βακέτα redirects to βακέττα (for which one more definition been submitted).

Η ξεπεσμένη πουτάνα, πρώην καλή και τώρα γρια-μάπα... Όταν κάποια ξεπεσμένη παριστάνει την όμορφη. Έκφραση λιμανιού Πειραιά του 50' και πιο πριν.

Ίσα μωρή βακέτα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

#1
GATZMAN

Πολύ ωραίος όρος. Τον χρησιμοποιώ που και που. Ξέρεις ετυμολογία;

#2
Vrastaman

... ίσως από το Ιταλικό ιταλ. vacchetta (αγελάδα)

#3
HODJAS

Στός ο Βράστ.
Πρόκειται για φτηνό αγελαδινό ακατέργαστο δέρμα, για παπούτσια-τσάντες κλπ, που βρίσκεις στο Μοναστηράκι μπιρ-παρά.
Ο Φέρμας ξουριζόμενος για έξοδο με γκόμενα λέει στον δόκιμο Παπαφίγκο (Χατζηχρήστο):
-Κόψε μάπα! Σεβρό! (παλιό ακριβό και μαλακό δερμάτινο εγκλέζικο παπούτσι Cheviot)
-Καλά, σεβρό δεν είναι-βακέττα είναι... (δηλαδή θές ακόμα περιποίηση να μαλακώσει). Μάστορα! Φέρε καυτό νερό!

#4
kounelos66

Ίσως από το ισπανικό vaca (αγελάδα)