Ελληνογαλλική συμμαχική λέξη: κωλόπαιδο. Κώλος + enfant (= παιδί), ήτοι το εκ του αφεδρώνος τεχθέν (μεταφορικώς) ή συλληφθέν (κυριολεκτικώς) παιδί, δια της μεθόδου του μπα(ν)τανά (βλ. λήμματα: μπατανόπιασμα / μπαντανόπιασμα, πινέλο).
Μπινελίκι εισαγωγής, χρησιμοποιήθηκε κατά κόρον επί της δεύτερης καραμανλοκρατίας, δώρο του Ντεστέν στο «φρύδια», που την κουβάλησε στον διπλωματικό του σάκο μαζί με τη δημοκρατία, κάτι μιράζ και υποσχέσεις εισδοχής στην Ε.Ο.Κ.
Αποπνέει μια δροσερή εξωτική εσάνς και φοριέται και στο δεξί σαν κόσμημα, με παρασόλι και αποικιακή κάσκα.
- Τσιμπάει μπάρμπα;
- Μπαρμπαριά και Τούνεζι να σε κόψει. Φύγε απο δώ βρέ κωλανφάν και μου διώχνεις τα ψάρια!