Οπότε ας ξαναμπεί και ο τύπος γκράδα στον ορισμό. Να προσθέσω και το υποκοριστικό γκραδάκι που είχα πετύχει σε κάποιο κείμενο, κάπου, κάποτε (χε χε Αϊρον).
Αλλη φορά να πηγαίνεις εκδρομή :-P
Αϊρον, γούγλισα τη φράση «γέρος με τη γρα του», και δίνει όντως «γρα» ως ενικό, σε διάφορα σάιτ. Βαριέμαι να λινκάρω όμως...
Ναι.
Ντρέπομαι να την αναπαράγω εδώ, αλλά προσέξτε την τελευταία φράση του 4ου μηδιού και την τεράστια διαφοροποίηση του νοήματος που προκύπτει από μια μικρούλα αντιμετάθεση των λέξεων «μας» και «θα».
Αυτή είχ' ερθεί στο χωριό μας και συφώνησε δουλειά στον νταϊφά του Κακουρέλλη με μιά συμπατριώτισσά της μαζί. Ένα λαδικό σουρωμένο σαν τ' αδειανό το λιοπούγγι που βάζουν τις ελιές για προσφάγι οι ξοχάρηδες. Μ' όλα τα χάλια της αυτή η γριά έβαφε σαν μουτσούνα τα μούτρα κι έβαζε κινά στα μαλλιά που τάκανε αλλού καφεδιά κι αλλού κόκκινα.
Σ. Μυριβήλης, Η Ζωή εν Τάφω.
Ααααπ σι σβέρκουσα πλί μ'. Για τήρα κει στουν ταγματαλjήτ'τι μο 'γραφες τότενες...
(κατά το παλιό ανέκδοτο; Εφκαριστώ ντεν τα πάρω, μπλιαξ)
(Ρε α παράτα μας. Αλλαντικά δεν είναι εκείνα τα κρεατένια μακρουλά κυλινδρικά;)
(ωχ κι είχα κανονίσει με παρέα να πάμε σε μπυραρία αύριο)
Ναι, ποιός ξέρει τι τους ποτίζουν εκεί στις κλασικές σπουδές...
Στη θέση σου θα τελείωνα μ' εκείνο το δικτατορικό το συντομότερο...
Παλιά η συνήθεια αίτησης αδείας εξόδου από άσχετους, παλιές και οι ρίζες της φράσης.
[I]Επάνω εις εκείνην την ομιλίαν ήλθον ο Δεκανεύς Χρήστου και ο Υποδεκανεύς Φριδερίκος. Οι Κύριοι αυτοί είχον ζητήσει άδειαν από τον τοίχον της αυλής του στρατώνος, όστις, επειδή ήτο πολύ χαμηλός, τους επέτρεπε να πηδήσουν εις τον δρόμον [...]
Ο Κύριος Υπασπιστής επήγαινε να επιθεωρή τους σκοπούς, ή να κυνηγή τους λαμβάνοντας άδειαν από τον τοίχον του στρατώνος.
Οι κύριοι Υπαξιωματικοί [...] ανεφέρθησαν εις τον τοίχον του στρατώνος [...] και ευρέθησαν εις το προάστειον.[/I]
Η Στρατιωτική Ζωή εν Ελλάδι (1870)
Δε γκζέρω αν ισχύει, έγραψα ότι η συσχέτιση που κάνει ο κόσμος είναι παλιά.
Πολύ παλιά η συσχέτιση καβλόσπυρων και αγαμίας / μαλακίας.
Ο Σκαρλάτος Βυζάντιος στο Λεξικό του (1835) τα καταγράφει ως εργενλήκια.
A vos ordres, Madame.
Βδγ, θυμάται κανείς από πού ήταν εκείνη η κόσμια αναφορά στο λήμμα : «Για κάθε σπαθί υπάρχει ένα θηκάρι» ; Μάλλον από τη Ζωή εν Τάφω του Μυριβήλη πρέπει να είναι...
Τι να σου πω, μάλλον. Κι εγώ ο απερίγραπτος πήγα και το δάνεισα και δεν το ξανάδα...
Εγώ πάντως έχω εξ αρχής δηλώσει και με τα 11 γράμματα του νικ μου ότι δεν είμαι άνθρωπος, πόσω μάλλον σοβαρός. Αρα δεν αναφέρεσαι σε μένα :-P
Ποιό σουαρέ, το ευχαριστώ ή η κατάρα;
Αναφέρεται και σε παλιό μουρμούρικο:
Τρεις νεκροί και δυό στον τόπο
και στους άλλους φαερόπο.
Πάντως η λημματογραφούμενη θήκη διασώζεται και στην Κύρου Ανάβαση:
Οι πρόγονοί μας οι παλιοί άνθρωποι ήταν βαρβάτοι
που χρόνια εγαμούσανε απάνω στο κρεβάτι.
Επέφτανε μωρά παιδιά και σηκωνόνταν γέροι
και που και που την παίζανε και λίγο με το χέρι.
[...]
Πουτάνες, ψωλοθήκαρα και ψωλοπιπιλίστρες,
ψωλομαζώχτρες, πούστηδες και ψωλοστραγγαλίστρες
Κλείσετε πιά το στόμα σας κι ανοίξετε τ' αυτιά σας
βουλώσετε τους κώλους σας και τα παχιά μουνιά σας
[...]
Από μνήμης, από την Νεοελληνική Αθυροστομία της Μ. Κουκουλέ.
Ρε άει σαπέρα :-P
Τουρκ. maymuncuk (μαϊμουδάκι)= αντικλείδι.
Εγώ να προσβάλλω τσι κάτηδες; Μαύρο σκυλί να με φάει...
Καλά ε, υποκλίνομαι. Λίγα λήμματα έχουν τόσο γαμάτα στολίδια !
Ωραία Βικ, άψογος. Και τώρα που το μήδι ανέβηκε, τσάκω τη βούρτσα και σκούπισε ταις γατότριχαις από το λήμμα μου :-P
Του βασιλιά το φουαγκρά / ποτάμια αίμα με τον γκρα.