Εξαιρετικό!
Δέ το θυμάμαι πάντως έτσι απο Θεσσαλονίκη ή και Βέροια. Κι άμα δέ το λέγαμε βάζουμε ποδαράκι, ίσως τα λέγαμε βηματάκια πλάκα-πλάκα. Δέ θυμάμαι ρε γαμώτ...
Τα καλά της τρομοκρατίας.
εγώ το 'κανα για να μη μου ρίξεις πετρέλεω στη σηκηά.
Αυτά είναι.
(άμα δεν τους ζορίσεις λίγο εδώ μέσα, λουφάρουν ασύστολα)
Κοίτα, εγώ ξέρω ότι το "χωριό" το λένε στην Αθήνα με αυτήν τη σημασία. Από κει και πέρα, ξέρω ότι στην Κεντρική Μακεδονία που έχω ζήσει και κινηθεί πολύ (Θεσσαλονίκη, Νομός Πέλλας, Νομός Ημαθίας, επαφές από Νομό Κιλκίς) αλλά και, με λιγότερη σιγουριά, σε όλην την Μακεδονία, το "χωριό" το λένε για μικρούς οικισμούς - για τον τόπο καταγωγής λένε "θα πάω στα μέρη μου", "θα πάω στην πατρίδα μου" (αν είναι κάπως μακριά) κλπ.
Αν σε καταλαβαίνω καλά, λες ότι δεν είναι δίπολο "Αθήνα-Θεσσαλονίκη" αλλά "Πρωτεύουσα-Επαρχία". Αυτή η διάκριση που κάνεις μήπως ανάγεται περισσότερο σε συζήτηση περί νοοτροπίας των Ελλαδιτών για την χώρα τους; Σε περισσότερο κοινωνικό-ιστορικό επίπεδο, παρά σε γλωσσικό;
Εγώ προσπαθώ να πω κάτι διαφορετικό και, ήλπιζα, απλούστερο. Ότι σε συμφραζόμενα τύπου "πάω στον τόπο καταγωγής μου":
1. Στην Αθήνα (=λεκανοπέδιο Αττικής) λένε "πάω στο χωριό μου" ενώ στη Θεσσαλονίκη (=κεντρική Μακεδονία, ίσως και σε όλην τη Μακεδονία) δεν το λένε αυτό.
2. Μια εξήγηση θα ΜΠΟΡΟΥΣΕ ΝΑ ΕΙΝΑΙ ότι η Αθήνα είναι τουλάχιστον πενταπλάσια από οποιαδήποτε άλλη πόλη ενώ η Θεσσαλονίκη είναι το πολύ διπλάσια, γι' αυτό και η χαλαρότητα των Αθηναίων στη χρήση της λέξης "χωριό".
3. Εγώ όμως, προσωπικά, πιστεύω ότι ακόμα και αυτό να ισχύει, δεν εξηγεί πλήρως το φαινόμενο αλλά ότι εμφιλοχωρεί και ιδιωματισμός.
4. Για τον όρο ιδιωματισμός δεν είμαι σίγουρος ότι είναι σωστή η εδώ χρήση του.
Είναι σα να έλεγα ότι στην Αθήνα λένε "πολυκατοικία", αλλά στη Θεσσαλονίκη λένε "οικοδομή". Μπορεί να μην είναι γεωγραφικά απολύτως ακριβές το δίπολο (όπως λέω στο εκεί σχόλιο) αλλά νταξ, σε καμία περίπτωση δεν είναι και οφ.
σχετικό στ' αμερικάνικα (κυρίως, νομίζω) αγγλικά είναι το αστειατορικό σχήμα τ. "στο στρατό, δύο πράγματα είναι σημαντικά. το πρώτο είναι η πειθαρχία, και το δεύτερο η πειθαρχία", το οποίο πάλι νομίζω αρκετά συχνά το δίνουν με μπούλετ κ σε μορφή κανόνων: "στη μονάδα μου, οι κανόνες είναι δύο: πρώτος κανόνας, τυφλή υπακοή στον ανώτερο. δεύτερος κανόνας, βλέπε τον πρώτο κανόνα (ή, επανάληψη αυτολεξεί του 1ου κανόνα)".
εκ των υστέρων, σκέφτομαι μήπως το εισάγαμε από κει. δε θυμάμαι να παίζει πάντως αναδιατύπωση επί το ακρότερον.
Το χαρτσαλεύω πού το λένε? Χαρχαλεύω το ξέρω κ γω.
το ρ. χαρτσαλεύω το οποίο νομίζω πως σημαίνει προκαλώ μικρό θόρυβο σκαλίζοντας κάτι ή πατώντας κάτι, ιδίως για μικρά ζώα.
patsis άνωθεν
στη Χίο το λέμε "χαρχαλεύω"
Προφανώς παίζει ρόλο η μεγαλύτερη διαφορά στα μεγέθη Αθήνας-λοιπής Ελλάδας και Θεσσαλονίκης-λοιπής Ελλάδας, αλλά είναι και ιδιωματικά διακριτή χρήση (σόρυ για τυχόν λάθος χρήση των όρων εδώ).
Μια παρατήρηση διότι αναπαράγεται μια (τόσο λάθος όσο και προβεβλημένη) αντίληψη:
Δεν υπάρχει δί-πολο Αθήνα-Θεσσαλονίκη ούτε τρί-πολο Αθήνα-Θεσσαλονίκη-Επαρχία αλλά Πρωτεύουσα-Επαρχία (όπως σε όλον τον κόσμο).
Όμως ούτε κι αυτό είναι ακριβές όσο το "Λαός & Κολωνάκι".
Άλλωστε το πρόθημα βλαχο- με κοινωνικό νόημα επινοήθηκε από μια παρέα εστέτ στο Κολωνάκι περί τον Μεσοπόλεμο.
Αυτό το "αυτοί παίζουν το ένα - δύο" που λέγανε σε φάση "αυτοί ανταλλάσσουν πετυχημένη ατάκα στην πετυχημένη ατάκα" και όλοι τους παρακολουθούμε διασκεδάζοντας τη ρέντα, σχετικό;
ναι, νίκο. και τυπική χρήση του είναι έναρθρη, "κάνω το ένα-δύο" σε αντιπαραβολή με το κάνω τα τρία-δύο.
αυτό ακριβώς το βλέμμα το είχα συναντήσει κ κορσική, που είχα πάει εκτός τουριστικής σαιζόν κ είχαν μείνει μόνο οι ντόπιοι. ελλαδάρα η κορσική.
Άβε αγίβε. Είπα να το γουγλάρω, μου βγάζει κάτι ισπανικά σάιτ για σούπες, και μου προτείνει "μήπως εννοείται σοβάς", αλλά και έναν πετ-σοπά στο Aμέρικα που έκανε ενέσεις με απορρυπαντικό πιάτων στις καρδιές άρρωστων κουταβιών. Η μόνη μου ένσταση λοιπόν στην παντόφλα, καλέ, ένα πλεονέκτημα της διαδικτυακής επιχείρισης είναι ότι δε χρειάζεται να ντυθείς!
Νομίζω ο Χαν έδωσε αποτελεσματικά την εικόνα του ερείσματος. Τα inside jokes όταν αφορούν δημόσια προσβάσιμες ομάδες παίρνουν έτσι κι αλλιώς άλλη διάσταση, αυτή του όρου με τον οποίο ο οποιοσδήποτε νέος στο χώρο μπορεί να έρθει σε επαφή και να χρειαστεί την εξήγησή του.
Υπάρχουν περισσότερες από μία εν μέρει ετικέτες "κοινωνική δικτύωση", "ίντερνετ", "internet / τεχνολογία", "ιντερνετικά παιχνίδια" μπλα. Τώρα έχουμε και την "διαδικτυακή αργκό" που μάλλον καλύπτει και τα ανωτέρω ως ομπρέλα.
"Τα κάνατε (τόσο χάλια που η κατάσταση έγινε) κώλος." νομίζω.
Επίσης σε κάτι μέρη της Αιτωλοακαρνανίας άμα δεν είσαι ντόπιος και περνάς στο δρόμο σε κοιτάζουν με αγνή περίεργη βλαχοχωριάτικη θρασεία επιμονή και δεν παίρνουν το βλέμμα ακόμα κι αν τους κοιτάξεις πίσω. Έχει μια ευθύτητα και μια αυτοπεποίθηση αυτή η συμπεριφορά αν το καλοσκεφτεί κανείς.
Παρά το ενοχλητικό του θέματος αξίζουν εύσημα σε σύγκριση με κάτι άλλους διακριτικούς τύπους που τους πιάνεις να σε κοιτάζουν κουτοπόνηρα "κρυφά" με την άκρη του ματιού τους κι όταν καταλάβουν ότι έγιναν αντιληπτοί στρίβουν από την άλλη γεμάτοι αυθορμητισμό του κώλου.
Επί του λήμματος ένα μάτσο συνώνυμα έχουν καταγραφεί στο λήμμα βλαχαδερό.
Επίσης, βλάχος στην Αιτωλοακαρνανία σημαίνει τον τσομπάνη, τον βοσκό, χωρίς καμία εθνοτική σημασία, αξιολογική χροιά ή φόρτιση. Πραγματικά παραδείγματα:
- Μ' αυτόν τον Αλβανό τι σχέση είχε;
- Τον είχε βλάχο στα πρόβατα.
- Αυτή η φωτιά τώρα Φλεβάρη μήνα πώς μπήκε;
- Ε, κάνας βλάχος θα την έβαλε για βοσκοτόπια.
Το "βλάχος" με τη σημασία του ορισμού, δηλαδή χωριάτης, λέγεται πολύ στην Αθήνα αλλά όχι στη Βόρεια Ελλάδα. Τουλάχιστον δεν πολυλεγόταν, γιατί με την (αθηναϊκή) τηλεόραση νομίζω πως αυτή η σημασία της λέξης φτάνει σε όλην την Ελλάδα.
Επίσης, μια άλλη από αυτές τις μικρές διαφορές Αθήνας-Θεσσαλονίκης ή, εν προκειμένω, Αθήνας-Βόρειας Ελλάδας είναι η φράση "πάω στο χωριό (μου)" ενν. για Πάσχα/διακοπές/μια δουλειά. Στην Αθήνα λέγεται για οποιονδήποτε προορισμό καταγωγής κάποιου, όσο μεγάλος κι αν είναι, από πραγματικό χωριό εκατοντάδων κατοίκων μέχρι πόλεις όπως η Καλαμάτα και η Λαμία. Στα βόρεια υπάρχει μια πιο σφιχτή χρήση του χωριού - νομίζω πως δεν θα πει κανείς εύκολα "πάω στο χωριό μου" εννοώντας τη Βέροια ή την Καβάλα. Προφανώς παίζει ρόλο η μεγαλύτερη διαφορά στα μεγέθη Αθήνας-λοιπής Ελλάδας και Θεσσαλονίκης-λοιπής Ελλάδας, αλλά είναι και ιδιωματικά διακριτή χρήση (σόρυ για τυχόν λάθος χρήση των όρων εδώ).
Λέγεται και το στραπόνιασμα = pegging:
Από εδώ:
Διόλου έτσι δεν είναι. Οι προτιμήσεις του συγκεκριμένου ήταν το στραπόνιασμα και η ενασχόληση με τον μαζοχισμό. Λαμβάνοντας υπόψη τα όριά του, που δεν του επέτρεπαν να εντάξει αυτές τις προτιμήσεις του σε κάτι που τελικά θα απολάμβανε περισσότερο και που θα τον "μεγάλωνε" ως άνθρωπο, αποχώρησα.
ίσως κάτι ανάλογο με μια απ' τις μεγάλες στιγμές του σάη.
Ναι, σωστά.
Ναι, σωστό το πρώτο που λες. Για το δεύτερο, τι να σου πω, μάλλον λέγεται αρκετά και φαίνεται και σε μένα αξιοσημείωτο.
ώπα κάτσε, εδώ στα παραδείγματα το κώλος λειτουργεί ως κατηγορούμενο κ κλίνεται μια χαρά. υπάρχει ασυμφωνία ως προς τον αριθμό (εμείς γίναμε (ένας) κώλος) αλλά έχει να κάνει με το έσονται οι δύο εις σάρκαν μίαν, ότι δεν έγινε ο καθένας κώλος για λογαριασμό του, αλλά η μεταξύ τους κατάσταση κ σχέση.
εγώ, την άκλιτη εκδοχή που δίνεις εδώ πρώτη φορά την ακούω. το "τα κάνατε κώλο" μου φαίνεται εντελώς φυσιολογικό κ έτσι το ξέρω κ το λέω.
για πειτε.
Το γρατζουνάω τό 'χουμε.
θυμήθηκα στάνταρ ότι το λέγαμε βάζουμε πόδια.