Στο μύδι στη μέση είναι ο Χασάν που πάει με το νόμο;
Στους παπάδες οι απόψεις διίστανται. Συνήθως ο τιμώμενος (μελλόνυμφοι, ευτυχείς γονείς, οικογένεια του μεταστάντος) θέλουν να τα πει «όλα τα γράμματα» ο παπάς, το υπόλοιπο εκκλησίασμα όμως το εκτιμά ιδιαίτερα όσο περισσότερο τα μασάει.
Τέσπα, κάλλιο ζωντανός και κασιδιάρης παρά νεκρός και μαλλιαρός. Μετά τη νέκρα δηλαδή, ποιος νοιάζεται για την κασίδα;
Κορυφαίο λήμμα. Στο θέμα εντρύφησε η Susan Meiselas στο άλμπουμ της Pandora's Box, εδώ απ' όπου μπαίνω στον πειρασμό ν' ανεβάσω μερικά μηδάκια.
Ερασιτέχνες γλωσσολόγοι. Είναι το χόμπι μας. Πειράζει;
Υπήρχε ένα παιχνίδι παραλλαγή του κουμκάν, το εφταράκι. Δεν το έχω ξανακούσει από τα παιδικά μου χρόνια και μετά, το παίζαν οι γονείς μου, όχι οι δικές μου παρέες. Όποιος καιγόταν έβαζε φέσι -που στο κουμκάν λέγεται καπέλο- δηλ. χρεωνόταν ένα ποσό, στάνταρ ή ανάλογο προς τους πόντους που έπαιρνε, και ξανάμπαινε στο παιχνίδι με τους πόντους του καλύτερου =με τους λιγότερους πόντους. Η παρτίδα τελείωνε όταν καιγόταν και ο τελευταίος και πλήρωνε αυτός που είχε βάλει τα περισσότερα φέσια. Οι οικονομικές έννοιες του όρου μάλλον από κει προέρχονται.
Την πορνεία πολλοί γέροι ηγάπησαν τον πορνόγερο ουδείς. (Μαγκιά του;)
Και βέβαια στα πάθη της στρατιωτικοποίησης - στρατικοποίησης - στρατοποίησης - αποστρατικοποίησης.
Ψηφίζω Τασούλα και Κικίτσα. Είναι σούπερ σέξυ και έχουν ένα άρωμα από φρεσκοκομμένο χορτάρι και αγριολούλουδα. BTW η Κικίτσα μου θυμίζει και τη γιαουρτόπιτα της κας Κικίτσας στο Μονοδένδρι και ως γνωστόν ο έρως περνάει από το στομάχι.
Διαβολή είναι το ορθό. Διαβάλματα το νεόκοπο και εσφαλμένο, μέχρι που με την πολλή χρήση να γίνει και σωστό. Χρησιμοποιείται όχι μόνο προφορικά, αλλά κατά κόρον και γραπτά όπως βλέπεις από τα παραδείγματα.
Το Φεβρουάριο 1988 ο Ανδρέας Παπανδρέου και ο Τουργκούτ Οζάλ υπέγραψαν στο Νταβός συμφωνία , που δεσμεύει ως σήμερα Αθήνα και Άγκυρα, να απέχουν των ερευνών στα διεθνή ύδατα του Αιγαίου μέχρι να επιλυθεί το ζήτημα της υφαλοκρηπίδας των δύο χωρών. Λίγους μήνες αργότερα ο Ανδρέας Παπανδρέου έκανε την αυτοκριτική του για τη συμφωνία αυτή, με τη λατινική φράση «mea culpa». Λιγότερο γνωστή παραμένει η δήλωση του Οζάλ «βάλαμε χέρι στο βυζί, δέξου μουνί μαντάτα».
Γιατί δηλαδή τι έχουν οι γκόμενες στο μήδι 1;;;
Αβέρωφ, Ευάγγελος: Γεφύρωφ (για την εμμονή του σ’ όλη τη διάρκεια της χούντας να έχουν οι πολιτικοί, του ιδίου με αυτόν φυράματος εννοείται, γέφυρες επικοινωνίας με το καθεστώς)
Γαρουφαλιάς, Πέτρος: γάλα με ανθρακικό
Κανελλόπουλος, Αθανάσιος: κοντός
Μαρκεζίνης, Σπυρίδων: Σπυριδούλα
Παπαγεωργόπουλος, Βασίλης: Βάσιπαπ, Ατσαλάκωτος
Παπασπύρου, Δημήτριος: παλάντζας
Στο Πανεπιστήμιο τον καθηγητή μας το Βενιζέλο τον αποκαλούσαμε Πόρκυ.
Δαμανάκη Μαρία: Δαμουνάκη Μαρία.
Τζαννετάκης Τζαννής: Βραχιολάκης.
Το έτυμον της σλανγκικής εκδοχής ανάγεται, νομίζω, στα αλήστου μνήμης κασετοφωνάκια, που αργά ή γρήγορα άρχιζαν να μασάνε τις κασέτες, ή μάλλον να ρουφάνε τις μαγνητοταινίες μέσα από τις κασέτες και να τις μασάνε, τουτέστιν να τις καβουρδίζουν. Μετά από την εδραίωση του όρου στη γλωσσική σλανγκική συνείδηση ακολούθησε η επέκτασή του στα οχήματα, μάλλον λόγω του μεγάλου θορύβου που παράγουν οι προβληματικοί κινητήρες και παραπέμπει, ομοίως, στο καβουρδιστήρι.
Γείωση: μπιμπίκια!
Και: σου δίνουνε τσιμπούκι, το θέλεις και φαφούτικο.
«Η ύπαρξη οικισμού εντός των ορίων του σημερινού Δήμου Κορδελιού-Ευόσμου χρονολογείται ήδη από τις αρχές του 17ου αιώνα. Ο οικισμός αυτός, γνωστός με το όνομα Χαρμάνκιοϊ (τουρκ. Harman köy: χωριό με αλώνια, αλωνότοπος), ομώνυμος του εκτενούς οθωμανικού τσιφλικιού, βρισκόταν δίπλα στον οδικό άξονα που οδηγούσε προς τον κάμπο της Θεσσαλονίκης-Βιτωλίων (Μοναστηρίου). Κατοικούνταν αρχικά από λίγες οικογένειες γηγενών (32 οικίες στα τέλη του 18ου αι.)». εδώ
Λοιπόν, εδώ το πράγμα χρήζει περαιτέρω έρευνας. Κατ’ αρχήν το τουρκικό harman σημαίνει το θερισμό στην πιο πλατιά του έννοια (δηλ. θερισμός, συγκομιδή, ώριμα στάχια, αλώνι). Έχει όμως παράλληλα (στην τουρκική) και την έννοια του μείγματος, αναφερόμενο μάλιστα ειδικότερα σε μείγμα αποξηραμένων, κονιορτοποιημένων φύλλων (καπνού, τσαγιού κλπ.). Στην ελληνική χρησιμοποιείται επίσης με την έννοια αυτή. Λιγότερο τώρα απ’ ό,τι πριν 30 χρόνια -θυμηθείτε τη διαφήμιση «με το χαρμάνι του παλιού άσσου», αυτό πάει τώρα διότι υποκαταστάθηκε από το american blend-. Χαρμάνι όμως λέγεται και το μείγμα του τσιμέντου, του πηλού, δηλ. απ’ ό,τι καταλαβαίνω οποιοδήποτε μείγμα παρασκευάζεται σε παχύρευστη μορφή που προορίζεται να πήξει, σε οικοδομικές εργασίες και υλικά(εδώ). Και η ονομασία χαρμανιέρα αναφέρεται σε μηχανήματα ανάδευσης α) των οικοδομικών μειγμάτων, β) των σιτηρών(εδώ). Τρίτη σημασία στο τουρκικό harman, είναι «ψιλοφτιαγμένος με χασίς». Ενώ λοιπόν με την έννοια του μείγματος η τουρκική λέξη έχει μεταφερθεί στην ελληνική με την ίδια σημασία, με την έννοια του φτιαξίματος έχουμε μια περίεργη αντιστροφή. Όποιος γνωρίζει, ας ομιλήσει.
Θα ήθελα να προσθέσω τον αχιλλόβιο, δηλ. το θαμώνα της καφετέριας ΑΧΙΛΛΕΙΟ στη Θεσσαλονίκη, τη 10ετία του 70 και αρχές του 80. Το οποίο υπάρχει ακόμη και σήμερα, ανακαινισμένο δυο τρεις φορές από τότε, αλλά την εποχή εκείνη ήταν στις μεγάλες δόξες του, φιλοξενώντας αυτό που λίγο αργότερα θα διαμορφωνόταν ως ο «χώρος» και θα μετακόμιζε κατά Ντορέ και Σελήνη μεριά. Δεν ήταν το μοναδικό παραλιακό στέκι, ωστόσο είχε την ιδιομορφία να είναι κάτι ανάμεσα στα καφενεία (όπως το Ματζέστικ και το Αιγαίο, και λίγο αργότερα και ο Θερμαϊκός) και τις καφετέριες, που ήταν σαφώς πιο κυριλέ, και οι πολυθρόνες τους ευνοούσαν περισσότερο το βούλιαγμα και την αποχαύνωση παρά τις ζωηρές συζητήσεις που λάβαιναν χώρα στο Αχίλλειο. Ενώ στα καφενεία συμβίωναν οι νέοι με τους παραδοσιακούς θαμώνες μεγαλύτερης ηλικίας που πήγαιναν και για χαρτάκι και τάβλι, και οι καφετέριες απευθύνονταν στα τσινάρια, το Αχίλλειο ήταν το κατ’ εξοχήν στέκι των αλτερνιών της εποχής τους (με γιούνισεξ έννοια). Όπου μπορούσαν να καθίσουν δέκα σ’ ένα τραπέζι, να παραγγείλουν μόνον έναν τούρκικο καφέ (άντε, δύο...) και να την αράξουν για πολλές πολλές ώρες. Δείγμα κι αυτό άλλης εποχής και άλλων ηθών, όπου το κατάστημα αναγνώριζε, εκτιμούσε και σεβόταν το αραλίκι του πελάτη. Το Ματζέστικ και το Αιγαίο πάλι, ήταν περισσότερο φρικουλέ, ενώ το Αχίλλειο έφερνε πιο πολύ προς το κουλτουριάρικο. Όπως και να’ χει το πράγμα, είτε χάρη στην ομοιογένεια της πελατείας του, είτε απλώς και για λόγους ευφωνίας, η έκφραση που επικράτησε ήταν ο αχιλλόβιος (και όχι ματζεστικόβιος, ούτε βέβαια και αιγαιόβιος). Επιφανείς αχιλλόβιοι ήταν ο Αρκούδος και η Σκούπα (και όχι μόνον, αλλά αυτούς θυμάμαι).
Προτείνω το μήδι για όσκαρ.
Στο «Και με το φως του λύκου επανέρχονται», που διαδραματίζεται κάπου μεταξύ Βισαλτίας Σερρών και Βόλβης, η Ζυράνα Ζατέλη αναφέρει ότι το σιχτίρ πιλάφι ήταν το γλυκό που σερβιριζόταν στους μουσαφιραίους, όταν η βίζιτα έπρεπε να φτάνει προς το τέλος της. Κάτι παρόμοιο δηλαδή με το σερβιτόρο που έρχεται στην ταβέρνα όταν είναι ώρα να τα μαζεύουμε και ρωτάει αν θέλουμε γλυκάκι. Άρα ο ευγενικός τρόπος για να ξαποστέλνουμε το μουσαφίρη. Η συνταγή για το σιχτίρ πιλάφι εδώ.
Εξαίρεση: ο Τουρκαλάς.
Εντάξει, η επιχειρηματολογία υπέρ του «η» είναι τεκμηριωμένη. Προσπαθώ ν' ακολουθώ ό,τι φαίνεται ως κρατούσα παρά τοις φιλολόγοις μας γνώμη γιατί ο πλουραλισμός των απόψεων περί ορθογραφίας πλάι πλάι με μια ευρέως διαδεδομένη ανορθογραφία τα μπερδεύει τα πράγματα ακόμα περισσότερο.
Ωραία, τό'πιασα, ευχαριστώ.
Ω συγγνώμη, δεν είμαι και τόσο επιμελής στην αναδίφηση του προχείρου. Και ποιος είναι ο περήφανος πατέρας;
Μερσί!
Που να φας τα μυαλά σου σαλάτα, που θα'λεγε κι ο Hannibal Lecter.