Λέγεται για τον βλάκα, που έχει δηλαδή χαμηλό δείκτη ευφυΐας.
Τι να περιμένει κανείς απ' αυτόν που έχει άι κιου ραδικιού;
Λέγεται για τον βλάκα, που έχει δηλαδή χαμηλό δείκτη ευφυΐας.
Τι να περιμένει κανείς απ' αυτόν που έχει άι κιου ραδικιού;
Δες και όταν έβρεχε ο Θεός μυαλα εσύ κράταγες ομπρέλα. Δες και αϊ κκιού ζέρο στο cySlang.com.
Got a better definition? Add it!
Προσφιλής έμμετρη έκφραση την εποχή που ήταν στη μόδα η μίνι και η μάξι φούστα. Λεγόταν εν είδει κουτσομπολιού και όχι βέβαια απευθείας στη μινιφορούσα, που έπρεπε να καεί στην πυρά επειδή νόμιζε ότι της πάει το μίνι.
Η έκφραση αυτολεξεί.
Got a better definition? Add it!
Έκφραση μάγκικη συνώνυμη της «εσύ όταν πήγαινες εγώ ερχόμουνα» ή της «έρχεσαι τελευταίος και καταϊδρωμένος».
Τώρα μου τα λες χρυσέ μου; Μμμ! Πάνε στη γωνία να δεις αν έρχομαι...
Δες και ρε δεν πα' να δεις αν έρχομαι;.
Got a better definition? Add it!
Το πουρό που το παίζει νέος. Μερικά χρόνια πριν στις ειδήσεις έγιναν πρώτο θέμα τα ρέιβ πάρτυ. Τότε υποτιθέμενη μητέρα παραπονιόταν στην τηλεόραση με γυρισμένη πλάτη και από κάτω οι σουπερατζούδες γράφανε: μάνα ρέιβερ. Σε λίγες μέρες άρχισε να κυκλοφορεί στην καθομιλουμένη ο χαρακτηρισμός πουρέιβερ.
Ο κύριος Γιώργος ο δικηγόρος είναι τελείως πουρέιβερ. Τον έχεις δει πώς βγαίνει τα βράδυα ντυμένος;
Got a better definition? Add it!
Μετά συγχωρήσεως.
- Με το μπαρδόν κούκλα, από δω πάμε για το νεκροταφείο;
Got a better definition? Add it!
Χαζός, άμυαλος. Επίσης θηλ. σερσέμα και ουδ. σερσέμικο.
Ποιος ασχολείται με τον σερσέμη; Δεν έχουμε άλλη δουλειά να κάνουμε;
Got a better definition? Add it!
Αυτός που δεν δουλεύει και περιμένει τα έτοιμα, τζαμπατζής.
Η καημενούλα έκανε γαμπρό αυτόν το σελέμη. Και είχε άλλα όνειρα για την κόρη της.
Got a better definition? Add it!
Το λέμε σε κάποιον που με τον λόγο του δοκιμάζει να απαξιώσει την ποιότητα της εργασίας μας.
Η κομμώτρια το λέει αλλιώς: σαλιγκάρια κουρεύουμε;
Φυσικά και ήξερα την απάντηση! Για τί μας πέρασες δηλαδή; Εμείς τί δουλειά κάνουμε; Μπρίκια κολλάμε;
Βλ. και εγώ τζιτζίκια πεταλώνω;
Got a better definition? Add it!
Got a better definition? Add it!
Ο θόρυβος που κάνουν τα πασουμάκια πάνω στα πλακάκια καθώς η γυναίκα που τα φοράει περπατάει γρήγορα.
- Κλάκα πλίκα, κλάκα πλίκα από το πρωί, να βράσω τη συγκατοικία...
Got a better definition? Add it!