Κόβω τόσο κοντά τα μαλλιά μου, που φαίνεται το δέρμα του κρανίου μου.
- Τους παλιούς φαντάρους τους κουρεύανε με την ψιλή. Όχι σαν και σήμερα που τους αφήνουν και κάνουν ό,τι θέλουν. Εκείνο ήταν υγιεία!
Κόβω τόσο κοντά τα μαλλιά μου, που φαίνεται το δέρμα του κρανίου μου.
- Τους παλιούς φαντάρους τους κουρεύανε με την ψιλή. Όχι σαν και σήμερα που τους αφήνουν και κάνουν ό,τι θέλουν. Εκείνο ήταν υγιεία!
Got a better definition? Add it!
Οι τορνευτές γάμπες που στο σχήμα μοιάζουν με λαμπόγυαλο (το γυάλινο κάλυμμα εκείνης της παλιάς λάμπας με το φιτίλι που έκαιγε με φωτιστικό πετρέλαιο).
Περνάει πάλι απ' έξω η Ιωάννα με τις γάμπες λαμπόγυαλο (sic).
(σημείωση: η Ιωάννα ήταν 22 χρονών κούκλα και η σχολιάζουσα Έλλη μια πάνχοντρη μαντάμ που όλα τα ήξερε)
Got a better definition? Add it!
Ο ψηλός και χοντρός άνθρωπος που πιάνει πολύ χώρο.
Μπήκε μέσα ο τύπος, ντουλάπα, πλακώθηκε το είναι μου. Θα πάθω κλειστοφοβία.
Βλ. και liposan, αβοκάντο, αρκούδα, βόιδαγλας, βους, βυζόχερος, εύχοντρος, ζελές, θωρηκτό Ποτέμκιν, ιπποπόταμος, κινητό χασάπικο, κουμπαράς, κρεοπωλείο η αφθονία, Μπίλιας, μπόγος, ξίγκι, Οβελίξ, πατσοκοιλιάς, σμπόκος, τόφαλος, χοντρολίπαρος, χοντρομπαλάς
Got a better definition? Add it!
- Του τράβηξα ένα σουλτάν μερεμέτι, το καταφχαριστήθηκα!
Βλ. και ταβερνόξυλο.
Got a better definition? Add it!
Ο άνδρας που καυχιέται ότι μπορεί να έχει ερωτικές συνευρέσεις αν και είναι μεγάλος στην ηλικία.
- Βρε μια χαρά είμαι! Φτύσε με! Σημασία έχει που στα 80 είμαι ακόμα μάχιμος.
Got a better definition? Add it!
Μόνος, μοναχούλης.
Γιατί μ' έχετε ρε στην ξωπαρεού; Μάνα δε με γέννησε κι εμένα;
Got a better definition? Add it!
Το ζεστό πολτώδες ή κολλώδες φαγητό (π.χ. πουρές, ψωμί) που, άμα το φας αμέσως και βιαστικά, κάθεται βαρύ στο στομάχι.
- Μόλις το ξεφούρνισα το εξαφάνισα και μού 'κατσε σαν μπλάστρι.
Got a better definition? Add it!
Το νεαρό κορίτσι που είναι... να το πιεις στο ποτήρι. Τα τελευταία χρόνια η λέξη χρησιμοποιείται και για το νεαρό αγόρι.
Σε υπερθετικό βαθμό: μανουλομάνουλο.
- Δες ένα μανούλι που περνάει απ' όξω.
Got a better definition? Add it!
Λέγεται για τον βλάκα, που έχει δηλαδή χαμηλό δείκτη ευφυΐας.
Τι να περιμένει κανείς απ' αυτόν που έχει άι κιου ραδικιού;
Δες και όταν έβρεχε ο Θεός μυαλα εσύ κράταγες ομπρέλα. Δες και αϊ κκιού ζέρο στο cySlang.com.
Got a better definition? Add it!
Όταν ορμάμε παρορμητικά με λόγια ή με έργα, χωρίς να σκεφτούμε καλά-καλά τι πάμε να πούμε ή να κάνουμε. Σχετική έκφραση: και όποιον πάρει ο χάρος.
Καλέ πού τρεχοβολάτε έτσι όλοι μαζί; Θα τσαλαπατηθείτε! Αειντέε! Γιούργια στα παλιούρια!
Got a better definition? Add it!