Κολλάω σε μία ιδέα ή επιθυμία.
Μ' αυτά που της είπε μπαστακώθηκε και ήθελε γάμο το ταχύτερο.
Κολλάω σε μία ιδέα ή επιθυμία.
Μ' αυτά που της είπε μπαστακώθηκε και ήθελε γάμο το ταχύτερο.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Μένω σε ένα μέρος περισσότερο από όσο χρειάζεται, κολλάω και μάλιστα πεισματικά.
Υπάρχει κάποιο πρόγραμμα που κατεβάζει τραγούδια χωρίς να μπαστακώνομαι πάνω από το pc.
Got a better definition? Add it!
Published
Τα παντελόνιασες τα λεφτά ή σ' έχουν ακόμα στο περίμενε;
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Προσποιητή συμπεριφορά.
Άσε τις δηθενιές κι έλα στο ψητό!
Δές και δηθενισμός, δηθενιστής, ντεμέκ.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
(από το αγγλικό touch) Επαφή σεξουαλικού χαρακτήρα.
- Συναντηθήκαμε απογευματάκι, αλλά το τατσικό έγινε χαράματα.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Γυναίκα με κακό χαρακτήρα, στρίγγλα.
Τελικά αυτή η στρίτζω η διευθύντρια του έδωσε πόδι!
Πώς να μην είμαι στρίτζω έτσι που μου φέρεται;
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified