Ο Ολυμπιακός της Ευρώπης. Προκύπτει απ' το θρύλος, λίιιιγο αλλαγμένο ώστε να αντικατοπτρίζει τις καταστάσεις.

Θρήνε-θρήνε, σ' αγαπώ....

τι περιλαμβάνει το μενού για τους γαύρους στην ευρώπη (από vasan, 25/05/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο δυσκίνητος και κατ' επέκταση άχρηστος παίχτης. Λέγεται και πάλτουρας.

Τι να κάνετε έξω ρε με τα παλτά που 'χετε μαζέψει στην ομάδα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο αλογομούρης. Αυτός με μακρόστενη φάτσα. Χαρακτηρίζεται από μεγάλο, μακρύ πηγούνι: το μήκος από το κάτω χείλος μέχρι την άκρη του πηγουνιού ισούται ή είναι μεγαλύτερο του μήκους από το κάτω χείλος μέχρι την κορυφή της κεφαλής. Βγαίνει από το γνωστό προπονητή με αντίστοιχο προσωπότυπο.

- Κοίτα το γκομενάκι με τι αλογομούρη είναι....!
- Γκμοχ σκέτος ο δικός σου, χαχα!

(από Cunning Linguist, 07/06/08)Και η περιφερειάρχης Ρένα Δούρου αποκαλείται μειωτικά ως γκμοχογκόμενα. (από Khan, 26/05/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Προσθέτω υλικά σε σάντουιτς, συνήθως τύπου «βρώμικο».

- Ψιτ αρχηγέ, σφίξε και πατάτες μέσα να γίνει μπόμπα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από το γαλλικό complet. Σημαίνει ολοκληρωμένος. Χρησιμοποιείται για καταστάσεις ή πράγματα που δεν παίρνουν άλλο, που είναι πλέον τίγκα.

Πιάσε και μια σαλάτα και είμαστε κομπλέ.

βλ. και κομπλέντερ, κομπλεδόν.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συνώνυμο του κομπλέ.

Ναι ρε σου λέω, το 'φτιαξα, το 'κανα κομπλίκι. Καλύτερο από πριν!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από το κομπλέ + μπλέντερ. Συνώνυμο του κομπλέ.

Όταν βράσει, το σβήνεις με κρασί, ρίχνεις και το αλατοπίπερο και είναι κομπλέντερ...

βλ. και κομπλεδόν.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το ΟΚ στα cool-έζικα.

ΟΚ + κέικ (cake) = οκέικ

-Και φέρε μου τσιγάρα όπως έρχεσαι...
-Οκέικ...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Άτομο που έχει παραμείνει ξύπνιο σερί τη νύχτα και την ακόλουθη μέρα.

Ο όρος προέρχεται ετυμολογικά από το σερί, αλλά και σημασιολογικά από το επάγγελμα του σερίφη καθεαυτό, που απαιτεί μοναχικές βραδινές βάρδιες.

-Θα έρθεις το βράδυ;
-Μπα χλωμό, επιτέλεσα καθήκοντα σερίφη χθες τη νύχτα με το WoW και είμαι κομματιανός.

Και χτεσινός.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο μάλλον δύσκολα έως ακατόρθωτα να επιτευχθεί ή να πραγματοποιηθεί. Περιέχει ισχυρή δόση ειρωνείας.

- Δώσε ένα τσιγαράκι...
- Χλωμό σε κόβω δικέ μου. Έχω μόνο αυτό που καπνίζω. Τράβα πάρε και δώσε μου κι εμένα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified