Τον παλιό καιρό οι καθώς πρέπει άνθρωποι έκαναν έρωτα το βράδυ στο κρεβάτι κάτω από την κουβέρτα. Ξεσκέπαστος ήταν πολύ προχωρημένο για τα ζευγάρια της εποχής. Η φράση αυτή ξεκίνησε κυρίως με το «αυτή γαμ... αβέρτα κουβέρτα» δηλαδή ξεσκέπαστη όπως οι πόρνες
Ανήκει και στην ιδιόλεκτο του γέροντος Παϊσίου:
«Η πολλή αγάπη και ταπείνωση του Γέροντα δεν είχε όρια. Κάποτε μου έλεγε, του είχε παρουσιασθή ο διάβολος μέσα στο κελλί του σαν σκύλος φοβερός, ο οποίος πετούσε φωτιές από το στόμα του, και όρμησε πάνω του να τον πνίξει, γιατί καιγόταν όπως του είπε, από τις προσευχές του. Ο Γέρο-Αυγουστίνος τον άρπαξε και τον πέταξε στον τοίχο και του είπε:
-Κακέ διάβολε, γιατί πολεμάς τα πλάσματα του Θεού;
Μου έλεγε στην συνέχεια ο Γέροντας:
-Και ο διάβολος δυνατός, αλλά και εγώ μπαμπάτσικος, τον κόλλησα στον τοίχο. Μετά όμως πολύ με έτυπτε η συνείδησή μου, που χτύπησα τον διάβολο. Περίμενα με αγωνία πότε να φωτίσει, για να πάω στον Πνευματικό μου να εξομολογηθώ, γιατί χτύπησα τον διάβολο. Μόλις φώτισε, πήγα στην Προβάτα, στον Πνευματικό μου και εξομολογήθηκα». (δες).
καβουρμάς λέγεται, είναι ανατολίτικη συνταγή που υπάρχει σε Μακεδονία, Θράκη και αλλού σε διάφορες παραλλαγές ακόμα και σε κονσέρβα...
Παρεμφερές και το «50 χρόνια για να φτάσει τους γα(ι)δάρους»
Αντίστοιχο το χιώτικο:
«Δώκανε και λίρες της μαμής (πού έβγαλε το γιό)»
Το έμενταλ καλπάζει!! έχω σχολιάσει ήδη 8-9 ορισμούς στο ψ και μάλιστα τόσο πρόσφατα... (χθές προχτές)
Εξεπετάχθησαν χωρίς κάτι το άξιον μνείας (εκτος κι άν φάω φλασιά)
Η μπαρόβια- 1979
Τραγουδιστής: Τάνια Ελληναίου
Στίχοι: Τάσος Δαμάσκος
Μουσική: Μπάμπης Βαρσαμάς
Στον πάγκο τα ποτήρια που μοιράζω
και που προσφέρω φευγαλέες ηδονές
μαθαίνω τους πελάτες να διαβάζω,
πάντα παρέα να τους κάνω στις κακές.
Αν είμαι κάθε βράδυ μες στα μπαρ,
το παρελθόν με καταδίκασε ισόβια.
Σταμπάρισαν την κάρτα μου γι’ αυτό
και την ταυτότητα που γράφει:
Η μπαρόβια.
Η μόνη της ζωής μου ευτυχία:
κάποια ελπίδα ριζωμένη στο μυαλό
πως κάποιος την πικρή μου την πορεία
θα οδηγήσει για το δρόμο το σωστό.
Αν είμαι κάθε βράδυ μες στα μπαρ,
το παρελθόν με καταδίκασε ισόβια.
Σταμπάρισαν την κάρτα μου γι’ αυτό
και την ταυτότητα που γράφει:
Η μπαρόβια.
Ωπα μάστορα, πού βρέθηκες εδώ; Εχεις ακόμα ψ και ω να τελειώσεις :-Ρ
Η γιαγιά μου και άλλοι πρόσφυγες της γενιάς της (γενν. 1890) μου έλεγαν οτι «οι Γερμανοί χαλάσανε τους Τούρκους, που κάνανε τις λίρες μπαγκανότες». Με τη συμμαχία Τούρκων-Γερμανών περί τον Α'ΠΠ, οι (Γερμανοί) σύμβουλοι του Σουλτάνου φρόντισαν ωστε η Τούρκικη λίρα, χρυσή μέχρι τότε - επομένως σταθερή σαν αξία, να μετατραπεί σε χάρτινη (μπαγκανότα) άρα εύκολα να γίνει πληθωριστική πακοτίλια.
Δημήτρη μου, Δημήτρη μου - 1966
Στίχοι: Αλέκος Σακελλάριος
Μουσική: Γιώργος Ζαμπέτας
1. Αλίκη Βουγιουκλάκη
2. Ζωή Φυτούση
3. Πόπη Αστεριάδη
Δημήτρη μου, Δημήτρη μου
μου το ‘κλεισες το σπίτι μου.
Μου το ‘κανες οικόπεδο
γιατί είσαι ομορφόπαιδο.
Δημήτρη ντερμπεντέρη μου
εσένα θέλω ταίρι μου,
δικά σου όλα τα ακίνητα
και βίλα κι αυτοκίνητα.
Δημήτρη μου λεβέντη μου,
καημός είσαι και γλέντι μου,
το γέλιο μου, το κλάμα μου,
ντροπή μου και ρεκλάμα μου.
Καταθέτω και την έκφραση τσακωμένα βυζιά για τα κονάτα βυζιά που είναι αφύσικα απομακρυσμένα μεταξύ τους λόγω κακού πλαστικού.
Αράσσουν κι αγκαλιάζουνται κρατώντας τα πουνιάλα
επιάσαν τα κοντά άρματα κι εφήκαν τα μεγάλα.(Ερωτόκριτος)
Σωστός, από την τουρκική λέξη kavurmak. Νομίζω λέγεται και καβουρμάς. Από εκεί δεν βγαίνει και το καβουρδίζω;
Σχετικοάσχετο:
Σε παλιότερες εποχές (των οποίων τα κατάλοιπα πληρώνουμε) ο κόσμος προσπαθούσε να χορτάσει την πείνα του τρώγωντας πολύ (φτηνό) ψωμί γιατί τα άλλα έλειπαν. Η μάνα μου θυμάται τη γιαγιά μου να τους λέει χαρακτηριστικά «Πολύ πολύ ψωμάκι και λίγο λίγο το τυράκι γιατί κάνει σκουλήκια» (Πρόσφυγες, εφτά παιδιά σέ δύο δωμάτια κλπ κλπ)
«Υπάρχουν δυο μεγάλες κατηγορίες ταλιμπάν Εθνικής Ελλάδος στο ίντερνετ: Οι μαλάκες με περικεφαλαία και οι μαλάκες με κεφαλαία.» (Από το φατσομπούκι)
Στα παιδικάτα μου ήξερα την παραλλαγή του ως απάντηση στο «Γειά σου» «Η ψωλή μου στα μεριά σου»
Ο κοριός μπορεί να επιβιώσει σε ένα ευρύ φάσμα θερμοκρασιών και ατμοσφαιρικών συνθηκών. Κάτω από τους 16,1 ° C (61,0 ° F), οι ενήλικες μπαίνουν σε ημι-χειμερία νάρκη και μπορούν να επιμηκύνουν το χρόνο επιβίωσης τους. .
Οι κοριοί όταν νιώσουν κίνδυνο παριστάνουν ότι είναι νεκροί
(απο κοριο-σάιτ)
Να προσθέσω στο σχόλιο του aias.ath και τον απαρχαιωμένο όρο ψοφοδεής για τον πολύ φοβητσιάρη - που ακούει ένα πάφ! και σκιάζεται.
@ 2o σχόλιο (παραλληλισμού ανθρώπων κρασιών):
Το καλό κρασί παλιώνοντας γίνεται καλύτερο (ωριμάζει-μεστώνει), το κακό κρασί ξινίζει και το φτηνό απλά ξεθυμαίνει...
Υπάρχει και ο (προσφυγικής καταγωγής) πληθυντικός του ψεύτης, οι ψεύτρηδοι κατά το άντρηδοι κλπ
Εκεί που ο ψευδοΡΤΤ τους σου χρεώνει ψευδομονάδες; (Eνίοτε το κάνουν και οι δικοί μας φορείς τηλεπικοινωνίας)
Μια μικρή ενστασούλα. Την εποχή του «ψεκάστε, σκουπίστε, τελειώσατε» δεν υπήρχαν βετέξ και το κουζινόχαρτο πουλιόταν σε μπουτίκ. Τότε για τα τζάμια το καλύτερο (μάλλον και το μοναδικό) χαρτί ήταν η εφημερίδα, κάτι που πολλοί το υποστηρίζουν μέχρι σήμερα, αρκέι να είναι πάνω από βδομάδας για να έχει «σπάσει»(= μαλακώσει). Τα ξεσκονόπανα αποκλείονταν γιατί άφηναν χνούδι.
Αγγλιστί: Suit-up!