Παράδειγμα εδώ: Η αναπαραγωγή των αιγοπροβάτων. Ω ρε Μήτσου μαρκαλίσκαν τα πράτα ή όχ;

Got a better definition? Add it!

Published

ματζαφλάρ = Γενικός χαρακτηρισμός αντικειμένου. Επίσης υπονοεί και το όργανο του άντρα.

Παράδειγμα: Ωρ' τιν τούτο το ματζαφλάρ α ;
Ούϊ μαναμ' εχ' ένα ματζαφλάρ, ναααα!

Got a better definition? Add it!

Published

Ματσιουμάν = Ο ψευτόμαγκας, το ψευτοαντράκι.

Παράδειγμα: Έλα δω ρε ματσιουμάν να σου δείξω εγώ πόσ' απίδια παίρνει ο σάκος άκσες ;

Αισιαπέρα σρίξου σκουντουφλιά νασι κατιβάσου τα μαγλα καταή.

Got a better definition? Add it!

Published

Στη Λευκάδα, μπροστομούνι είναι η ονομασία της ποδιάς που φορά η γυναίκα επειδή το ύφασμα πέφτει μπροστά από το συγκεκριμένο σημείο του σώματός της.

Μαριώ τράβα μπρουστά το μπρουστουμούνι σου άιντε!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ντερέκωμα = Το τέντωμα δηλαδή η νεκρική ακαμψία.

Ντερεκώνω = πεθαίνω

Παράδειγμα: Θα σι ντερκώσω αν σε πιάκου στα χέριαμ! Ακσες ;

Παράδειγμα: Άστα να παν ταμαθες; Τα ντερέκωσε ο Γιορς!

Got a better definition? Add it!

Published

Παράδειγμα εδώ: Εξαφανίσου. Γίνι ξίκ γαμώ το στανιόσ’άκσες ή θας κατιβάσου τα μαγλα καταή;

Got a better definition? Add it!

Published

Ξώπετσα= Στην άκρη, ξώφλατσα.

Παράδειγμα: Πυροβόλησε το γρούν' κι η σφαίρα πήρε τον Γιόρ ξώπετσα !

Got a better definition? Add it!

Published

Παράδειγμα: Ούϊ μάναμ τιμι βαράς α; Ντενεκέ α ντενεκέ ξεγάνωτε!

Ούϊ, (επιφώνημα) = Δηλώνει απορία, θαυμασμό, πόνο, λαχτάρα

Got a better definition? Add it!

Published

Παστρικός, (ο) = Ο καθαρός.

Παστρικιά, (η) = Η γυναίκα ελευθερίων ηθών, η πόρνη. Οι γυναίκες αυτές αναγκαστικά πλενόντουσαν συχνότερα.

Παράδειγμα: Ολα μές το σπίτι του Μήτσου είναι παστρικά (καθαρά).

Παράδειγμα: Αυτή θα παρς Γιορ; Αυτή ωρέ είναι παστρικιά!

Άι ρε παρτσακλό πάενε παρέκια μη σε κάνω νταούλ στο σκόπ!

Got a better definition? Add it!

Published

πρατσιαλάω = κάνω έρωτα.

Παράδειγμα: Δεν πας καλά μ'φαινιτη.... ωρέ την πρατσιάλσε τν Κατίνα;

Got a better definition? Add it!

Published