Έκφραση με ομοιοκατάληκτες λέξεις που δηλώνει απελπισία, αδιέξοδο, απογοήτευση.
Τη λέξη βράστα την συναντάμε και στην παρόμοιας σημασίας έκφραση βράσε ρύζι.
- Άσ 'τα βράστα, ξέμεινα πάλι από φράγκα!
Έκφραση με ομοιοκατάληκτες λέξεις που δηλώνει απελπισία, αδιέξοδο, απογοήτευση.
Τη λέξη βράστα την συναντάμε και στην παρόμοιας σημασίας έκφραση βράσε ρύζι.
- Άσ 'τα βράστα, ξέμεινα πάλι από φράγκα!
Βλ. και άσ' τα, βράσ' τα
Got a better definition? Add it!
Ο άνδρας που απλώς συνοδεύει μια γυναικεία παρέα, χωρίς να σχετίζεται με καμία από τις κοπέλες.
Οι γυναίκες τον παίρνουν μαζί τους για να μην φαίνονται μόνες και τον παρατούν διαρκώς για να μιλήσουν σε άλλους άντρες, όπως παρατάνε και μια βαλίτσα για να χαιρετήσουν κάποιον στον δρόμο...
Συνώνυμα: γκομενοφύλακας, γκομενοβοσκός, μουνοφύλαξ.
- Κοίτα τον Δημητράκη με τις γκόμενες! Παίζει καμία;
- Μπαααα, αποσκευή τον έχουν για να μην βγαίνουν μόνες...
Got a better definition? Add it!
Εκείνος που τα ξέρει όλα, ο προπέτης.
Συνήθως φλύαρος, που καταντάει κουραστικός και απευκταίος.
Μην κάνεις τον ξερόλα σου ξαναλέω! Άσε να μιλήσει κι ο Γιώργος που το έχει σπουδάσει το πράγμα!
Σχετικά: WWW, ξερόλι, ξερολισμός, φωτεινός παντογνώστης, πανεπιστήμων / -ονας, κινητή εγκυκλοπαίδεια.
Got a better definition? Add it!
Σε αντιστοιχία με την λέξη ξερόλας, εκείνος που τα μπορεί όλα.
- Μην τον εμπιστεύεσαι τον μπορόλα, πάλι θα σε κρεμάσει!
Got a better definition? Add it!
Μουγκαμάρα, σιωπή, ησυχία.
Μουγκός + -fon (κατάληξη από την εταιρεία κινητής Panafon)
- Το κινητό μου πάλι μουγκαφόν, δεν είχα λεφτά να το πληρώσω και μου το κόψανε.
- Έλα μουγκαφόν τώρα, πάλι πατάτα έκανες...
Got a better definition? Add it!
Υποτιμητικός χαρακτηρισμός για άνδρα που ζητάει διαρκώς τα τηλέφωνα των γυναικών που γνωρίζει, για να βγουν για καφέ, με ελάχιστες όμως επιτυχίες στο ενεργητικό του.
- Δες τον τηλεφωνάκια τον Γιώργο πάλι την πέφτει σε γκόμενα...
Got a better definition? Add it!
Υποτιμητικός χαρακτηρισμός για άνδρες, στις ακόλουθες περιπτώσεις:
Σταμάτα ρε φιλάκια να μου γλείφεις τα μάγουλα κάθε φορά που με βλέπεις!
Περί φιλιού: γαλλικό φιλί, γλωσσίδι, γλωσσόφιλο, κυνοδοντόφιλο, μάκια, μάτσα μούτσα, μουτς, μπαγαποντολειχία, πιπιλιά, τριπλογλώσσι, φάκια, φιδάκια, φιλάκι;, φιλάκια φιλικωτά, φιλάκιας, φιλί της ζωής, Φιλοπίππου, φιλώ, χυσόφιλο, χχχ.
Got a better definition? Add it!
Η άνεση, η χαλαρότητα, η αδιαφορία, η αταραξία, η κουλ διάθεση...
Μου ήρθε, που λες, η Κικίτσα με μια ανετιά...
Got a better definition? Add it!
Παράφραση της περιοχής Μαλακάσα, που είναι ομόηχη με τη λέξη μαλάκας. Χρησιμοποιείται συχνότερα στο θηλυκό γένος: η μαλακάσα.
- Ήρθε που λες και η Πόπη η μαλακάσα στην παρέα.
Got a better definition? Add it!
Χαϊδευτικό του μαλάκας, με σαφώς λιγότερη διάθεση υποτίμησης. Συνήθως προφέρεται με παιδική τραγουδιστή φωνή.
- Είσαι λίγο μαλιάκας, αλλά δεν πειράζει...
Got a better definition? Add it!