Ο πράκτορας στοιχημάτων. Ο μπουκμέικερ, εκ του Αγγλικού bookmaker ή bookie.

Το γραφείο στοιχημάτων είναι, βέβαια, το στοιχηματοπωλείο - μαζί με τον Ιππόδρομο, αποτελεί το φυσικό περιβάλλον του αλογομούρη.

- Ο Χρηστάρας τα χώνει χοντρά στο στοίχημα ... και όχι μπασκλασαρίες πράματα, στο Ίντερνετ και τέτοια ... έχει τον προσωπικό του στοιχηματοπώλη στο Λονδίνο ... τον παίρνει τηλέφωνο και επενδύει ... κι απ' ό,τι μούλεγε παίρνει και άλλες αποδόσεις ... πολύ καλύτερες ...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ξέρουμε όλοι τον παλαιοπώλη, τον παγοπώλη και τον παντοπώλη. Και σίγουρα έχουμε μπει σε κρεοπωλεία, καπνοπωλεία και καφεζυθοπωλεία. Είναι δε πλέον και πολύ πιθανό να συχνάζουμε σε κάποιο μεζεδοπωλείο - σχετικά νεόκοπο αυτό αλλά απολύτως καθιερωμένο πια.

Η ευελιξία των καταλήξεων -πώλης, -πωλείο είναι απεριόριστη και η χρησιμότητα τους για τους λεξιπλάστες ανεξάντλητη. Σχεδόν όποιο ουσιαστικό και να κολλήσεις μπροστά θα βγει, πάνω κάτω, νόημα - και την ίδια στιγμή θα έχει δημιουργηθεί μια καινούργια λέξη που θα περιγράφει, θα αποσαφηνίζει, θα ειρωνεύεται ή και θα φαντάζεται κάποια μεταπρατική δραστηριότητα ή αυτούς που την ασκούν.

Σε λεξιπλασίες αυτού του τύπου καταφεύγουμε συχνά για διάφορους λόγους - και ιδού μερικοί από τους λόγους αυτούς και ορισμένα χαρακτηριστικά παραδείγματα:

  • δεν υπάρχει όρος που να εκφράζει την έννοια, ή τουλάστιχον΄όχι μονολεκτικά - π.χ. στοιχηματοπώλης αντί για πράκτορας στοιχημάτων ή μπούκις, ή καρτοπώλης αντί για πωλητής καρτών κινητής τηλεφωνίας, ή/και
  • κρίνουμε ότι απαιτείται μια δόση δηκτικής ειρωνείας - αλλά, σε ένα σχετικά κόσμιο - π.χ. ρουσφετοπωλείο αντι για το πολιτικό γραφείο βουλευτή, ή κηδειοπώλης αντί για ιδιοκτήτης γραφείου τελετών, εργολάβος κηδειών ή κοράκι, ή τσοντοπωλείο αντί για ερωτικό βίντεο κλαμπ ή sex shop, ή/και
  • θέλουμε να δώσουμε μια λόγια επίφαση σε κάτι καθημερινό και μπανάλ - π.χ. σουβλακοπώλης αντι για σουβλατζής με παρόμοια λογική με το σουβλακερίαντί για σουβλατζίδικο, ή/και
  • αυτό μας ζητούν είναι άκαιρο, εξεζητημένο, παράλογο - βλ. παραδείγματα κάτωθι, και
  • απλώς θέλουμε να κάνουμε τον έξυπνο

-πώλης, -πωλείο = το τέλειο εργαλείο ... και φτιάχτο μόνος σου

  1. - Θέλω μπισκότοοοο ...
    - Τάκη, το παιδί θέλει μπισκότο ...
    - Κι εγώ τι θες να κάνω;
    - Να πα να του πάρεις ...
    - Τέτοια ώρα; Τέτοια ώρα, όλοι οι μπισκοτοπώλες έχουν κλείσει ...

  2. - Αχ, ένα ταγεράκι που φορούσε η Νικόλ Κίντμαν ... αλλά, πού να βρεις τέτοιο εδώ ... Παρίσι μόνο ...
    - Έτσι είναι, Ελίζα μου ... ταγεροπωλεία της προκοπής μόνο Παρίσι βρίσκεις ... άντε και Μιλάνο ... (κούνια που σε κούναγε, μωρή μπάζο ...)

  3. - Ξέρεις, Μήτσο μου, μ'αρέσεις ... αλλά εγώ δεν θέλω αυτές τις σχέσεις της μιας βραδιάς ... έγω θέλω μια σχέση σοβαρή ... θέλω δεσμό ...
    - Εντάξει, ρε μανούλα μου ... αύριο πρωί που θ' ανοίξουν τα δεσμοπωλεία θα πάω να σου πάρω έναν ... Τώρα θα κάτσεις για όχι ... έτσι να στον ακουμπήσω λίγο ... όχι τίποτα δύσκολο ...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Οι στοιχηματοπώλες. Τα γραφεία στοιχημάτων. Από το αγγλικό bookmakers που συχνά συντομεύεται σε bookies.

Οι μπουκις δίνουν 10/1 στη Λιβερπουλ 2-1 (Από blog)

Οι μπουκις παντως δειχνουν να το ψιλοφοβουνται το ματσακι.... Θεωρουν μεν τη Βερντερ φαβορι, αλλα οχι αυτο που λεμε ακλονητο φαβορι.... (Από forum)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ένα συμπαθέστατο μικρό γεράκι - λίγο μεγαλύτερο από περιστέρι - που φωλιάζει σε χαλάσματα, παλιές αποθήκες κ.λ.π και τρέφεται κυρίως με έντομα. Ζει σε όλη σχεδόν την Ελλάδα - αν και το χειμώνα πάει στην Αφρική. Λίγο τα φυτοφάρμακα, λίγο η οικοδομική δραστηριότητα είναι και αυτό είδος απειλούμενο πλέον.

Κιρκινέζι, επίσης, λέγεται και ο άνθρωπος με τη μεγάλη και, κυρίως, γαμψή μύτη (βλ και το λήμμα γιαταγκάν). Η λέξη κιρκινέζι πρέπει να προτιμάται από το γιαταγκάν, το μπουγατσομάχαιρο κ.ο.κ. όταν θέλουμε να αναφερθούμε συγκεκριμένα σε κάποιον με στεγνά τα άλλα χαρακτηριστικά του προσώπου - δηλ. λεπτά χείλη, βαθουλωμένα ζυγωματικά και τραβηγμένο μέτωπο. Είναι δε η απολύτως ακριβής λέξη όταν πρόκειται για μια γυναίκα που έχει κάνει επιπλέον και προσπάθεια να αναδείξει τη μύτη - π.χ. με το μαλλί κορακί, ξαστό και φουντωμένο, έντονο μαύρο μολύβι και μαύρη η πράσινη σκιά στα μάτια κ.λ.π.

Μια άχρηστη, αλλά ενδιαφέρουσα, πληροφορία: Στην Κρήτη, το κιρκινέζι - το γεράκι, όχι τη μυτόγκα - το λένε και αερογάμη. Και υπάρχει και το σχετικό λήμμα. Άλλο πράμα, βέβαια.

- Πάρε, ρε, το κιρκινέζι που θέλει να το παίξει και γκοθού...

(από poniroskylo, 20/04/08)(από poniroskylo, 20/04/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εξαντλούμαι. Κουράζομαι πάρα πολύ και συγχρόνως ζορίζομαι.

Ο πάτος, εν προκειμένω, είναι ο κώλος. Αλλά, η έκφραση δεν έχει σεξουαλικά υπονοούμενα, όπως δεν έχει και το συνώνυμο 'μου φέυγει ο κώλος'. Αναφέρεται αρχικά σε μεγάλη σωματική κούραση, στη συνέχεια και σε πνευματικό κάματο και πίεση και, στο τέλος, με μια μεγάλη δόση υπερβολής, και σε οτιδήποτε απλώς μας βγάζει από τη βολή μας. Είναι, πάντως, ενδιαφέρον - όπως φαίνεται και από άλλα συγγενή λήμματα - ότι για τον Έλληνα το ζόρι βιώνεται φραστικά κάπου κοντά στον κώλο του.

Συγγενή λήμματα: τα φτύνω, ξεκωλώνομαι, αυγό στον κώλο, με πάει γαμιώντα(ς), πήρε φωτιά ο κώλος μου, σφίγγουν οι κώλοι

  1. ξυπναω σημερα το πρωι και δεν υπηρχε....ΜΟΥ ΤΗΝ ΚΛΕΨΑΝΕ.Γιατι σε μενα ομως;γιατι;;;;;;;;Εμενα με ρωτησανε αυτοι οι κολοφλοροι τι εχω περασει με αυτο το μηχανακι;ξερουν οτι μου εφυγε ο πατος ενα ολοκληρο καλοκαιρι δουλευοντας σε ξενοδοχειο ΣΕ ΟΛΑ ΤΑ ΠΟΣΤΑ για να μαζεψω τα χρηματα;ξερουν οτι εμεινα στην ιδια ταξη για να δουλεψω 2 μηνες παραπανω για να την παρω;

  2. Λοιπόν έστειλα μερικούς ήχους... Μου έφυγε ο πάτος βέβαια γιατί δεν τους είχαν για download και έπρεπε να τους ηχογραφήσω on the fly... πράγμα που έκανα πρώτη φορά! Πότε θα με απολύσουν από τη δουλειά δεν ξέρω... έχασα 1:30 εργατο-ώρα!!

  3. Λοιπον,για να ξεκολλησω το αυτοκολλητο που λεει «UNLEADED FUEL ONLY» το οποιο ειναι μπροστα απο την ταπα βενζινας μου εφυγε ο πατος.

(Όλα τα παραδείγματα από forums)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εξελληνισμένη, λόγια (λέμε τώρα) μορφή της λέξης blog. Η προσθήκη του τελικού -ν είναι προαιρετική αλλά κάνει τη λέξη ακόμη πιο λόγια - ή, τουλάχιστον, έτσι φαίνεται να νομίζει αυτός που το προσθέτει.

Απαντώνται και οι τύποι ευλόγιον, ε-βλόγιον και (β)λόγιον αλλά, προς το παρόν, όχι πολύ συχνά.

Συνώνυμο: ιστολόγιο. Επαρκέστατο, θα έλεγαν κάποιοι, και γιατί χρειάζεται το βλόγιον και τα υπόλοιπα; Αλλά, ειδικά σε αυτές τις σελίδες, ο λεξιπλάστης έχει πάντα δίκιο.

Για οτιδήποτε άλλο σχετικό με τα Ελληνικά blogs δείτε το πληρέστατο λήμμα μπλόγκερ. Είναι must.

  1. (Από blog)
    ΜΕ ΑΡΕΣΕ
    Που επιτέλους κατάφερα να βρω πως φτάχνεται αυτό το βλόγιο.
    ΔΕ ΜΕ ΑΡΕΣΕ
    Που αυτό το βλόγιο το διαβάζουμε μόνο εγώ κι εσύ.

  2. (Από blog)
    Λοιπόν αυτό το βλόγιον δημιουργείται εν βρασμώ ψυχής και με βασικό σκοπό να μπορέσω να παίξω μπλογκοπαίχνιδα. Τουτέστιν, η σοβαρότητα μάλλον δε θα΄ναι το δυνατό του σημείο. Αυτά προς το παρόν. Διότι το λακωνίζειν εστί φιλοσοφείν.

  3. (Από το http://petefris.blogspot.com/)
    Πρόσεξα πως μερικοί έμπειροι γράφουν «βλογ» και όχι blog, είτε επειδή ξεχάστηκαν και δεν πατάνε alt+shift, είτε επειδή σκοπίμως το εξελληνίζουν. Εάν θεωρήσουμε το βήτα μαλακό, δηλαδή προερχόμενο από το w, τότε περνάμε ανέτως από το β στο φ, αντιστρέφοντας το αρχαίον μακεδονικόν έθος, όπως διδάσκει η γλωσσολογία και ο Ησύχιος (έλεγαν οι άνθρωποι την κεφαλή καβαλά,άπ΄όπου προέρχεται και η μεταγενέστερη γκλάβα).Αν λοιπόν γράφοντας βλογ εννοούμε φλογ, εξελληνίζουμε εύκολα, θέτοντας μια ευπρόσωπη κατάληξη σε φλόγιον, φλογί, φλόγημα και πάει λέγοντας. Εννοιολογικά, μπορούμε να παίξουμε με τις υπάρχουσες εκφράσεις φλανφλάν και φληνάφημα. Αλλά δεν σας κρύβω ότι προτιμώ μια πιο κλασική λύση. Να διατηρήσουμε ως ρίζα το βλογ, προσθέτοντας το ευφωνικόν ευ- και μια καλή κατάληξη. Ευλόγιον, λοιπόν, που σημαίνει καλό blog. Γιά τα τρεχαγύρευε blogs, έχουμε μεγάλη επιλογή: δυσλόγιον, αμπλόγιον (και αμπλόγι ή αμπλόι, συναρτάται και με το αμπλάκημα). Ανήκουμε σε λαό (τέλος πάντων...) που μετέφρασε πρώτη φορά τον Shakespeare σε Σχακεσπεάρη, επομένως δεν θα μας αντισταθεί μία μονοσύλλαβη λέξη...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Άλλη λέξη για τα ευρώ, με μια επίφαση μαγκιάς. Μάλλον κοινή πια.

Συνήθως προφέρεται γιούρ-γ-ια. Μερικές φορές γράφεται και γιούργια.

Σχετικό λήμμα: ευρώπουλο

Όχι πολύ σχετικό λήμμα: γιούργια στα παλιούρια

  1. "συγνωμη ρε παιδια γιατι δεν καταλαβα καλα? στο μεταξουργιο τα μπουρδελα εχουν 15 γιουρια και 20 γιουρια.ποιος εδωσε 200 ευρω σε ποια πουτανα και σε ποιο μπουρδελο? η πλακα χαβαλε κανετε?"

"Ενας καψουρης για τα ματια του επιπλου ... Εδω αλλα καυλακια τα πετυχαινεις με 15 γιουργια στο Μεταξι και ο μαν απο τις καυλες του εριξε 2 κατοσταρικα" (Ανταλλαγή απόψεων στο forum του bourdela.com)

  1. "Λοιπόν....
    τιμές είπες ε?...
    Οι τιμές ειναι καλές.
    για να δουμε μερικα προιόντα όμως.

μπλουζακι "πόλο" 25 γιούρια
η φανέλα της ομάδος 40 γιούρια.
ρολόι τοίχου με θερμόμετρο 15 γιούρια
μπρελόκια απο 2 γιούρια
το σήμα της ομάδος (ραφτο) 5 γιούρια
στιλό και τέτοια μπιχλιμπίδια 2-10 γιούρια
κασκόλια 10
τετράδια 3
ταβλι 60-70 ( πολυ καλη ποιότητα)

φλυτζανια - τασακια -5-10 γιούρια"

(Από το forum οπαδών του ΠΑΣ Γιάννινα www.bluevayeros.gr)

Got a better definition? Add it!

Published

Ο εύστοχος παίκτης στα μπάσκετ.

Ειδικότερα, ο εύστοχος στα τρίποντα.

  1. - Χεράς σαν τον Κορωνιό δε βγήκε και δε θα ξαναβγεί - 828 τρίποντα και 7,080 πόντους ...

  2. Δέκα στα έντεκα γιατί είμαι χεράς εγώ και βλέπω το καλάθι σαν κολυμπήθρα (Από forum)

Got a better definition? Add it!

Published

Το διπλό παιχνίδι στο τάβλι. Γενικότερα, λέγεται για καθολική ήττα ή για κάτι που είναι τόσο προφανές ώστε δεν επιδέχεται συζήτηση.

Στο ποδόσφαιρο, πιο συγκεκριμένα, είναι καθιερωμένη η έκφραση «πέναλτι μαρς» που σημαίνει το αδιαμφισβήτητο πέναλτι.

  1. - Δημητράκη, μαρς το βλέπω πάλι το παιχνιδάκι... Μόνο με εξάρες το κόβεις...

  2. Πώς να κερδίσουμε, ρε μεγάλε ... κοιμήθηκε ο Θεός πάλι... Τρία δοκάρια είχαμε και δε μας έδωσε και πέναλτι μαρς στο 89'...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χαλαρό κουβεντολόι, κουτσομπολιό, κουσκούσι. Το ψου-ψου-ψου σ' ένα κάπως πιο εκλεπτυσμένο.

Η κοζερί συντάσσεται πάντα με το ρήμα κάνω.

Από το γαλλικό causerie- σημαίνει ακριβώς το ίδιο.

Αν και παλιά λέξη - ήταν του συρμού την εποχή που οι καθώς πρέπει κυρίες ήξεραν Γαλλικά - η σημασία της συχνά παρερμηνεύεται (βλ. παράδειγμα 2).

  1. Από το blog http://ritsmas.wordpress.com/
    Γι’ αυτό σου λέω, βανίλια μου: πολυκατοικία και πάλι πολυκατοικία. Να είμεθα και πολλοί να κάνουμε και κοζερί.

  2. Παλιό ανέκδοτο
    - Λίτσα, ο Χρηστάκης είπε να πάμε απ' το σπίτι αύριο το βράδυ ... θα είναι κι ένας φίλος του ... να κάτσουμε, να γνωριστούμε καλύτερα, να κάνουμε και κοζερί ... με είπε ...
    - Να πάμε, Πόπη μου, γιατί να μην πάμε ... κορίτσια στον καιρό μας είμαστε ... αλλά, βρε Πόπη, αυτή η κοζερί τι είναι ...
    - Έλα μωρέ, σάματις ξέρω κι εγώ ... αλλά, καλού κακού, κάνε κι ένα μπιντέ προηγουμένως ...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified