Απειλητική έκφραση, όμοια με το «περίμενε και θα δεις τί έχεις να πάθεις». Μπορείς να το συναντήσεις και ως αγάντα και σού 'ρχομαι.

- Συνεχίστε το βιολάκι σας εσείς, αγάντα κι έφτασα και θα τα πούμε ένα χεράκι. (φαντάσου τώρα να είσαι ξένος και να προσπαθείς να μάθεις ελληνικά. Μαθαίνονται αυτά μωρέ;)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μετά συγχωρήσεως.

- Με το μπαρδόν κούκλα, από δω πάμε για το νεκροταφείο;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Δεν τρελαίνομαι κιόλας, δεν γοητεύομαι, δεν είναι της πρώτης επιλογής μου.

Εντάξει ρε παιδί μου, ωραίος γκόμενος δε λέω, μα δεν σπάω και καρέκλες πια.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πρώτης τάξεως, τριών αστέρων, τρία άλφα. Δεν τό 'χω ακούσει για άντρες.

Αστεράτη γκόμενα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτολεξεί αντίδραση θιγομένου που κάποιος τον αποκάλεσε μπάρμπα, δηλαδή γέρο. Περί Αλγερίας και Τυνησίας πρόκειται νομίζω. Παρεμφερές με το «κυρ-Γιάννη», «κερί και λιβάνι».

- Ρε μπάρμπα;
- Μπαρμπαριά και Τούνεζι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η τρελοκαμπέρω, η ζωηρή.

- Μας κάνει τον ηθικό και δεν κοιτάει την κόρη του την παρδάλω...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο κατηφής, ο κακορίζικος.

- Καλά θα πάει η μέρα μας σήμερα με τον μουρτζούφλη πού χουμε στα πόδια μας.

Βλέπε και μαμούχαλος, μουντρούχος και μούχλας.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πασόκος, συνήθως συνδικαλιστής ή μέλος της νεολαίας του κόμματος. Λέγεται για άνδρες και γυναίκες ομοίως.

- Θα κατέβω να ψηφίσω στο συνέδριο.
- Ρε Μάρα, είσαι πολύ πρασινοφρουρός!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έντονο σοκ. Συνώνυμο: κολούμπρα.

Ούτε το ποντίκι δουλεύει ούτε το κίμπορντ, τίποτα. Ο υπολογιστής μου έπαθε ζαβλαμά.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όταν φορτώνεσαι σε κάποιον απασχολημένο, εισπράττεις αυτή την απάντηση.

- Μαμά, πάνε με στις κούνιες!
- (η μαμά) Τώρα μάλιστα. Πήρε άδεια το μουνί να παίξει πασαβιόλα ...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified