Τὸ ἴδιο ψευδώνυμο χρησιμοποιοῦσε καὶ ὁ ποιητὴς Νῖκος Σαραντάκος, παπποῦς τοῦ Νίκου Σαραντάκου, ποὺ γράφει κι ἐδῶ μὲ τὸ ψευδώνυμο sarant.
Καλῶς ὥρισες κι ἐσὺ.
Ἑνδιαφέροντα καὶ τὰ δικὰ σου γραψίματα.
Καὶ μιὰ μικρὴ διόρθωση: Ἡ σωστὴ γραφὴ στὰ τούρκικα εἶναι tulumbacı.
Σούλτω, εὐχαριστῶ (ἔστω καὶ καθηστερημένα, γιατὶ ἤμουν στὰ Θερμιὰ) γιὰ τὸ ἀπντέη.
Ἀπ' ὅ,τι φαίνεται, ἡ φουσκομαΐδα πάει πολὺ πίσω στὸ χρόνο.
Ὁ ἐξαίρετος φιλόλογος Χρῖστος Δάλκος γράφει, μεταξὺ ἄλλων, σὲ ἄρθρο του ποὺ δημοσιεύτηκε στὸ τεῦχος 31 τοῦ περιοδικοῦ "Ἀντιφωνητής":
"Τό «προελληνικό» θεωρούμενο σῦκον, λατ. ficus, παραβαλλόμενο πρός τά ν.ἑ. φοῦσκο, φούσκα, φοῦσκος, σφοῦγγος, σφόγγος, φουσκωτός (= τό ἄγουρο σῦκο), φαίνεται νά προέκυψε μέ ἀντιμετάθεση ἐκ τοῦ φῦσκον [...] καί σίγηση τοῦ φ [πρβλ. τήν παροιμιώδη φράση πῆγε φοῦσκος καί γύρισε λύντζος Πελοπν. (Κροκ.) σφοῦgος διάη, λύντζι γύρισε Πελοπν. (Μάν.) κ.λπ.][.....] Πρόσφατα, ὁ φίλος Δημήτρης Μαρτῖνος ἀπό τόν Σίλακα (Δρυοπίδα) τῶν Θερμιῶν (Κύθνου) ἔθεσε ὑπ᾿ ὄψει μου –καί τόν εὐχαριστῶ θερμά γι᾿ αὐτό- τόν θερμιώτικο τύπο φουσκομαΐδα (= τό σῦκο πού ἔχει «γίνει» λίγο παραπάνω καί ἀνοίγει στό πίσω μέρος). Ἡ πληροφορία εἶναι ἀνεκτίμητης ἀξίας, γιατί ἐπιβεβαιώνει πέραν πάσης ἀμφιβολίας τήν ὑπόθεση ὅτι τό «σῦκον» προέρχεται ἀπό τό πρωτοελληνικό «φῦσκον» (φοῦσκο), ἀφοῦ σέ πολλά μέρη τῆς Ἑλλάδας ὁ τύπος γιά τήν «φουσκομαΐδα» εἶναι συκομαΐδα καί σ᾿κομαΐδα, καί σ᾿κουμαΐδα, καί σ᾿κοπαΐδα καί σ᾿κομαρίδα καί σ᾿κορμαΐδα κ.λπ.! Ἑπομένως στά Θερμιά ἔχει διατηρηθῆ ὁ πρωτοελληνικός τύπος, ὁ ὁποῖος, σημειωτέον, δέν ἔχει καταγραφῆ στό Ἀρχεῖο τοῦ Κέντρου Ἐρεύνης Νεοελληνικῶν Διαλέκτων καί Ἰδιωμάτων."
Μετὰ τὰ παραπάνω πιστεύω πὼς πρέπει νὰ γράφουμε φουσκομαΐδα (μὲ ὄμικρον), ἐπειδὴ ἡ λέξη προέρχεται ἀπὸ τὸ πρωτοελληνικὸ φῦσκον καὶ ὄχι ἀπὸ τὸ φουσκώνω, ὅπως ἐσφαλμένα πίστευα μέχρι τώρα.
Ἄν κατάλαβα καλὰ εῖναι αὐτὸ ποὺ λένε οἰ ψαράδες "κάνω μαλάγρα" γιὰ Pokémon. (Δέν παραπέμπω στὸ λῆμμα "μαλάγρα" ἐπειδὴ εἶναι λάθος ὁ ὁρισμὸς).
Βρὲ καλῶς τους!
Τὸ κιρλαγκίτσι ἀνήκει στὴν κατηγορία τῶν "λατινάδικῶν" ἰστιοφόρων, δηλαδὴ αὐτῶν ποὺ εἶχαν τριγωνικὰ πανιὰ (λατίνια- εἰκόνες λατινιῶν). "Πρόγονοὶ" του ἡ καροβοσαϊτιὰ ἤ σαΐτα καὶ τὸ σιαμπέκο. Ἦταν γρήγορα καὶ εὐέλικτα σκάφη (τὰ μικρότερα μάλιστα ἦταν καὶ κωπήλατα) καὶ γιὰ τὸ λόγο αὐτὸ τὰ χρησιμοποιοῦσαν γιὰ πειρατικὰ (οἱ Ψαριανοὶ, οἱ Κασιῶτες, οἱ Σφακιανοὶ κ.ἄ.).
Λέγεται καὶ παγκοῦε, γουγλίζεται κιόλας.
*Τι αυτοκινητο θα αγορασετε και πως ? Παγκούε (δλδ μετρητοις) ή με 60 δοσεις !!!*
@ soulto Πάντως σαν τη Χαλκιδική δεν θα ήτανε . (Ὁ ἀπόλυτος τουκανισμός)
@ ironick: "Τρώει" μποτιλιάρισμα κι ὄχι
για να φυλάξει εμένα από έναν Ισπανό
έφαγε αυτός μια αδειανή στην κεφαλή μποτίλια
Ένας νέγρος θερμαστής από το Τζιμπουτί τοῦ Νίκου Καββαδία
:-)
Δηλαδὴ τὸ μπόουλινγκ τοῦ Μισελοζιαννάτση θὰ τὸ μεταφράζαμε λεκανισμὸ; :-)
Νομίζω πὼς ὁ ὁρισμὸς δὲν εἶναι ἀκριβὴς. Ντουσεμὲς εἶναι δρόμος στρωμένος μὲ πέτρες, λιθόστρωτο.
Στὸ γλωσσάρι ἀπὸ τὸ μυθιστόρημα τοῦ Κοσμᾶ Πολίτη "Στοῦ Χατζηφράγκου" ἀναφέρει:
Ντουσεμὲς:πλακόστρωτο· ἀκανόνιστο λιθόστρωτο.
Ἐπίσης ἐδῶ: "να δροσιστή λιγάκι ο ντουσεμές ―το λιθόστρωτο", ὅπως καὶ σὲ ἀρκετὰ ἄλλα ἀπὸ τὸ google.
Στὸ Γλωσσάρι τοῦ Νίκου Καββαδία ὁ Γιῶργος Τράπαλης τὴν ἐτυμολογεῖ ἀπὸ τὸ ἰταλικὸ bitta.
"Αχ ποιος σε φίλησε στο στόμα κι έννιωσα μπηχτές,
βιδάνιο ήταν τα φιλάκια σου που μου `δινες προχτές"
Ἀπὸ τὸ τραγοῦδι "Ἐγὼ τὸ πίνω καὶ τὸ λέω"
Στίχοι: Τίμος Μωραϊτίνης
Μουσική: Ἑρμής Πόγγης
@ ironick Δηλαδὴ αὐτὸ ποὺ λέγανε "ἕκλασε ρίγανη" κατὰ τὸ "ἔκλασε μέντα" δὲν στέκει "ἐπιστημονικῶς".
Καραγκιόζης, καμπανὰς ἤ κακαρέλος λέγεται καὶ τὸ ψάρι μὲ τὴν ἐπίσημη ὀνομασία
Diplodus vulgaris, τῆς οἰκογέναιας τῶν σαργοειδῶν.
Ἔτσι λένε καὶ τὰ ἀρσενικὰ χταπόδια μετὰ τὸ ζευγάρωμα. Ἔχοντας ὁλοκληρώσει τὸ βιολογικό τους κύκλο εἶναι τελείως ἐξαντλημένα καὶ πεθαίνουν μετὰ ἀπὸ λίγο, ὅπως καὶ τὰ θηλυκὰ ἀφοῦ γεννήσουν τ' αὐγά τους (αὐτὰ τὰ λένε ἀποχυμένα). Ἡ σάρκα τους εἶναι τόσο πλαδαρὴ, ποὺ δέν τρώγονται.
@ CΟΥΛΤΩ: καραλάικ
Ὡραῖο τὸ (ὑπονοούμενο) λολοπαίγνιο: hasty-χέστης. Πιάνει καὶ τὶς δυὸ ἔννοιες τῆς κωλοπιλάλας. Μπράβο Χτῆνος!
Τὸ ἔχω ἀκούσει καὶ: "Τῆς στραβῆς ψωλῆς τὰ μουνιὰ τῆς φταῖνε"
Νόστιμος καὶ φτηνὸς. Ὅσοι δὲν ξέρουν, τὸν περιφρονοῦν. Λόγω φάτσας καὶ ὀνόματος.