Ο υπέρκομψος τύπος, κάτι σαν τον ωραίο Μπρούμελ.

- Πήγε στη δεξίωση τρινγκ μάι φινγκ και όλες πέσανε πάνω του.

Βλέπε: τρικ μάι φορ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Ο ασήμαντος τύπος, το μικροσκοπικό το δέμας άτομο.

  2. Καινούργια συνήθεια της οποίας γίνομαι ταχέως φαν.

  1. Τί μιλάς εσύ ρε μικρόβιο;

  2. Του μπήκε το μικρόβιο μέσα του κι άρχισε να ξενοκοιτάει. Ήταν να μην γίνει η αρχή.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έγινε χαμός, ήρθαν τα πάνω κάτω, χάλασε ο κόσμος. Χρησιμοποιείται ως «έγινε το έλα να δεις».

.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η πολύ ψηλή γυναίκα. Λέγεται και ταβανόσκουπα και καμήλα.

Ξαραχνιάστρα ή ταβανόσκουπα λέγανε τη σκούπα με το μακρύ ξύλινο κοντάρι που της βάζανε κι ένα πανί μπροστά και τη σέρνανε στις ακμές των δωματίων ψηλά για να πάρουν τις αράχνες.

- Να του ζήσει η ξαραχνιάστρα του, να τη χαίρεται. Άργησε αλλά ψώνισε από σβέρκο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Δεν βλέπω μπροστά μου και σκοντάφτω.
  2. Ξετρελαίνομαι από τη χαρά μου και κλωθογυρνάω πάνω κάτω.
  3. Πέφτω με τα μούτρα στους έρωτες.

Επίθετο: ο κουντουρντισμένος.

  1. Κοίτα, κοίτα! Κουντούρντισε στην κολόνα. Χαράς στην αφηρημάδα. Σαν και τούτον κανείς.

  2. Κάτσε κάτω χριστιανέ μου επιτέλους! Κουντούρντισες πια σήμερα...

  3. Δεν κάθεσαι και λίγο στο σπίτι πια; Κάθε βράδυ κουντουρντάς.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το λέμε σε κάποιον που φαγώνεται (λυσσάει) με κάτι.

Όλη την ώρα τα ίδια θα λέμε; Σ' έπιασε και δεν σ' αφήνει. Ωχου! λύσσα κακιά!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η σπαρίλα, η βαρεμάρα.

- Τον έπιασε μουργέλα και δεν πάει πουθενά ούτε κάνει τίποτε.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

σκάρτος, σκαρτάρω:

  1. Σκάρτος = άχρηστος άνθρωπος, που δεν πρέπει να του δείχνεις εμπιστοσύνη.

  2. Λειψός.

  3. Σκαρτάρω = τρελαίνομαι.

  1. Όλοι τους αποδείχθηκαν σκάρτοι. Χάλασε ο κόσμος πια.

  2. Μια σκάρτη ώρα = λίγο λιγότερο από μία ώρα.

  3. Αυτός σκαρτάρισε, πάει πια: τού 'στριψε.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είμαι εξαιρετικά επιδέξιος άνθρωπος.

Αυτόν να τον φοβάστε. Σκίζει χασέδες και ράβει σώβρακα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η παιχνιδιάρα και ζωηρούλα (περί το ανδρικό φύλο) νεαρά, η τσαχπινογαργαλιάρα.

Μπορείς να απευθύνεις τη λέξη κατά πρόσωπο εάν έχεις οικειότητα με το άτομο, αλλιώς περιορίζεσαι να την χρησιμοποιείς σχολιάζοντάς το με τρίτους.

- Έλα δω βρε σουρλουλού, για πού τό 'βαλες πάλι;
- Είναι μια σουρλουλού αυτή, ουαί κι αμάν αμάν.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified