Η έκφραση συνηθίζεται να γράφεται χιουμοριστικά σε όλη την Ελλάδα ψευδοαγγλιστί ως «Sboud some» ή κάτι παρόμοιο.
Τον ορισμό τον έχω εισάγει εδώ και καιρό ως «κρεμάει». Είμαι καλό παιδί και ακόμη καλύτερο σλανγκιστής.
Στην Αγγλική το είδος αυτό ονομάζεται speedo (από την ομώνυμη μάρκα μαγιό). Ο συμβολισμός του όμως παραμένει ίδιος.
Το αντίθετό του είναι το «κρέμασμα». Π.χ: «Όταν είμαι κάτω από 5.000 στροφές η τετάρτη μου κρεμάει».
Ωστόσο, η έκφραση μπαγιονέτ, παρότι η λέξη μπαγιονέτα ήταν πολύ συνήθης παλαιότερα στην Ελλάδα, μιας και οι ξιφολόγχες χρησιμοποιούνταν ευρέως στο στρατό, δε χρησιμοποιήθηκε ποτέ στην πιάτσα για να δηλώσει τον γκέυ. Φαίνεται ότι πρόκειται για πιο πρόσφατη έκφραση που συνδέεται άμεσα με τις λάμπες τύπου μπαγιονέτ, κοινότατες στις μεταπολεμικές δεκαετίες.
Η έκφραση «μπαγιονέτ» προέρχεται από τη Γαλλική λέξη bayonet που σημαίνει εν γένει η ξιφολόγχη του τουφεκιού και πιό ειδικά η βιδωτή ξιφολόγχη που εφαρμόζει (όπως ακριβώς και οι σύγχρονες λάμπες τέτοιου τύπου) στην κάνη και το στόχαστρο περιστροφικά. Η σεξουαλική παρομοίωση σαφής.
Παράβαλε επίσης: γκομενοφύλακας
Αναζητήστε στο υπέροχο αυτό μύδι το έια-έια αλαλά, την κραυγή μάχης των Μελανοχιτώνων.
Fiacco: ο τεμπέλης, ο μαλθακός, ο κουρασμένος στα Ιταλικά (από το ρήμα fiaccare). Ο ελληνοποιημένος τύπος απαντάται στο θεατρικό έργο «Ο Φιάκας» του Κων/πολίτη Δ. Μισιτζή από τα τέλη του 19ου αι.
Σπεκ στο Hodja!
Θα διαφωνήσω ότι οι ορισμοί πρέπει να είναι και χρονογραφήματα-άρθρα. Νομίζω ότι κάτι πιο ελαφρύ και σύντομο θα ήταν αρκετό. Δε νομίζω το slang να είναι μπλογκ ανταλλαγής πολιτικών απόψεων. Όσο για το λήμμα, πολύ καλό και εύστοχο.
Χωρίς να μπορώ να το επιβεβαιώσω, ξέρω ότι από το Μεσαίωνα ήδη η κραυγή «κούρβα» ήταν η πολεμική ιαχή των Σέρβων.
Ακομπανιαμέντο: συγχορδία που συνοδεύει ρυθμικά μια μελωδία γενικά, η συνοδεία ενός σολίστα, από το Ιταλικό accompagnamento= συνοδεία.
Ω, θεέ μου! Η χειρότερη παρετυμολογία ever...
Και τί σχέση έχουν οι ορδές του Ιμπραήμ με τα Αχλάδια και τον Κάμπο;
Μιλώντας για τον Αχαλαδόκαμπο θα παραθέσω την ετυμολογία της λέξης σύμφωνα με κάποιους γηγενείς: ο Αχλαδόκαμπος δεν έχει καθόλου αχλαδιές αλλά μόνο ελιές. Έτσι, κάποιος που το παρατήρησε αυτό παλιά είπε «Αχ! Λαδόκαμπος!»
Μαρμάρα είναι η στείρα προβατίνα, τουλάχιστον στην Ήπειρο. Τυχαίο; Δε νομίζω.
Ευχαριστώ!
Δεν έχω πρόχειρο το βιβλίο του Α. Ορλάνδου «Η ξυλόστεγος παλαιοχριστιανική βασιλική της μεσογειακής λεκάνης» αλλά είαμι σίγουρος ότι έχει πλήρη κατάλογο των αναφορών. Το θέμα είναι πώς ένας τόσο λόγιος όρος και μάλλον άχρηστος από ένα σημείο και μετά πέρασε στη λαϊκή γλώσσα.
Σύμφωνα με άλλες πηγές το κιβώριο-κιβούρι-keber προέρχεται από το Μεσαιωνικό Λατινικό cibōrium, το οποίο με τη σειρά του προέρχεται από το Ελληνικό κιβώριον που πιθανότατα έχει Αιγυπτιακή ρίζα. Φυσικά είναι πολύ πιθανό η Εβραϊκή λέξη να έχει την ίδια ρίζα με την Αιγυπτιακή.
Οι πρώτοι που χρησιμοποιήσαν κιβώρια ήταν οι Ρωμαίοι για να καλύπτουν σημαντικά αγάλματα αλλά κυρίως τάφους. Από εκεί το πήραν οι Χριστιανοί, οι οποίοι καλύπταν τους τάφους των μαρτύρων τους, που αποτέλεσαν φυσικά την απαρχή της Αγίας Τράπεζας. Έτσι συνδέεται η έννοια του τάφου-κιβουριού με την έννοια της Αγίας Τράπεζας, όπως πολύ σωστά γράφεις.
Κιβώρια υπάρχουν και άλλα σε εκκλησίες της Δύσης, αν και νομίζω ότι της Καταπολιανής είναι το παλαιότερο που επιβιώνει.
Να προσθέσουμε και κάτι για την προέλευση της λέξης από το Ιταλικό contrabbando: contra-, εναντίον (από το Λατινικό contrā) + bando, νομική διακήρυξη (από το ύστερο Λατινικό bannus, Γερμανικής προέλευσης)
(http://www.answers.com/topic/contraband)
Το επίθετο Babuin απαντάται στη Βόρεια Ιταλία (Φρίουλι), παρότι και στα Ιταλικά η ίδια λέξη παραπέμπει στο ίδιο πρωτεύον θηλαστικό.
Για να είμαι δίκαιος την έκφραση την άκουσα πρώτη φορά στη «Θηλυκή Εταιρεία» του Περάκη, όταν ο Χειλάκης καλοσώρισε με νάζι τη Σόφι Ζανίνου με το ανάλογο μαλλί ως «Καλώς και τον Λάιον Κίνγκ...».
Οι Αυστριακοί ποτέ δεν πάτησαν πόδι στο Βόλο σε κανέναν πόλεμο, αλλά αυτό δεν έχει και τόση σημασία. Θεωρώ πιο λογική την εξήγηση για τον πόλεμο του 1897, οπότε και η Αυστρία ήταν αναγνωρίσιμη δύναμη, αλλά χρειάζεται κάποιος να προσθέσει κανονικές ιστορικές πληροφορίες περί αυτού.
Να σχολιάσω ότι δεν μπορούσαν να σηκώσουν Αυστριακές σημαίες οι Βολιώτες στους Γερμανούς γιατί απλώς δεν υπήρχε πια Αυστρία το 1941 (βλ. ένωση με τη Γερμανία το 1938). Η εκδοχή που έχω ακούσει εγώ έχει να κάνει με τον Ελληνοτουρικό Πόλεμο του 1897, οπότε και ο Βόλος καταλήφθηκε πρόσκαιρα από τους Τούρκους και τότε οι Βολιώτες, φοβούμενοι φυσικά αντίποινα και βιαιοπραγίες των Τούρκων, σήκωσαν αυστριακές σημαίες.
Θα προσθέσω ότι και την Ήπειρο απαντάται η ίδια έκφραση ως ντάγκαρ'-ντάγκαρ' που σημαίνει ανέμελα, χωρίς ιδιαίτερο ρυθμό και χρησιμοποιείται για να περιγράψει περπάτημα και γενικά πορεία.
Η λέξη προέρχεται από το τουρκικό beden που σημαίνει όγκος, φόρμα, σύνολο. Η ελληνοποιημένη λέξη μπεντένι απαντάται σε πολλές περιοχές και συχνά σημαίνει την οχύρωση (τάπια), καθώς και οποιοδήποτε τοίχο και κτιστή κατασκευή.