακόμη γείωση που ακολουθεί το όχι τινός είναι το «οχιά» αλλά και το «οχιά κι απόχη».
Θα παρακαλούσα να προστεθεί στην λίστα, αν γίνεται, και να μην με γράψετε στις ωοθήκες σας όπως πριν τέσσερα σχόλια! ;-)
Ζεν γαμείς ψηλά καπέλα με παπούτσια ελβιέλα; που λέν και στο χωριό μου!
Δύο επισημάνσεις:
Buffone στα ιταλικά είναι ο γελωτοποιός του παλατιού, ο joker δλδ. Χρησιμοποιείται στα Ιταλικά αλλά και σε άλλες γλώσσες με αυτή αλλά και την έννοια του καραγκιόζη, του αστειάτορα και του παλιάτσου .
Πολλά από τα κόμικ της δεκαετίας του Εβδομήντας ήταν μεταφράσεις από την Ιταλική.
Σημείωσις διά τον όρον τσαμάκιασε του ορισμού:
εκ του απίθανου ρήματος τσαμακάω / τσαμακιάζω που προέρχεται από εκφυλισμό της μορφής «τ'αμάκιασε», νταρνάκικο με ετυμολόγηση από το αμάκα - δείτε εκεί για πιό πολλες πλεροφορίες.
Περί ουισκιού σλάνγκιος ο λόγος!
Να προσθέσω:αγιασμός, πέρδικα, καραουισκάκι, Διακόσιες Πίπες, νταμιζάνα, σκατς, σκωτσέζος, νερό της φωτιάς, ξίου, αλλά και νερό με γεύση, μπόμπα, ποτό με αρχίδια, και πολλά άλλα!
;-)
Στο παράδειγμα 2 ο γέροντας μπορεί να αποκαλεσθεί και καβατζόπουστας...
όπως λέμε δλδ, εκπαύλου;
Κάτι σαν τα επίθετα σε -ιου (όχι ίου βεβαίως). 'Ωπερ το «πλουσίου» μπορεί επίσης να πηγαίνει στο «παιδί πλουσίου»...
Ψιλό- ή ψηλο- / ψωλό- π.χ.;