#1
σφυρίζων

in ράψου

Αγγλιστί: Suit-up!

#2
etsaki

in αβέρτα κουβέρτα

Τον παλιό καιρό οι καθώς πρέπει άνθρωποι έκαναν έρωτα το βράδυ στο κρεβάτι κάτω από την κουβέρτα. Ξεσκέπαστος ήταν πολύ προχωρημένο για τα ζευγάρια της εποχής. Η φράση αυτή ξεκίνησε κυρίως με το «αυτή γαμ... αβέρτα κουβέρτα» δηλαδή ξεσκέπαστη όπως οι πόρνες

#3
Khan

in μπαμπάτσικο

Ανήκει και στην ιδιόλεκτο του γέροντος Παϊσίου:

«Η πολλή αγάπη και ταπείνωση του Γέροντα δεν είχε όρια. Κάποτε μου έλεγε, του είχε παρουσιασθή ο διάβολος μέσα στο κελλί του σαν σκύλος φοβερός, ο οποίος πετούσε φωτιές από το στόμα του, και όρμησε πάνω του να τον πνίξει, γιατί καιγόταν όπως του είπε, από τις προσευχές του. Ο Γέρο-Αυγουστίνος τον άρπαξε και τον πέταξε στον τοίχο και του είπε:
-Κακέ διάβολε, γιατί πολεμάς τα πλάσματα του Θεού;
Μου έλεγε στην συνέχεια ο Γέροντας:
-Και ο διάβολος δυνατός, αλλά και εγώ μπαμπάτσικος, τον κόλλησα στον τοίχο. Μετά όμως πολύ με έτυπτε η συνείδησή μου, που χτύπησα τον διάβολο. Περίμενα με αγωνία πότε να φωτίσει, για να πάω στον Πνευματικό μου να εξομολογηθώ, γιατί χτύπησα τον διάβολο. Μόλις φώτισε, πήγα στην Προβάτα, στον Πνευματικό μου και εξομολογήθηκα». (δες).

#4
Khan

in -όβιος

Ετς! Βλ. και μπαρόβιος.

#5
Galadriel

in ψεύτρης

[περιμένω να ακούσω]

#6
dryhammer

in καβρουμάς

καβουρμάς λέγεται, είναι ανατολίτικη συνταγή που υπάρχει σε Μακεδονία, Θράκη και αλλού σε διάφορες παραλλαγές ακόμα και σε κονσέρβα...

#7
Khan

in μεσίκ

Το μήδι σχετικοάσχετο με το λήμμα («με σύκα» λέει η Πάολα).

Παρεμφερές και το «50 χρόνια για να φτάσει τους γα(ι)δάρους»

Αντίστοιχο το χιώτικο:
«Δώκανε και λίρες της μαμής (πού έβγαλε το γιό)»

#10
dryhammer

in (μ)πακοτίλιες

Το έμενταλ καλπάζει!! έχω σχολιάσει ήδη 8-9 ορισμούς στο ψ και μάλιστα τόσο πρόσφατα... (χθές προχτές)

#11
dryhammer

in (μ)πακοτίλιες

Εξεπετάχθησαν χωρίς κάτι το άξιον μνείας (εκτος κι άν φάω φλασιά)

#12
dryhammer

in -όβιος

Στην εποχή του ήταν ύμνος

#13
dryhammer

in -όβιος

Η μπαρόβια- 1979
Τραγουδιστής: Τάνια Ελληναίου
Στίχοι: Τάσος Δαμάσκος
Μουσική: Μπάμπης Βαρσαμάς

Στον πάγκο τα ποτήρια που μοιράζω
και που προσφέρω φευγαλέες ηδονές
μαθαίνω τους πελάτες να διαβάζω,
πάντα παρέα να τους κάνω στις κακές.

Αν είμαι κάθε βράδυ μες στα μπαρ,
το παρελθόν με καταδίκασε ισόβια.
Σταμπάρισαν την κάρτα μου γι’ αυτό
και την ταυτότητα που γράφει:
Η μπαρόβια.

Η μόνη της ζωής μου ευτυχία:
κάποια ελπίδα ριζωμένη στο μυαλό
πως κάποιος την πικρή μου την πορεία
θα οδηγήσει για το δρόμο το σωστό.

Αν είμαι κάθε βράδυ μες στα μπαρ,
το παρελθόν με καταδίκασε ισόβια.
Σταμπάρισαν την κάρτα μου γι’ αυτό
και την ταυτότητα που γράφει:
Η μπαρόβια.

#14
deinosavros

in (μ)πακοτίλιες

Ωπα μάστορα, πού βρέθηκες εδώ; Εχεις ακόμα ψ και ω να τελειώσεις :-Ρ

#15
dryhammer

in (μ)πακοτίλιες

Η γιαγιά μου και άλλοι πρόσφυγες της γενιάς της (γενν. 1890) μου έλεγαν οτι «οι Γερμανοί χαλάσανε τους Τούρκους, που κάνανε τις λίρες μπαγκανότες». Με τη συμμαχία Τούρκων-Γερμανών περί τον Α'ΠΠ, οι (Γερμανοί) σύμβουλοι του Σουλτάνου φρόντισαν ωστε η Τούρκικη λίρα, χρυσή μέχρι τότε - επομένως σταθερή σαν αξία, να μετατραπεί σε χάρτινη (μπαγκανότα) άρα εύκολα να γίνει πληθωριστική πακοτίλια.

#16
dryhammer

in (κάνω κάτι) οικόπεδο

Δημήτρη μου, Δημήτρη μου - 1966

Στίχοι: Αλέκος Σακελλάριος
Μουσική: Γιώργος Ζαμπέτας 1. Αλίκη Βουγιουκλάκη
2. Ζωή Φυτούση
3. Πόπη Αστεριάδη

Δημήτρη μου, Δημήτρη μου
μου το ‘κλεισες το σπίτι μου.
Μου το ‘κανες οικόπεδο
γιατί είσαι ομορφόπαιδο.

Δημήτρη ντερμπεντέρη μου
εσένα θέλω ταίρι μου,
δικά σου όλα τα ακίνητα
και βίλα κι αυτοκίνητα.

Δημήτρη μου λεβέντη μου,
καημός είσαι και γλέντι μου,
το γέλιο μου, το κλάμα μου,
ντροπή μου και ρεκλάμα μου.

#17
Khan

in κονάτο

Καταθέτω και την έκφραση τσακωμένα βυζιά για τα κονάτα βυζιά που είναι αφύσικα απομακρυσμένα μεταξύ τους λόγω κακού πλαστικού.

#18
deinosavros

in αγκαλιάζομαι

Αράσσουν κι αγκαλιάζουνται κρατώντας τα πουνιάλα
επιάσαν τα κοντά άρματα κι εφήκαν τα μεγάλα.

(Ερωτόκριτος)

Edited by MT :
αναμορφοποίηση markdown
#19
Khan

in καβρουμάς

Σωστός, από την τουρκική λέξη kavurmak. Νομίζω λέγεται και καβουρμάς. Από εκεί δεν βγαίνει και το καβουρδίζω;

#20
dryhammer

in ψεύτρης

[κοντεύω να τα τελειώσω]

#21
dryhammer

in ψωμοσάκουλο

Σχετικοάσχετο:
Σε παλιότερες εποχές (των οποίων τα κατάλοιπα πληρώνουμε) ο κόσμος προσπαθούσε να χορτάσει την πείνα του τρώγωντας πολύ (φτηνό) ψωμί γιατί τα άλλα έλειπαν. Η μάνα μου θυμάται τη γιαγιά μου να τους λέει χαρακτηριστικά «Πολύ πολύ ψωμάκι και λίγο λίγο το τυράκι γιατί κάνει σκουλήκια» (Πρόσφυγες, εφτά παιδιά σέ δύο δωμάτια κλπ κλπ)

#22
Khan

in βλάκας με περικεφαλαία

«Υπάρχουν δυο μεγάλες κατηγορίες ταλιμπάν Εθνικής Ελλάδος στο ίντερνετ: Οι μαλάκες με περικεφαλαία και οι μαλάκες με κεφαλαία.» (Από το φατσομπούκι)

Στα παιδικάτα μου ήξερα την παραλλαγή του ως απάντηση στο «Γειά σου» «Η ψωλή μου στα μεριά σου»

#24
dryhammer

in ψόφιος κοριός

Ο κοριός μπορεί να επιβιώσει σε ένα ευρύ φάσμα θερμοκρασιών και ατμοσφαιρικών συνθηκών. Κάτω από τους 16,1 ° C (61,0 ° F), οι ενήλικες μπαίνουν σε ημι-χειμερία νάρκη και μπορούν να επιμηκύνουν το χρόνο επιβίωσης τους. .
Οι κοριοί όταν νιώσουν κίνδυνο παριστάνουν ότι είναι νεκροί

(απο κοριο-σάιτ)

#25
dryhammer

in ψοφάω

Να προσθέσω στο σχόλιο του aias.ath και τον απαρχαιωμένο όρο ψοφοδεής για τον πολύ φοβητσιάρη - που ακούει ένα πάφ! και σκιάζεται.

#26
dryhammer

in ψηφοφθόροι

@ 2o σχόλιο (παραλληλισμού ανθρώπων κρασιών):
Το καλό κρασί παλιώνοντας γίνεται καλύτερο (ωριμάζει-μεστώνει), το κακό κρασί ξινίζει και το φτηνό απλά ξεθυμαίνει...

#27
Galadriel

in ψεύτρης

[να υποθέσω ότι έχεις πιάσει το ψ στα λήμματα; :D ]

#28
dryhammer

in ψεύτρης

Υπάρχει και ο (προσφυγικής καταγωγής) πληθυντικός του ψεύτης, οι ψεύτρηδοι κατά το άντρηδοι κλπ

#29
dryhammer

in ψευδομπουρδέλο

Εκεί που ο ψευδοΡΤΤ τους σου χρεώνει ψευδομονάδες; (Eνίοτε το κάνουν και οι δικοί μας φορείς τηλεπικοινωνίας)

Μια μικρή ενστασούλα. Την εποχή του «ψεκάστε, σκουπίστε, τελειώσατε» δεν υπήρχαν βετέξ και το κουζινόχαρτο πουλιόταν σε μπουτίκ. Τότε για τα τζάμια το καλύτερο (μάλλον και το μοναδικό) χαρτί ήταν η εφημερίδα, κάτι που πολλοί το υποστηρίζουν μέχρι σήμερα, αρκέι να είναι πάνω από βδομάδας για να έχει «σπάσει»(= μαλακώσει). Τα ξεσκονόπανα αποκλείονταν γιατί άφηναν χνούδι.