Προφέρεται fo' sho και σημαίνει for sure, ή αλλιώς στάνταρ, σίγουρα, οπωσδήποτε κτλ.
- Θα πάμε τελικά το βράδυ;
- Φοσό...
- Τι φοσό κι αηδίες ρε ηλίθιε... θα πάμε ή όχι;
Προφέρεται fo' sho και σημαίνει for sure, ή αλλιώς στάνταρ, σίγουρα, οπωσδήποτε κτλ.
- Θα πάμε τελικά το βράδυ;
- Φοσό...
- Τι φοσό κι αηδίες ρε ηλίθιε... θα πάμε ή όχι;
Got a better definition? Add it!
Αν κάποτε δημιουργηθεί ίδρυμα προς τιμήν του σύγχρονου προφήτη, θα λέγεται Λιακούρειο Ίδρυμα. Ομοίως Λιακούρειο Μέλαθρον κτλ.
Ξεναγός: Στα δεξιά μας βλέπουμε το Λιακούρειο Μέλαθρον...
Got a better definition? Add it!
Κυριολεκτικά, αυτός που λυσσάει για ψωμί. Μεταφορικά ο τσίπης, ο τσιγκούνης ή ο φτωχός, φτωχομπινεδιάρης.
Τάκης: - Θα τις φας τις πατάτες που σου 'μειναν;
Σάκης: - Γιατί, τις θες;
Τάκης: - Αν δεν τις φας, ναι...
Σάκης: - Μα δεν έχεις τελειώσει τις δικές σου ακόμα!
Τάκης: - Θα τις φάω μετά. Λέγε, να τις πάρω;
Ο Τάκης είναι ψωμόλυσσας.
Got a better definition? Add it!
Ο εκλεπτυσμένος φραγκοφονιάς. Ο τσίπης, που δεν αφήνει δεκάρα τσακιστή να του ξεφύγει.
- Και ρε φίλε όπως φεύγαμε, τον είδα που πήρε το πουρμπουάρ που είχα αφήσει στο τραπέζι! Ο γύφτος ο φραγκοκτόνος!
βλ. και φραγκοκίλερ
Got a better definition? Add it!