Ο υπέρκομψος τύπος, κάτι σαν τον ωραίο Μπρούμελ.
- Πήγε στη δεξίωση τρινγκ μάι φινγκ και όλες πέσανε πάνω του.
Ο υπέρκομψος τύπος, κάτι σαν τον ωραίο Μπρούμελ.
- Πήγε στη δεξίωση τρινγκ μάι φινγκ και όλες πέσανε πάνω του.
Βλέπε: τρικ μάι φορ.
Got a better definition? Add it!
Ο ασήμαντος τύπος, το μικροσκοπικό το δέμας άτομο.
Καινούργια συνήθεια της οποίας γίνομαι ταχέως φαν.
Τί μιλάς εσύ ρε μικρόβιο;
Του μπήκε το μικρόβιο μέσα του κι άρχισε να ξενοκοιτάει. Ήταν να μην γίνει η αρχή.
Got a better definition? Add it!
Έγινε χαμός, ήρθαν τα πάνω κάτω, χάλασε ο κόσμος. Χρησιμοποιείται ως «έγινε το έλα να δεις».
.
Got a better definition? Add it!
Η πολύ ψηλή γυναίκα. Λέγεται και ταβανόσκουπα και καμήλα.
Ξαραχνιάστρα ή ταβανόσκουπα λέγανε τη σκούπα με το μακρύ ξύλινο κοντάρι που της βάζανε κι ένα πανί μπροστά και τη σέρνανε στις ακμές των δωματίων ψηλά για να πάρουν τις αράχνες.
- Να του ζήσει η ξαραχνιάστρα του, να τη χαίρεται. Άργησε αλλά ψώνισε από σβέρκο.
Got a better definition? Add it!
Επίθετο: ο κουντουρντισμένος.
Κοίτα, κοίτα! Κουντούρντισε στην κολόνα. Χαράς στην αφηρημάδα. Σαν και τούτον κανείς.
Κάτσε κάτω χριστιανέ μου επιτέλους! Κουντούρντισες πια σήμερα...
Δεν κάθεσαι και λίγο στο σπίτι πια; Κάθε βράδυ κουντουρντάς.
Got a better definition? Add it!
Το λέμε σε κάποιον που φαγώνεται (λυσσάει) με κάτι.
Όλη την ώρα τα ίδια θα λέμε; Σ' έπιασε και δεν σ' αφήνει. Ωχου! λύσσα κακιά!
Got a better definition? Add it!
Η σπαρίλα, η βαρεμάρα.
- Τον έπιασε μουργέλα και δεν πάει πουθενά ούτε κάνει τίποτε.
Got a better definition? Add it!
σκάρτος, σκαρτάρω:
Σκάρτος = άχρηστος άνθρωπος, που δεν πρέπει να του δείχνεις εμπιστοσύνη.
Λειψός.
Σκαρτάρω = τρελαίνομαι.
Όλοι τους αποδείχθηκαν σκάρτοι. Χάλασε ο κόσμος πια.
Μια σκάρτη ώρα = λίγο λιγότερο από μία ώρα.
Αυτός σκαρτάρισε, πάει πια: τού 'στριψε.
Got a better definition? Add it!
Είμαι εξαιρετικά επιδέξιος άνθρωπος.
Αυτόν να τον φοβάστε. Σκίζει χασέδες και ράβει σώβρακα.
Got a better definition? Add it!
Η παιχνιδιάρα και ζωηρούλα (περί το ανδρικό φύλο) νεαρά, η τσαχπινογαργαλιάρα.
Μπορείς να απευθύνεις τη λέξη κατά πρόσωπο εάν έχεις οικειότητα με το άτομο, αλλιώς περιορίζεσαι να την χρησιμοποιείς σχολιάζοντάς το με τρίτους.
- Έλα δω βρε σουρλουλού, για πού τό 'βαλες πάλι;
- Είναι μια σουρλουλού αυτή, ουαί κι αμάν αμάν.
Got a better definition? Add it!