Αλοιφές, λοσιόν, κρέμες, σπρέι, ματζούνια και ο,τιδήποτε άλλο απλώνουμε στο δέρμα μας - ειδικά αν είναι λιπαρό ή γλοιώδες και έχει έντονη μυρωδιά.

Ειδικότερα, ο όρος έχει τέλεια εφαρμογή στα κάτωθι:

  1. καλλυντικές κρέμες και μέικ απ
  2. αντιηλιακά και λοσιόν μαυρίσματος
  3. εντομοαπωθητικά π.χ. Autan

- Καλά ρε μανούλα μου, είναι δυνατόν να ξέχασες πάλι τα πασαλειψατέρ; Ντάλα μεσημέρι ... θα καψοκαούμε... αφού είπες ότι τα είχες βάλει στην τσάντα με τις πετσέτες ...

Got a better definition? Add it!

Published

Έκφραση μεστή νοημάτων που περιγράφει σκωπτικά κάποιον ο οποίος θεωρεί ότι έχει πιάσει την καλή και έχει, ωσεκτουτού, προκλητικά μεγάλη ιδέα για τον εαυτό του - ενώ, στην πραγματικότητα, δεν έχει καταφέρει και τίποτε σπουδαίο και απλώς παραμυθιάζεται και παραμυθιάζει και τον κόσμο.

Διότι, δεν είναι εύκολο πράμα να χουφτώσει κανείς τα παπάρια του Ποντίφηκα. Λίγο η αγαμία των Δυτικών κληρικών, λίγο οι Ελβετοί φρουροί του Βατικανού - ελάχιστοι/-ες έχουν τέτοια οικειότητα με τον προκαθήμενο της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας.

Βεβαίως, κάποιοι νομίζουν ότι το καταφέρνουν - αυτό, ή κάτι ανάλογης δυσκολίας. Αυτομάτως τότε θεωρούν ότι βρίσκονται σε θέση ισχύος, ότι έχουν μπει σ' όλα τα κόλπα και ότι είναι, γενικώς, οι γκραν γαμάω. Ακολουθεί, αναπόφευκτα, η έπαρσις - ο θεωρών εαυτόν κολλητό του Πάπα συνήθως κάπως την έχει δεικαι γίνεται και ο πρώτος πολ μουρ.

Όλα αυτά προκαλούν όχι μόνο ενόχληση αλλά και δυσπιστία. Και διότι, γενικώς, ως λαός δεν μασάμε, όταν έρθει κάποιος και ισχυρισθεί ότι έχει πιάσει τον Πριμάτο της Ρώμης απ' τ' αρχίδια - ή, κάτι εξίσου μεγαλόστομο και απίθανο - η αντίδρασή μας είναι, πολύ απλά, να μην τον πιστέψουμε. Και να τον κράξουμε εις το τετράγωνο - όχι μόνο διότι πουλάει μούρη, αλλά και γιατί έχει, προφανώς, χάσει την επαφή με την πραγματικότητα.

Στις σπάνιες περιπτώσεις που οι ισχυρισμοί του κομπορρήμονος εκτιμάται ότι έχουν κάποια βάση - δήλαδή, αν όντως έχει πιάσει την καλή - η έκφραση αλλάζει και γίνεται είτε 'έχει πιάσει τον Πάπα γερά απ' τ' αρχίδια' είτε 'έχει πιάσει τον Πάπα απ' τ' αρχίδια και του τα κουνάει'. Σε τέτοιες περιπτώσεις, παραλείπεται από την έκφραση το 'νομίζει ...' και συχνά προηγείται ένα επιδοκιμαστικό 'μπράβο τον πούστη ...'

Δες επίσης και το λήμμα Πιάνω τον Θεό απ' τ 'αρχίδια - αν και η σημασία είναι κάπως διαφορετική.

  1. - Καλά, ρε γαμώτο, ο Τσουράπογλου δεν ξηγιέται καλά ... μέχρι προχτές ούζα πίναμε μαζί καθε μεσημέρι και τώρα που πήρε την προαγωγή δε γυρνάει να μας κοιτάξει ...
    - Άσ' τονα μωρέ, το μαλάκα ... πήρε πέντε φράγκα παραπάνω και νομίζει ότι έχει πιάσει τον Πάπα απ' τ' αρχίδια ... γράφ' τονα κι εσύ να τελειώνουμε ...

  2. - Τά 'μαθες για τον Απιθανόπουλο ... έξι διαμερίσματα στο Κολωνάκι πήρε προίκα ... σε ενημερώνω ...
    - Μπράααβο τον πούστη ... αυτός έχει πιάσει τον Πάπα γερά απ' τ' αρχίδια ...
    - Και του τα κουνάει ...
    - Έεετσι ... στο ρυθμό της σάμπας ...

Βλ. και έπιασε τον πάπα απ' τα αρχίδια

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ογκώδες αντικείμενο, συνήθως έπιπλο, που μας πλακώνει την ψυχή (από δω και η ετυμολογία), κάνει το δωμάτιο να φαίνεται πιο μικρό, μας δημιουργεί σφίξιμο και μας καταπιέζει.

Λέγεται και για ανθρώπους, ειδικά μεγαλόσωμους, όταν εισβάλλουν στον προσωπικό μας χώρο - κυριολεκτικά και μεταφορικά.

Λέγεται επίσης και για ανθρώπους μίζερους οι οποίοι, ίσως και χωρίς να κάνουν τίποτε, με την παρουσία τους και μόνο χαλάνε το κέφι σε μια παρέα και προκαλούν γενικό άγχος.

  1. - Δε με νοιάζει αν είναι καρυδένια η τρίφυλλη η ντουλάπα της θείας σου της Μαριάνθης ... δε με νοιάζει αν είναι κειμήλιο και αντίκα ... εγώ αυτόν τον πλάχτουρα στην κρεβατοκάμαρά μου δεν τον βάζω ... να μου κόβει όλο το φως ... και να πάει να με πάρει ο ύπνος και να τη βλέπω και να με πιάνει εφιάλτης ότι θα βγει από μέσα η θεία σου η Μαριάνθη ...

  2. - Φύγε απ' την κουζίνα, Αναστάση ... μην στέκεσαι έτσι από πάνω μου σαν πλάχτουρας ... κόβω τη σαλάτα και σερβίρω ... μη με αγχώνεις ...

  3. - Τι μας τον έφερες απόψε αυτόν τον Πελοπίδα, ρε κούκλα μου ... τι πλάχτουρας ειν' αυτός ... θρονιάστηκε στην πολυθρόνα μου, μια κουβέντα δεν είπε και το μόνο που τον ενδιαφέρει είναι μέχρι τι ώρα θά 'χει λεωφορείο το βράδυ ...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Απάτησε. Κεράτωσε.

Για κάποιο λόγο, λέγεται με αυξημένη δόση χαιρεκακίας.

Συγγενή λήμματα: κερατάς, κέρατο

- Ωραίο ζευγάρι ο Ντίμης και η Ντενίζ ...
- Αααχ, ματάκια μου ... κι αν ήξερες ... τάρανδο τον έχει κάνει ... δεν χωράει να περάσει απ' την πόρτα ... αλλά έτσι είναι αυτές οι ξένες, δεν έχουν τσίπα ...

(από Khan, 22/10/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Άλλη μια κραυγή απελπισίας μπροστά στη μαλακία που καταφανώς δέρνει τον συνομιλητή μας.

Έκφραση που ταιριάζει τέλεια όταν κάποιος επιμένει στη βλακεία που ξεφούρνισε, παρά το γεγονός ότι μπήκαμε στον κόπο να του εξηγήσουμε υπομονετικά ότι τα πράγματα μπορεί και να μην είναι ακριβώς έτσι που τα λέει. Ακάθεκτος επανέρχεται, κάνει τα νεύρα μας τσατάλια, εξαντλεί κάθε ίχνος της υπομονής μας - τι άλλο μένει να του πούμε πέραν του 'το μυαλό σου και μια λίρα και του μπογιατζή ο κόπανος';

Διευκρίνιση # 1: Είναι 'λίρα' και όχι 'λύρα', όπως γράφεται μερικές φορές. Με το 'λίρα' ψιλοβγαίνει νόημα, με το 'λύρα' ο σουρεαλισμός είναι too much.

Διευκρίνιση # 2: Ο εν λόγω μπογιατζής δεν είναι ελαιοχρωματιστής. Τόψαξα αυτό. Είναι βαφέας και συγκεκριμένα δουλεύει σε βαφείο ρούχων. Και ο κόπανος είναι το χοντρό ξύλο με το οποίο χτυπούσαν τα ρούχα στο πλύσιμο. Αυτά παλιά, εννοείται.

Συγγενή λήμματα: απ' τα γκόλια μόλια, γεια σου παππού μου ξάδελφε, αλ σικιμέ βουρ ντουβαρά,

- Ευανθία, εκείνο το οικόπεδο στον Μαρμαρά που έχουμε από τη γιαγιά σου, να βάλουμε μπρος να το πουλήσουμε ... μου έκαναν μια πρόταση να μπω συνεταίρος σε μια καινούργια επιχείρηση ... σίγουρα κέρδη ...
- Μα Θρασύβουλέ μου, είσαι σίγουρος; Εγώ βέβαια δεν ξέρω απ' αυτά, αλλά τα οικόπεδα στη Χαλκίδική δεν χάνουν την αξία τους ... και είναι καλή στιγμή τώρα να ανοιχτούμε, με την κρίση που υπάρχει παγκοσμίως στην οικονομία, που λέει κι η τηλεόραση; - Ευανθία, αυτό που είπα θα γίνει ... τα οικόπεδα είναι σκλαβωμένα λεφτά και για τους τολμηρούς οι κρίσεις είναι ευκαιρίες ... στη βράση κολλάει το σίδερο ... Καλά είπες, εσύ δεν ξέρεις ...
- Έγω ένα ξέρω, Θρασύβουλε ... το μυαλό σου και μια λίρα και του μπογιατζή ο κόπανος ... άει παράτα με ... εγώ δεν υπογράφω ...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Βιαστικός, απρόσεκτος και τσαπατσούλης.

Τα κάνει όλα με την ψυχή στο στόμα και σε χρόνο dt – αλλά άνευ λόγου και αιτίας. Και όποια δουλειά αναλαμβάνει καταλήγει σε πασάλειμα – κυριολεκτικά και μεταφορικά.

Γνωστός, ενίοτε, και ως βιαστικοθοδώρα.

Μην είσαι τέτοιος παπαφούριας, ρε Πέτρο. Πρόσεχε λίγο, πάλι πασάλειψες τα πάντα. Μια ομελέτα κάνεις και μετά η κουζίνα θέλει βάψιμο.

(από Khan, 09/11/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το τρίτο το μακρύτερο το παίρνουμε όταν, βασικά, δεν παίρνουμε τίποτα και μένουμε στον άσσο. Ή, στην καλύτερη περίπτωση. παίρνουμε κάτι πολύ λιγότερο απ'αυτό που ελπίζαμε.

Αν το τρίτο το μακρύτερο είναι το καβλί, τότε το πρώτο είναι, ασφαλώς, το αρχίδι # 1 και το δεύτερο το αρχίδι # 2. Δεν διευκρινίζεται αν η έκφραση εξακολουθεί να ισχύει αν κάποιος είναι μονάρχης ή αν, σπανιότερα, έχει τρεις αρχιδοπούλες.

Το τρίτο το μακρύτερο πάντοτε το παίρνουμε. Π.χ. δεν το τρώμε, δεν το τσιμπάμε κ.ο.κ. Επίσης, δεν το δίνουμε.

Συγγενείς έννοιες είναι: πήραμε έναν πούτσο, πήραμε τ' αρχίδια μας, πήραμε τα τρία μας, γαμώ τη γκαντεμιά μου μέσα κλπ.

  1. - Δε μας χέζεις ρε και συ κι ο Τζίγγερ ... όχι πρωτάθλημα θα πάρουμε ... όχι κύπελλο θα πάρουμε ... όχι νταμπλ θα πάρουμε ... τελικά, το τρίτο το μακρύτερο πήραμε πάλι κι ο γαύρος ακόμα γελάει ...

  2. - Ρε συ, το είδες το λόττο; Τεσσάρι, νομίζω, πιάσαμε ... πήραμε τίποτα; - Πήραμε, πώς δεν πήραμε ... το τρίτο το μακρύτερο πήραμε ... έντεκα ευρώ ... δεν ξαναπαίζω ρε μαζί σου ... γκαντέμαρχε ...

Got a better definition? Add it!

Published

Κομπιούτερ, εννοείται.

Ντέσκτοπ, υπολογιστήρας γραφείου σε αντίθεση με το λάπτοπ, τον φορητό υπολογιστή.

Πώς λέμε στα τηλέφωνα κουνιστό και σταθερό; Α να γειά σου.

- Έγω, μάγκα μου, πάλι καθιστό θα πάρω. Με τα ίδια specs το λάπτοπ είναι τετρακόσα ευρώπουλα παραπάνω. Και γιατί να τα χώσω;

Got a better definition? Add it!

Published

Ο στάνταρ βόλος, ο βόλος αναφοράς.

τζιτζιλόνι > μπίλια > γκαζά --> γαλατάς

Οι νορμάλ μεγέθους μπίλιες ήταν αυτές που έστηνες, κυνηγούσες, χτυπούσες. Έμπαιναν, π.χ. στις κορυφές και μέσα στο τρίγωνο στο παιχνίδι το γνωστό ως δελτάκι ή τριγωνάκι ή στήνονταν στη γραμμή στο μπαζ-παραμπάζ. Τις έβαζες στόχο, τις χτυπούσες, τις έπαιρνες, τις έβαζες στην τσέπη. Ήταν, με αυτή την έννοια, και το βασικό νόμισμα του παιχνιδιού.

Η λέξη, βέβαια, χρησιμοποιείται και για τους βόλους γενικά.

Τα παιδιά τοποθετούσαν τις μπίλιες σε σχήμα Δέλτα. Ο κάθε παίκτης έπαιρνε από μια μπίλια και βαρούσε το Δέλτα, προσπαθώντας να βγάλει έξω όσο το δυνατόν περισσότερες μπίλιες. Όταν κάποιος έσπαγε το Δέλτα κέρδιζε. Αν όμως δεν το έσπαγε και η μπίλια του έμενε μέσα, την άφηνε εκεί και βαρούσε ο επόμενος. Αυτός που θα χτυπούσε τη μπίλια του προηγούμενου, έπαιρνε όλες τις μπίλιες. (Από το διαδίκτυο)

(από poniroskylo, 16/04/08)(από poniroskylo, 16/04/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο βόλος-όπλο. Η μπίλια-εργαλείο.

τζιτζιλόνι > μπίλια > γκαζά --> γαλατάς

Τη γκαζά την ακουμπούσες στο λυγισμένο δείκτη ή μεταξύ δείκτη και μέσου, την εκφενδόνιζες με το τίναγμα του αντίχειρα και χτυπούσες τις στημένες μπίλιες - και ενίοτε και τη γκαζά του αντιπάλου, αν είχε ξεμείνει εκεί που δεν έπρεπε. Το χτύπημα, η κρούση του βόλου-στόχου λεγόταν τσάφκο(ς) ή κάφκο(ς). Ορισμένοι έλεγαν τη γκαζά τους και αμάδα, που παραπέμπει, βέβαια, σε άλλο, αρχαίο παιχνίδι και φωτίζει και την καταγωγή των βόλων.

Οι γκαζές ήταν κατά τι μεγαλύτερες από τις στάνταρ μπίλιες και πιο βαριές. Ήταν δε πιθανότερο να είναι από πηλό - οι μπίλιες, γενικά, ήταν γυάλινες. Παλιά, οι γκαζές ήταν οι μπίλιες που βούλωναν τα μπουκάλια της γκαζόζας - και επειδή αυτή είναι η ετυμολογία είναι, νομίζω, πιο σωστό να λέμε γκαζά παρά γκαζ-ι που λένε ορισμένοι.

Η λέξη χρησιμοποιείται πολλές φορές για να δηλώσει τους βόλους, τις μπίλιες γενικά.

Υπήρχαν και οι κοινές γκαζές που τις βγάζαμε από τα πώματα της γκαζόζας. Από αυτές είχαμε πολλές, γιατί στο Κορδελιό υπήρχε εργοστάσιο γκαζόζας. (Από το διαδίκτυο).

(από poniroskylo, 16/04/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified