Ελληνογαλλική συμμαχική λέξη: κωλόπαιδο. Κώλος + enfant (= παιδί), ήτοι το εκ του αφεδρώνος τεχθέν (μεταφορικώς) ή συλληφθέν (κυριολεκτικώς) παιδί, δια της μεθόδου του μπα(ν)τανά (βλ. λήμματα: μπατανόπιασμα / μπαντανόπιασμα, πινέλο).

Μπινελίκι εισαγωγής, χρησιμοποιήθηκε κατά κόρον επί της δεύτερης καραμανλοκρατίας, δώρο του Ντεστέν στο «φρύδια», που την κουβάλησε στον διπλωματικό του σάκο μαζί με τη δημοκρατία, κάτι μιράζ και υποσχέσεις εισδοχής στην Ε.Ο.Κ.

Αποπνέει μια δροσερή εξωτική εσάνς και φοριέται και στο δεξί σαν κόσμημα, με παρασόλι και αποικιακή κάσκα.

- Τσιμπάει μπάρμπα;
- Μπαρμπαριά και Τούνεζι να σε κόψει. Φύγε απο δώ βρέ κωλανφάν και μου διώχνεις τα ψάρια!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

#1
Hank

Δηλαδή έχει και σλανγκική εφαρμογή το του Κοραή:

Θαυμαστοί Γενναίοι Γάλλοι,
Kατ' εσάς δεν είναι άλλοι,
Πλην Γραικών, ανδρειωμένοι,
K' εις τους κόπους γυμνασμένοι.
Φίλους της ελευθερίας,
Tων Γραικών της σωτηρίας,
Όταν έχωμεν τους Γάλλους,
Tίς η χρεία από άλλους;
Γάλλοι και Γραικοί δεμένοι,
Mε φιλίαν ενωμένοι,
Δεν είναι Γραικοί ή Γάλλοι,
Aλλ' έν έθνος Γραικογάλλοι.

Προτείνω να αναπτυχθούν και τα frangrec, όπως έχουμε ήδη κάνει με τα greeklish.

#2
Hank

Λ.χ. ένας Έλληνας έλεγε στο γκαρσόνι στο Παρίσι, που του γέμιζε το ποτήρι «il arrive, il arrive» (=φτάνει, φτάνει)...

#3
HODJAS

Είναι που λέει: Αυτά μας τα' πανε πολλοί, μας τα' πε κι ένας Γάλλος, σα δε γαμήθηκες μικρός, θα γαμηθείς μεγάλος... (Κοραήστικα)