νοηματικά μου θυμίζει τον μαμαδισμό (και παιδικό συναγωνισμο) του "οπου κατουρήσει πιό μακριά" (σε ηλικίες που το μεγαλύτερο μήκος μόνο σ' αυτό χρησίμευε)
κάτι σαν "έχει ωραίο avatar";
Μια μονάδα μέτρησης που έλειπε από τα μέτρα και σταθμά του σάητος. Εύγε!
Το χεσαριό τό έχω ακούσει και χεζουριό (εκ του χέζω σκέτου, ή χέζω + ουρώ άραγες και σίγουρα σκυλοβρωμάει)
Συνειρμικώς το χεσαριό = καμπινές, που το είχα πετύχει σε καναδυό κείμενα στο απώτερο παρελθόν αλλά δεν το βρίσκω στο νέτι (ευτυχώς, υποψιάζομαι ότι βρομοσκυλάει).
Γουγλίζεται και ως μπιντέιτ (προφ. < μπιντές).
το απέκης δεν θυμάμαι ποτέ να το άκουσα λευκάδα, όπως και το τρόκολο, που αν ήταν σε ευρεία χρήση θα είχα καλές πιθανότητες να το έχω ακούσει δίπλα στο λιτρουβιό-λιοτριβιό που είναι σε ευρύτατη, διότι η οικογένεια της μάνας μου (εκτός από ζώα κύριε διοικητά :Ρ) έχει και κάτι ρίζες ελιές. η δε μάνα μου το ξέρει μόνο από 2ο χέρι κ την λευκαδίτικη λαογραφία προσωπικά την θεωρώ αρκετά αναξιόπιστη γιατί μου φαίνεται να έχει μια δόση μεγαλομανίας κ να προσπαθεί ντε κ καλά να εντάξει την λευκάδα στα επτάνησα παραπάνω απ' όσο ανήκει πολιτισμικά.
οι κάτοικοι της εγγύς αιτ/νίας (γιατί η ναύπακτος δεν απασχόλησε και ποτέ κανέναν λευκαδίτη) είναι "οι απέκεια", με απευθείας ουσιαστικοποίηση του τοπικού επιρρήματος, ή απλά "βλάχοι" και όχι (απ' όσο θυμάμαι) απέκηδες, το οποίο μου βγάζει κάτι το πελοποννησιακό. κάπου παρατήρησα κ την γενικότερη χρήση της κατάληξης -ηδες, πχ μαλάκηδες, απ' τους πελοποννήσιους.
για το "μόνο" στη λευκάδα, δεν είπα πουθενά "μόνο". απλά επειδή δεν κάνουμε μαθηματικά εδώ μπορώ να δώσω πιο εύκολα θετική γνώση ότι κάτι όντως λέγεται κάπου (κ αυτό πάντα με επιφύλαξη ακριβώς για τους λόγους που λες κ συ) από αρνητική, ότι κάτι δεν λέγεται. τα λευκαδίτικα που λέω λοιπόν, δεν σημαίνουν (απαραίτητα) ότι όταν περάσεις τη γέφυρα η λέξη σταματάει να έχει νόημα. σημαίνουν ότι αν πεις πχ "το άφησα αυτού" στον κολωνακιώτη θα στραβομουτσουνιάσει κ θα σε πει χωριάτη, ότι λέγεται εξακριβωμένα λευκάδα και είναι κάτι που δεν θα περίμενα να πει ο πατέρας μου πχ, που είναι από δράμα. συνεπώς, είναι μη τυπικά ελληνικά, λέγονται λευκάδα και υπάρχει κ μέρος στην ελλάδα όπου δεν λέγονται.
τώρα για τον κυρ-βασίλη, είσαι ο 1ος που ξέρω από κει που δεν τον αναγνωρίζει ως καλό δείγμα σκατόψυχου πατρινού μπάρμπα, που ήταν πασόκος πριν υπάρξει πασόκ επειδή ο παπαντρέας ήταν πατρινός. τον θυμάμαι δε γενικά να μιλάει για ζωή στην πάτρα με τρόπο πειστικό, αλλά πάσο, δεν έχω δει κ οικογενιακό δέντρο.
Ούτε ο http://www.slang.gr/lemma/14272-apekis λέγεται μόνο στη Λευκάδα, ούτε το "αλλά?"/"αμέ"-ιδιωμ."αμή?" (θυμ. και βορειοελλαδίτη Χατζηχρήστο σε "αμ'πώς?") μόνο στην Στερεά (παίζει και στην ύπαιθρο Ηπείρου και Μοριά) ούτε στην Αθήνα λέγεται (παρά μόνο χλευαστικά-πλακατζήδικα), ούτε ο κυρ-Βασίλης υπήρξε ποτέ Πατρινός, παρά κάτοικος Πατρών (δηλ. από την δεξαμενή της γραμμής Ηπείρου-Ιονίων-Δ. Στερεάς μέχρι και Μεσσηνία) και ποιός ξέρει ποιανού διαόλου ξεσταύρι. Το ότι άκουσα έναν Εβρίτη στη Νάουσσα να μιλάει την ντοπιολαλιά του, δεν σημαίνει ούτε ότι είναι εν είδει "ναουσσαίικα" ούτε εν γένει "μακεδονίτικα".
-ΝτιμπέιΤ, ακάουνΤ, τουήΤ, μένσιοΝ. Λευτεριά στα αγγλικά σύμφωνα ρε.
-και μένα μου τη δίνουν τα ακάου που γραφουν τουη για το σημερινο ντιμπέη και δεν το γραφουν σωστά. σόρυ για το μένσιο
-ρε τη μπαλευετε το ντιμπεη ειναι του ατερμονου του υπερμεγεθους του ενος και μοναδικου αλεφαντου, μαθετε μπαλιτσα
Μόνο αυτών που πιάνονται στα δίχτυα και αφού τους αφαιρέσεις τη χολή προσεκτικά για να μη σπάσει, γιατί τότε τα εντόσθια πικρίζουν. Στους ντουφεκισμένους αναγκαστικά αφαιρώ τα εντόσθια.
Music to my ears! Νοστιμότατο, τρώγονται και τα σωθικά του.
@σούλτω. Καλά το ψυλλιάστηκα!
Όπως και:
[[i]Κούνα μπέμπη τον κεφτέ σου,
να φχαριστηθεί ο τζες σου.
Κούνα μπέμπη τον κλανιά σου,
Χα! Κτγμ η τσαχπινιά εν προκειμένω έγκειται στη ευμετάβλητη και υδραργυρική φύση του κωλαρακίου, αυτό που η Ντοράδα μάλλον ανυπόστατα αποκαλεί κωλομπαρίζω.
Την έκφραση την αναφέρει ο Τσιφόρος στα "Παιδιά της Πιάτσας" περιγράφοντας σκηνή με παπατζήδες, όπου οι "αβανταδόροι" (τους έλεγαν και "νερά", γιατί τους έστελναν να φέρουν και κανένα νερό από το κοντινό καφενείο) κοίταζαν ψηλά και έλεγαν, δήθεν αδιάφορα: "σύρμα", όταν έβλεπαν να πλησιάζει αστυνομικός.
Τα παραπάνω με επιφύλαξη, γιατί τα γράφω όπως τα θυμάμαι. Αν κάποιος διαθέτει το βιβλίο ας βοηθήσει.
Πάντως είναι πιθανό η έκφραση να προήλθε "κατά συνεκδοχήν" (σύρμα:προσοχή κίνδυνος φυλάκισης), επειδή οι χώροι εγκλεισμού (φυλακές-στρατόπεδα) ηταν περιφραγμένα με συρματοπλέγματα (σύρματα). Αναφέρω χαρακτηριστικά τα "Σύρματατα",στρατόπεδα εγκλεισμού στη Μέση Ανατολή κατά τη διάρκεια του 2ου Παγκοσμίου Πολέμου, όπου οι Άγγλοι φυλάκισαν τους Έλληνες στρατιώτες και αξιωματικούς που συμμετείχαν στα Κινήματα της Μέσης Ανατολής.
Τ' είπες τώρα! La yayan révoltée!
Δες και το τσαχπινοκωλιά.
Απολαυστικό!
Δεν είχα ξανακούσει την έκφραση. Αν το δούμε όμως βάσει των εννοιών των δύο συνθετικών, μάλλον αλλού οδηγούμεθα.
Θυμήθηκα τα λεγόμενα ενός παλιού θυμόσοφου καλαμπουρτζή από την Κύθνο:
"Εγώ φταίω που δε μπορεί να περπατήσει η γριά μου. Της σήκωνα τα ποδάρια και μούτζωνε το Θεό κι εκείνος την τιμώρησε!"
Μάλλον έκοψε κι έγραψε!
Khan
in κουτσουμπήλω / του γκουντουμπήτρου / αγκατσούμπε