Από την άλλη, μάλλον ήμασταν έτοιμοι να ενσωματώσουμε έναν τέτοιο ιδιωματισμό, έχοντας από τους αρχαίους ημών το γάρ.
Στη Χίο (κυρίως στην πόλη παρά στα χωριά) λέγεται τσούρουγλας (Βασικά το λαρύγγι του ψημένου κοτόπουλου και συνεκδοχικά-αστειατορικά και του ανθρώπου)
Τί κότα τρως άμα δε πιπιλίσεις τον τσούρουγλα...
Μην πίνεις ανάφραντα, θα σου κάτσει στον τσούρουγλα...
Εκτός κι αν προέρχεται από τη ρούχλα με το επιτατικό πρόθεμα ζα- (όπως λέμε ζαβαρακατρανέμια).
Ο Τριαντάφυλλος πάντως στην προκειμένη περίπτωση καταγράφει τα:
βροχούλα η YΠΟKΟΡ για μικρή ποσότητα βροχής: Mια σιγανή ~ δρόσισε το καλοκαιριάτικο απομεσήμερο.
βροχάρα η MΕΓΕΘ για μεγάλη ποσότητα βροχής: Έριξε μια ~ και πλημμύρισαν οι δρόμοι. [ελνστ. βροχή· βροχ(ή) -ούλα· βροχ(ή) -άρα]
Τέσπα, προκειμένου να διαφυλάξουμε την καλή φήμη του σαητόστ, δεν έχω αντίρρηση ο ορισμός να αλλάξει από...
Η χοντρή βροχοσταλίδα, αυτή που σκάει κατάχαμα σαν ροχάλα.
σε
Η βροχάρα, ή η χοντρή βροχοσταλίδα που σκάει κατάχαμα σαν ροχάλα.
...το δε κάτω σχόλιο να γίνει...
Παίζει κι ως φτηνό λολοπαίγνιο εκ της βρόχας και τση ροχάλας.
Για την ακρίβεια, έχει τα εξής ο Τριαντάφυλλος:
-άλα [ála] : επίθημα θηλυκών ουσιαστικών παράγωγων από ρήματα· εκφράζει την ενέργεια ή το αποτέλεσμα της ενέργειας του ρήματος: (κρεμώ) κρεμάλα, (τρέχω) τρεχάλα, (φεύγω) φευγάλα.
-άλας [álas] θηλ. -άλα [ála] : επίθημα με επιτατική σημασία ουσιαστικών παράγωγων από ονόματα· δηλώνει το πρόσωπο που χαρακτηρίζεται σε μεγάλο βαθμό από την ιδιότητα που συνεπάγεται η πρωτότυπη λέξη· (βλ. -αλάς): (πείνα) πεινάλας.
Άρα, να τα λέμε κι αυτά, ούτε γώ τα λέω καλά, σύμφωνα τουλάχιστον με τον Τριανταφυλλίδη. Μάλλον συνδυασμό των δύο επιθημάτων έχουμε δώ, ίσως και έλξη απο το ψιχάλα, παρά αυτούσιο επιτατικό επίθημα -άλα (οπου να υπάγονται αμφότερα τα βροχάλα και τρεχάλα).
Παρόμοιος σχηματισμός και το βροχαλάκι (γκουγκλάρεται κι αυτό).
Μή συμφωνείς, αλλα η λέξη δέν προκύπτει ως λογοπαίγνιο, το λογοπαίγνιο είναι ευκολιά άφτερ δε φάκτ, όπως και άπειρα άλλα. Σε λίγο θα μας πείς κι οτι το καρέκλα προκύπτει απ' το κάψιμο και τη ρέκλα να πούμε...
Μ' αυτά τα θολωτικά που γράφεις θα φάμε ομαδικά ροχάλα.
Δεν συμφωνώ, όποτε το έχω ακούσει είναι στα πλαίσια του "έφαγα μια βροχάλα σαν ροχάλα".
- ΕΝΤΑΞΕΙ ΕΒΡΕΧΕ ΡΟΧΑΛΕΣ. ... ΤΑΙΝΙΑ ΒΡΕΧΕΙ ΚΕΦΤΕΔΕΣ, Ε ΤΟ ΠΕΡΑΣΜΕΝΟ ΣΑΒΒΑΤΟ ΕΒΡΕΧΕ ΡΟΧΑΛΕΣ. ..... ΔΗΛΑΔΗ ΟΧΙ ΑΠΛΑ ΡΟΧΑΛΑ, ΒΡΟΧΑΛΑ. (εδώ)
- Kέλε κέλε την Βροχάλα Κελέ κελέ Αρμενίας στη Γιουροβίζιον, βροχή, ροχάλα; Τι συμβαίνει μες στο μυαλό σας;
Φιλικά,
Παυλής
Εντελώς φάουλ ορισμός. Βροχάλα σημαίνει "πολύ δυνατή βροχή" βάσει του μεγεθυντικού -άλα (βλέπε και τρεχάλα), ποιό "λογοπαίγνιο";... Φαίνεται και απ' τα παραδείγματα.
Συμφωνώ με σούλτο, το αρσενικό χρησιμοποιείται εξίσου, έχω την εντύπωση, δέν είναι κατεξοχήν σεξιστική κουβέντα.
Δέν τό 'χω ακούσει.
Στο πολιτικό ντισκούρ παίζει και ως αποκατάσταση.
Θά 'χ' ενδιαφέρον μιά ρητή αντιπαραβολή με τον όρο εχθρός. Σύμφωνα με τον ορισμό επάνω, έχουμε επικάλυψη, αλλα και σαφείς σημασιολογικές διαφορές, που φαίνονται ήδη στη σύνταξη (το εχθρός δέν συντάσσεται μόνο του, χρειάζεται προσδιορισμό, εχθρός ποιανού;).
Ωραίος, Χάν.
Αντώνυμο: φρεντόπουστας
Χαχα. Δεν ήξερα ότι κατέβηκε, ίσως καλά έκανε και κατέβηκε, δεδομένου ότι δεν καταλάβαινες και πολλά από τον ορισμό. Απλώς σε εφημερίδες τύπου (χ)εσπρέσο μιλάνε αυτές τις μέρες για μια (αμερικλάνικη) φετιχιστική πρακτική όπου η ερωμένη λιώνει κέικ/ τούρτα με τα οπίσθιά της. Αυτό. Νομίζω ότι είναι αμερικλάνικου και ελληνοαμερικλάνικου ενδιαφέροντος το θέμα (βλ. cake farting στον γούγλη) που απλώς έτυχε να "παίξει" και στην Ελλάδα λόγω ενός σκανδάλου.
Αν και δεν κατάλαβα πώς είναι επίκαιρο, ναι, υπάρχει ένας ορισμός που κατέβηκε μετά από συνεννόηση με τον συντάκτη και θα ανέβαινε εμπλουτισμένος/τροποποιημένος. Το λήμμα ήταν "κλάνω κεκ".
Δηλαδή τι συμβαίνει με την φάση αυτή;
Παρεμπιφτού, το κέικ/ κεκ είναι και επίκαιρο σε σχέση με σκάνδαλο που μο(υ)νοπωλεί αυτές τις μέρες τα σκανδαλοθηρικά χεσύντροφα έντυπα, αναφερόμενο στη φετιχιστική πρακτική να λιώνεται ένα κέικ από την πυγή της ερωμένης. Ίσως υπαινίχθηκε αυτήν την πρακτική που διαδόθηκε στην ειδησεογραφία ένας σύσσλανγκος σε κάποιο λήμμα που μιλούσε για cake farting κτλ (κυριολεκτικά αμερικλανιά, αφού νομίζω ότι μόνο στην Αμερική υπάρχει κάτι τέτοιο).
@vikar.Ευχαριστώ πολύ για την πολύτιμη (για μένα) πληροφόρηση. Θα τα μελετήσω ενδελεχώς αμφότερα.
Εντωμεταξύ, ξές οτ' είναι «τύπα» και όχι «τύπος», έ;... (ψάξ' το, γατ' ήδη το χέσαμε το λήμμα)
Πολύ ωραίος!
Η αποβολή του γάμα είναι θέμα γενικότερα στα ελληνικά, βλέπε λέ(γ)ω, τρώ(γ)ω και λοιπά. Ειδικότερα στις διαλέκτους πρέπει να είναι πιό ελεύθερα τα πράγματα. Βρίσκω στα πρόχειρα για τα ναξιώτικα αυτό το πιντιέφ και ένα πόστ σε ιστολόι:
Αλλά και τα σύμφωνα υφίστανται αποβολές, αλλαγές, μεταθέσεις, φαινόμενο σύνηθες στο νότιο ιδίωμα. Πολύ συνήθης είναι η αποβολή του /γ/ ανάμεσα σε δύο φωνήεντα (φυ’ή= φυγή, φρύ’ανο= φρύγανο, πη’αίνω= πηγαίνω), αλλά και η ανάπτυξή του στις ρηματικές καταλήξεις των ρημάτων σε -εύω ή -βω (κόβγω= κόβω, σκύβγω= σκύβω).
Αλλα νά και ένα πιντιέφ για τα τρικαλινά (το δικεόρος άλλωστε, μέσ' απο παλιές ελληνικές ταινίες πιθανώς, έχει περάσει και στην αργκό σε στίλ ψευτοχωριάτικων).
Ότι νά 'ναι.
Σαπώ, Χτήνος.