Τὰ κακογραμμένα, δυσανάγνωστα γράμματα τὰ λέγανε καὶ καλικατζοῦρες.
Χρόνια σαν ταβέρνα σαν καλικατζούρα
κράτος φιλελλήνων του κενού η λατρεία
ποιητική αδείαστίχοι τοῦ Γιάννη Σπυρόπουλου ἀπὸ τὸ Διδυμότειχο Μπλοὺζ τοῦ Λαυρέντη Μαχαιρίτσα
Ἄκρως ἐνδιαφέροντα ὅλα τὰ προηγηθέντα. Χωρὶς νὰ ἔχω ἄποψη γιὰ τὴν προέλευση τῆς ἔκφρασης, προτείνω νὰ ἐξεταστεῖ καὶ τὸ "...παρὰ σαράντα χρόνια σκλαβιὰ καὶ φυλακὴ" ἀπὸ τὸ Θούριο τοῦ Ρήγα, ὅπου, πέρα ἀπὸ τὴ χρονικὴ διάρκεια, ὑπάρχει καὶ ἡ ταλαιπωρία.
Mὲ τὴν ἴδιαπάνω-κάτω ἔννοια τὸ χρησιμοποιοῦμε γιὰ νὰ ποῦμε πὼς ὁ καιρὸς χειροτερεύει.
Μὴ σαλπάρετε ἀπόψε γιατὶ φορτώνει γιὰ τὰ καλὰ ὁ πουνεντογάρμπης.
'Επίσης τὸν πατικώνω, ἀπὸ τὸ παλιὸ δῆθεν "παιδικὸ" τραγουδάκι:
Ὁ παπὰς ὁ Παντελὴς
τὶ τῆς ἔκανε μιανῆς
τὸ φουστάνι σήκωσε
καὶ τῆς τὸν πατίκωσε
Ἔχω ἀκουστὰ μιὰ παλιὰ ἔκφραση:
Ἄντρα μου καντηλανάφτη, νά 'χες τὸ πουλὶ τοῦ ναύτη!
Ἀπ' αὐτὴν εἶναι πιθανὸ νὰ προέρχονται τὰ λόγια τοὺ σχετικοῦ τραγουδιοῦ, ἀλλα καὶ τὸ παρὸν λῆμμα.
Ἄν θυμᾶμαι καλὰ ὁ Τσιφὸρος στὰ "Παιδιὰ τῆς Πιάτσας λέει κάπου:
Θὰ τραβηχτοῦμε σὰν τὰ σαντεκλέρια!
Δυστυχῶς δὲν ἔχω πιὰ τὸ βιβλίο γιὰ νὰ τὸ ἐπιβεβαιώσω.
Ἐπίσης καὶ τῆς γριᾶς τὸ πήδημα
Ἐξαιρετικὸς ὁρισμὸς καὶ σχὸλια.
Τὸ μῆδι τοῦ Χὰν ἄπαιχτο.
Θὰ πρότεινα γιὰ τίτλο του: Τζιβαέρα.
Ούαὶ ὑμῖν χιπστερεῖς καὶ φασαῖοι ὑποκριταὶ, ὅτι πάντα τὰ ἔργα ὑμῶν ποιεῖτε πρὸς τὸ θεαθῆναι τοῖς ανθρώποις.
Μὲ μιὰ μικρὴ κοπτορραπτικὴ ὁ Ματθαῖος ἔρχεται μιὰ χαρὰ στὶς μέρες μας.
Κατ'ἀρχὰς καλῶς ὥρισες. Πολὺ ἐνδιαφέρων ὁρισμὸς, κυρίως ἀπὸ κοινωνιολογικὴ σκοπιὰ. Δίνει σ' ἐμᾶς, τοὺς κάποιας ἡλικίας, ἄκρως ἐνδιαφέρουσες πληροφορίες γιὰ τὸ πῶς ζοῦν καὶ κυρίως τὶ πρεσβεύουν οἱ νεώτερες γενιὲς. Keep slanging!
Σ' εὐχαριστῶ γιὰ τὰ καλὰ λόγια καὶ τὸ ὄμορφο τραγοῦδι ποὺ μοὺ ἀφιέρωσες. Πάντα γειὰ!
Ἦταν, ἀπ' ὅσο θυμᾶμαι μετὰ πενηντατόσα χρόνια, ἀρκετὰ σκληροὶ κι ἀνθεκτικοὶ γιὰ νά 'ναι φτιαγμένοι ἀπὸ πηλὸ. Οἱ βῶλοι ἀπὸ πηλὸ ἔσπαγαν εὔκολα. Αὺτοὶ μᾶλλον ἦταν φτιαγμένοι ἀπὸ κάποια εῑδος μαρμάρου, ἐξ οὗ καὶ τὰ νερά, οἱ φλέβες ἀπὸ ἄλλο χρῶμα.
@ dryhammer Εὐχαριστῶ γιὰ τὴ συνεισφορὰ.
@ ΣτοΔγιαλοΧτηνος Νά 'σαι καλὰ γιὰ τὰ καλά σου λόγια.
Ὄχι βέβαια. Το ἄκρον ἄωτον εἶναι πισίνα σὲ νησὶ καὶ μάλιστα δίπλα στὴ θάλασσα! Τὶ τοῦ λείπει τοῦ ψωριάρη; Φούντα μὲ μαργαριτάρι!
Τὸ πρῶτο παράδειγμα μᾶλλον δὲν εῖναι σωστὸ. Πιὸ καλὰ θὰ πήγαινε:
Από τότε που τον προσέβαλε, του το κρατάει μανιάτικο.
Ἡ ἔκφραση "τὸ κρατάω μανιάτικο" σημαίνει: κρατάω κακία, μνησικακῶ καὶ δὲν ἔχει σχέση μὲ τὸ παρὸν λῆμμα. Δὲς σχετικὰ τὸ λῆμμα καμήλα.
Στὴν Κύθνο χρησιμοποιεῖται τὸ ρῆμα ψακώθηκα μὲ τὴν ἔννοια τοῦ φαρμακώθηκα, Ἐπίσης τὸ ψακωμένος μὲ τὴν ἴδια ἔννοια.
Προσωπικὰ δὲν τὸ ἔχω ἀκούσει μ' αὐτὴν τὴν ἔννοια (τοῦ σάισλανγκ), παρὰ μὀνο μὲ τὶς δυὸ προηγούμενες: αὐτουνοῦ ποὺ γαμάει "κατὰ φαντασίαν" καὶ τοῦ γερακιοῦ Falco naumanni (κιρκινέζι) ἐδῶ
Στην Κύθνο λέμε "παίρνω καβάλα", ὅταν παίρνουμε κάποιον στὴν πλάτη (κρατώντας τὰ σκέλη του δίπλα στᾶ πλευρὰ μας) καἰ "παίρνω καρνακάκια", ὅταν παίρνουμε κάποιον (συνήθως παιδὶ) στοὺς ὤμους (μὲ τὰ σκέλη του στοὺς ὤμους μας, ἀπὸ τὴ μιὰ καὶ τὴν ἄλλη πλευρὰ τοῦ λαιμοῦ). Δὲν ξέρω ἄν τὸ "καρνακάκια" ἔχει κάποια σχέση μὲ τὸ λατινογενὲς carne (κρέας, σφάγιο) καὶ τὸν τρόπο μεταφορᾶς του ἤ ἀποτελεῖ παιγνιώδη (;) ἀναγραμματισμὸ τοῦ "κακὸ ἀρνάκι"=>"κακαρνάκι"=> καρνακάκι.
@ barbarosa
Πολὺ ἐνδιαφέρουσες οἱ παραπομπὲς σου. Οἱ μάχη τῆς Tours (ἐμεῖς στὸ σχολεῖο τὴ μάθαμε ὡς "μάχη τοῦ Πουατιὲ", κακῶς, γιατὶ ἡ μάχη τοῦ Πουατιὲ ἔγινε 6 αἰῶνες μετὰ ἀνάμεσα στοὺς Ἀγγλογάλλους) καὶ τῆς Narbonne καὶ ἡ στρατιωτικὴ ἰκανότητα τοῦ Καρόλου Μαρτέλου (παπποῦ τοῦ Καρλομάγνου), οὐσιαστικὰ ἀπέτρεψαν τήν κατάκτηση τῆς σημερινῆς Δυτικῆς Ευρώπης ἁπό τὸ Ἰσλὰμ. Διαφορετικὰ θὰ μποροῦσε σήμερα νὰ εἶναι μέρος τοῦ χαλιφάτου!
στη μεταβατική φάση μεταξύ γαμησιού κι απογαμησιού είναι μουλωχτό και δε φανερώνεται όπως πρέπει την περίοδο που συμβαίνει - και δε γίνεται απολύτως συνειδητό πότε περνάς, πόσο περνάς ή αν έχεις ήδη σχεδόν περάσει στην άλλη πλευρά
barbarosa
Κάτι σὰν ἀποδρομὴ ἀρρώστιας δηλαδὴ.
Το "είσαι φάβας" έχει διαφορετική σημασία;
dryhammer
Νομίζω πὼς αὐτὸς ὁ φάβας εἶναι μειωτικὴ ἔκφραση παλιᾶς ἐποχῆς τοῦ τύπου: ὁ μπάμιας, ὁ μάπας καὶ τὰ τοιαῦτα, ὅπου ὁ χαρακτηριζόμενος παρουσιάζεται ὑποτιμητικὰ ὡς φυτικὸ προϊὸν (μάπα: Λαϊκιστί: το λάχανο).
Ἄκρως ἐνδιαφέροντα ὁρισμὸς καὶ σχόλια. Τὸ πρόθημα ἀπο- χαρακτηρίζει τὸ τὲλος, τὴν ὁλοκλήρωση μίας διαδικασίας, ἐνέργειας κλπ.:
Νίψου κι ἀποφάγαμε!
Εὖγε CΟΥΛΤΩ! Λίαν διαφωτιστικὸν τὸ ἀνωτέρω!
Ὄχι πὼς δὲν τὸ ξὲραμε δηλαδὴ. Τὸ ξαναείδαμε πρὶν ἀπὸ καμμιὰ τριανταπενταριὰ χρόνια.
Στὸ ἴδιο ἔργο θεατὲς ποὺ ἔλεγαν κι ὁ ἀκατανόμαστος μὲ τὸ βαψομαλιὰ πρὸ εἰκοσιπενταετίας.
Φρόνιμα καὶ παστρικὰ πάω μὲ κεῖνον ποὺ νικᾶ
ἀλλὰ καὶ
ποῦ εἶσαι νιότη πού 'δειχνες πὼς θὰ γινόμουν ἄλλος
ὅπως ἔλεγε κι ὁ θαυμάσιος καῖ πάντα ἐπίκαιρος Βάρναλης.
Ὁ Παπαδιαμάντης στὴ "Φόνισσα" χρησιμοποιεῖ τὸ προσωνύμιο Καμπαναχμάκης γιὰ κάποιο ἀπὸ τὰ πρόσωπα τῆς ἱστορίας:
Στρέφεται καὶ βλέπει ἕνα ἄνθρωπον, ἕνα βοσκόν. Ἡ Φραγκογιαννοὺ τὸν ἀνεγνώρισεν. Ἦτο ὁ καλούμενος Καμπαναχμάκης. ἐδῶ
First name : Alfredo Omar
Last name : Ábalos
Nationality : Argentina
Date of birth : 17-03-86
Age ; 29
Country of birth : Argentina
Place of birth : Las Heras
Position : Attacker ἐδῶ
Σκέψου νὰ τὸν ἔφερνε καμμιὰ ἑλληνικὴ ὁμάδα!
Ὅπως εἶπαν καὶ κάποιοι ἀπὸ τοὺς προλαλήσαντες (πονηρόσκυλο, σαραντ) τὸ φαερὸπ προέρχεται ἀπὸ τὸ παλιὸ "βαπορίσιο" ἰδίωμα καὶ συγκεκριμένα ἀπὸ τὴν ἐντολὴ: fire up ποὺ ἔδιναν στοὺς θερμαστὲς στὰ παλιὰ "καρβουνιάρικα" ἀτμόπλοια, γιὰ νὰ σηκώσουνε στήμη,
δηλ. νὰ ἀνεβάσουνε τὴν πίεση τοῦ ἀτμοῦ (ἀγγλ. steam) φτιαρίζοντας περισσότερο κάρβουνο, γιὰ νὰ αὐξηθεῖ ἡ ταχύτητα τοῦ βαποριοῦ. Σχετικὸ τὸ όχι άλλο κάρβουνο τοῦ Κούρκουλου. Σχετικὸ ἐπίσης καὶ τὸ τραγοῦδι τοῦ Μπάτη:
Οἱ παλιότεροι τὸ χρησιμοποιοῦσαν μὲ τὴν ἔννοια: γρήγορα, δυνατὰ, ἔντονα.
Ὁ γέρος πήγαινε φαερὸπ. Ποῦ νὰ τόνε προλάβω!
Ἡ γίδα ἤτανε γέρικη, γι'αὐτὸ ἔβαλα τὸ πετρογκάζι φαερὸπ καὶ σὲ μιὰ, σκάρτη μιάμιση ὡρίτσα εἶχε γίνει λουκοῦμι.