Από το πούστης+ λουστραδόρος. Η αδερφή, αυτός που τη γυαλίζει την κάννη.

Μεγάααλος πουστραδόρος ο Τζίμης. Τι, δεν το 'ξερες;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified