Συνώνυμο της λέξης κωλογλείφτης, ο άνθρωπος που γλείφει τους πάντες και τα πάντα προκειμένου να κερδίσει την εύνοια ή την συμπάθεια τους.
- Πολύ τον αγαπάνε βλέπω τον καινούριο στην εταιρία…
- Ε βέβαια, τέτοιος γλειψαρχίδας που είναι!
Συνώνυμο της λέξης κωλογλείφτης, ο άνθρωπος που γλείφει τους πάντες και τα πάντα προκειμένου να κερδίσει την εύνοια ή την συμπάθεια τους.
- Πολύ τον αγαπάνε βλέπω τον καινούριο στην εταιρία…
- Ε βέβαια, τέτοιος γλειψαρχίδας που είναι!
Got a better definition? Add it!
0 comments