Ναι μπράβο, και με την πορνεία πολλές συνδηλώσεις μου έρχονται από τότε, οδός Γιαννιτσών στη Θεσσαλονίκη κι ετς.
Εγώ έχω το τραβέλι κυρίως για αυτό που γράφεις στο τέλος ως «διαφυλικό άτομο σε μετάβαση» (που ίσως και ουδέν μονιμότερον της μεταβάσεως), κοινώς για γκόμενα με πέος. Μάλιστα, το έχω στο νού μου να διακρίνεται ρητά απ' το τραβεστί, το οποίο απλά καταλαβαίνω, παραδοσιακά μάλλον, ως «παρενδυτικό άντρα».
Φυσικά ο ορισμός δεν είναι λάθος γιατί και αυτή τη σημασία έχει η λέξη "τραβέλι". Αν όμως θέλουμε να είμαστε πιο συγκεκριμένοι και να αντιστοιχίζουμε το σωστό εύρος σημασιών στις λέξεις περί φύλου και σεξουαλικού προσανατολισμού, πρέπει να διαχωρίσουμε δυο-τρία βασικά πράγματα, τα οποία θα προσπαθήσω να αναφέρω χωρίς όμως να είμαι απόλυτα σίγουρος:
1. Το βιολογικό φύλο (sex), δηλαδή σε τι φύλο αντιστοιχεί το σώμα κάποιου ανθρώπου. Νομίζω πως, εκτός από τα γεννητικά όργανα, κρίσιμο είναι το είδος των χρωμοσωμάτων (XY το αρσενικό, XX το θηλυκό).
2. Η ταυτότητα φύλου (gender identity), δηλαδή σε τι φύλο αυτοπροσδιορίζεται ένας άνθρωπος (βιώνει, νιώθει, πιστεύει για τον εαυτό του), ακόμα κι αν αυτό δεν ταυτίζεται με το βιολογικό του φύλο (είναι άντρας και νιώθει γυναίκα και το αντίστροφο) ή ταυτίζεται μερικώς (έχει σωματικά χαρακτηριστικά και των δύο φύλων αλλά αυτοπροσδιορίζεται ως το ένα από αυτά). Αυτά τα άτομα λέγονται διαφυλικά, νομίζω.
3. Ο σεξουαλικός προσανατολισμός, δηλαδή τι φύλου επιθυμεί κάποιος άνθρωπος να είναι ο ερωτικός του σύντροφος. Εδώ υπάρχουν οι ετεροφυλόφιλοι (υπάρχει ακόμα αυτό ή τώρα λέμε και στα ελληνικά "στραίητ";), οι ομοφυλόφιλοι, άντρες (δόκιμος όρος υπάρχει;) και γυναίκες (λεσβίες), οι αμφιφυλόφιλοι (bisexual). Επίσης οι ασεξουαλικοί (όσοι έχουν ελλιπή ή ανύπαρκτη σεξουαλική παρόρμηση και επιθυμία).
4. Η ένδυση, το μακιγιάζ και τα λοιπά εξωτερικά εκφραστικά μέσα και χαρακτηριστικά, όταν σχετίζονται με το ζητήματα σεξ και φύλου, είναι ένα επιπλέον επίπεδο σε αυτήν την πολύπλοκη υπόθεση. Δεν αποδίδονται απαραίτητα σε κάποια από τις παραπάνω περιπτώσεις.
Για να επιστρέψουμε στο λήμμα, οπωσδήποτε το έχω ακούσει για άνδρες (βιολογικά) που ντύνονται με γυναικεία ρούχα, αλλά επίσης και για διαφυλικά άτομα (άνδρες βιολογικώς) που βρίσκονται σε κάποιας μορφής μετάβαση (transition), ιδίως αν έχουν στήθος (με ορμόνες ή πλαστική χειρουργική), διατηρώντας όμως το πέος τους.
Αυτά τα τελευταία τα ήξερα την δεκαετία του '90. Με τόσο σημαντικές και ταχείες εξελίξεις, σίγουρα κάπου θα έχω σφάλμα ή παράλειψη, οπότε όποιος θέλει, συμπληρώνει.
Ουπς, λάθος κόπι παίηστ, αυτό με τους σκύλους το έχεις γράψει ήδη.
Αντιγράφω από αναφορά επισκέπτη:
Είναι μετοχή του ΛΑΤΙΝΙΚΟΥ ledere ΒΛΑΠΤΩ σήμαινε αυτός που εβλἀβη, ο ζημιωμένος αλλά κυρίως ηθικά.
Ευχαριστούμε για τη συνεισφορά, εδώ μπορείς πολύ εύκολα να γραφτείς και να σχολιάσεις ή να ανεβάσεις ορισμό!
Πολύ ενδιαφέρουσα η ετυμολογία - πιθανότατα βέβαια μέσω κάποιας ενδιάμεσης λατινογενούς γλώσσας, όπως λέει και παραπάνω ο donmhtsos. Από τα λατινικά δεν ξέρω πολλά. Μάλλον εννοείς το ρήμα laedere (=χτυπώ, προσβάλλω), για το οποίο ένας εύχρηστος πίνακας εδώ.
Λήμμα κ σχόλιο γαμάνε μανούλες.
H αντίστοιχη λέξη στη Χίο είναι μα(ν)γκιαούρα με προφανή τη συγγένεια.
Να παραθέσω μόνο πως η (ξύλινη) ταίστρα για τους γα(ι)δάρους ήταν κινητή ως προς το ύψος ωστε να εμποδίζεται το ζωντανό να φάει όσο θέλει είτε για οικονομία στην τροφή είτε γιατί, άν τα γαδούρια φάνε ανεξέλεγκτα, μπορεί να σκάσουν. Θέλοντας δε οι παλιότεροι να πουν οτι διανύομε περίοδο ευμάρειας (πρό κρίσης βεβαίως βεβαίως) σε σχέση με τά δικά τους χρόνια έλεγαν "Τώρα είναι χαμηλά η μαγκιαούρα". Τέλος ακόμα και πρόσφατα άκουσα να αποκαλούν τις ταίστρες που βάζουν στα κλουβιά για τα πουλάκια "μαγκιαουράκια".
Αυτές τις λέξεις τις λέει κάποιος άλλος στο σύμπαν; Για το συγκεκριμένο λήμμα δεν υπάρχει ούτε μία αναφορά στο google εκτός από αυτή εδώ. Και βέβαια, όπως έχει ξανα αναφερθεί, το google δεν είναι πανάκεια ούτε απόλυτο σημείο αναφοράς, αλλά είναι ενδεικτικό και τέλος πάντων αν είναι υπαρκτό αλλά τόσο σπάνιο το λήμμα, ας γίνεται μια αναφορά για το πού, εκτός από το σλανγκρ, λέγεται.
Πλέον και σε υποκοριστικό της μοδός: ο τραγικούλης. Έχει όλα τα από πάνω κι έχει και μια εσάνς ξεφτιλίτσας επιπλέον. Συχνά ομοιοκαταληκτεί στο κείμενο με το "γλυκούλης" οπότε αποκτά μια... ξερωγώ, τρυφερότητα να την πεις;
Εδώ: "Αν και, ρε κορίτσια, μεταξύ μας τώρα. Όσο τραγικούλης κι αν είναι ο τύπος που θα σου την πέσει, όσο άθλιες κι αν είναι οι ατάκες του, σίγουρα έχεις κάτι να κερδίσεις. Ξέρεις πως θα τα συζητάς με τις φίλες σου και θα πεθαίνετε απ’ τα γέλια με όλα όσα ακούσατε."
Εδώ: τραγικουλης ^_^ ♥ ελα θα σαρεσει θα.με.και γλυκουλης ♥ Τι λέει ρε μαλακα
Το οποίο μου θύμισε εκείνο το σχόλιο του χαλικού για κάποιο λόγο. Δέν τό 'χω ακούσει.
Προφανώς εκ του "τάφου". Πέφτω νεκρός. Οριζοντιώνομαι εντελώς επίπεδος - μας έρχεται και η εικόνα της ταφόπλακας στο μυαλό.
Γενικότερα, ταφώνομαι: οριζοντιώνομαι, ισοπεδώνομαι, ιδίως για να κοιμηθώ, ενδεχομένως υπονοείται κατάκοπος. Ταβλιάζομαι.
Ὄχι βέβαια. Το ἄκρον ἄωτον εἶναι πισίνα σὲ νησὶ καὶ μάλιστα δίπλα στὴ θάλασσα! Τὶ τοῦ λείπει τοῦ ψωριάρη; Φούντα μὲ μαργαριτάρι!
Εμ από τους άλλους τί να (ο)ρεχτείς; Να σε παρακαλάει η θάλασσα κι εσύ να θες τη γούρνα; Έχεις δει ποτέ μηχανόβιο να ζηλέψει τα κάμπριο;
Και μιά σινεφίλ εκδοχή:
Στ' αρχίδια μας λοιπόν... Αλέν Ντελόν
Στ' αρχίδια μας, τωόντι. Λουκίνο Βισκόντι
Οι πισινάδες προκαλούν το πνίξιμό τους. Τις προάλλες κουβέντιαζα για την προέλευση του όρου πισίνα, αλλά αγνοούσα ότι είχαν όνομα οι προαναφερθέντες κατηγορίες κατόχων τους... Ωραίος ορισμός και νοστιμότατος. Παρεπιπτώ, αυτή η ατάκα που ακούγεται πολύ "o tempora o mores" είναι από τον πρώτο λόγο κατά του Κατιλίνα που ο Κικέρων ξεσκέπασε τη συνωμοσία του και που είχε σκοπό να θέσει σε κίνδυνο την τότε Ρωμαϊκή Πολιτεία. "Senatus haec intellegit, consul videt"; συνεχίζει (η Σύγκλητος αυτά τα αντιλαμβάνεται, ο ύπατος τα βλέπει). Και τί κάνει; Βλέπει το μπάχαλο νά' ρχεται και να τη βρίσκει με τον πέοντα. Και βάλ' τους όλους στην πισίνα.
Τὸ πρῶτο παράδειγμα μᾶλλον δὲν εῖναι σωστὸ. Πιὸ καλὰ θὰ πήγαινε:
Από τότε που τον προσέβαλε, του το κρατάει μανιάτικο.
Ἡ ἔκφραση "τὸ κρατάω μανιάτικο" σημαίνει: κρατάω κακία, μνησικακῶ καὶ δὲν ἔχει σχέση μὲ τὸ παρὸν λῆμμα. Δὲς σχετικὰ τὸ λῆμμα καμήλα.
Όταν βεβαιώθηκε οτι ο Κούντα δεν είχε κάνει κάτι ακατονόμαστο [...] έβαλε το μωρό στο κρεβάτι [...] και είπε:
- Εντάξει, ας το φάμε στη μάπα.
- Τι στη μάπα?
- Αφρικάνικο όνομα που συ λες αυτήν.
- Κίζζυ.
- Κίζζυ! Ποτέ κανείς ντεν άκουσε όνομα σαν κι αυτό.
Ο Κούντα εξήγησε οτι στα Μαντίνκα "Κίζζυ" σήμαινε "κάτσε κάτω" ή "μην κουνιέσαι", πράγμα που με τη σειρά του σήμαινε οτι, αντίθετα με τα προηγούμενα δύο μωρά της Μπέλ, κανείς ποτέ δεν θα πουλούσε και δεν θα απομάκρυνε αυτό το παιδί.
"Roots", Alex Haley. Μτφρ Δ. Π. Κωστελένος, εκδ. Ζάρβανος 1980.
Ναι, καθώς έκλεβε τα μπρουτζόχερα από ένα καινουριοχτισμένο ακατοίκητο σπίτι, να τα πουλήσει με κάτι κουμπιά στρατιωτικής στολής που είχε, για μπακίρι, μας έπιασε ένας «μπάτσος» και μας πήγε στο τμήμα. Εγώ του φώναζα από τη γωνιά του Ποδάρα: «Σακούλα το Μπούρμπουλα» να πάρει πρέφα να φύγει μα κείνος δεν άκουγε. Και μας πήρε στο λαιμό του όλους.
Πάνος Δ. Ταγκόπουλος, «Η ζωή που πέρασε», 1928 (εδώ, στο σάιτ του Σαραντάκου)
Στὴν Κύθνο χρησιμοποιεῖται τὸ ρῆμα ψακώθηκα μὲ τὴν ἔννοια τοῦ φαρμακώθηκα, Ἐπίσης τὸ ψακωμένος μὲ τὴν ἴδια ἔννοια.
Προσωπικὰ δὲν τὸ ἔχω ἀκούσει μ' αὐτὴν τὴν ἔννοια (τοῦ σάισλανγκ), παρὰ μὀνο μὲ τὶς δυὸ προηγούμενες: αὐτουνοῦ ποὺ γαμάει "κατὰ φαντασίαν" καὶ τοῦ γερακιοῦ Falco naumanni (κιρκινέζι) ἐδῶ
Στην Κύθνο λέμε "παίρνω καβάλα", ὅταν παίρνουμε κάποιον στὴν πλάτη (κρατώντας τὰ σκέλη του δίπλα στᾶ πλευρὰ μας) καἰ "παίρνω καρνακάκια", ὅταν παίρνουμε κάποιον (συνήθως παιδὶ) στοὺς ὤμους (μὲ τὰ σκέλη του στοὺς ὤμους μας, ἀπὸ τὴ μιὰ καὶ τὴν ἄλλη πλευρὰ τοῦ λαιμοῦ). Δὲν ξέρω ἄν τὸ "καρνακάκια" ἔχει κάποια σχέση μὲ τὸ λατινογενὲς carne (κρέας, σφάγιο) καὶ τὸν τρόπο μεταφορᾶς του ἤ ἀποτελεῖ παιγνιώδη (;) ἀναγραμματισμὸ τοῦ "κακὸ ἀρνάκι"=>"κακαρνάκι"=> καρνακάκι.
Khan
in βαρουφίτσες