Έκφραση με ομοιοκατάληκτες λέξεις που δηλώνει απελπισία, αδιέξοδο, απογοήτευση.

Τη λέξη βράστα την συναντάμε και στην παρόμοιας σημασίας έκφραση βράσε ρύζι.

- Άσ 'τα βράστα, ξέμεινα πάλι από φράγκα!

η άγνωστη κοιτίδα;;; (από xalikoutis, 18/06/09)

Βλ. και άσ' τα, βράσ' τα

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο άνδρας που απλώς συνοδεύει μια γυναικεία παρέα, χωρίς να σχετίζεται με καμία από τις κοπέλες.

Οι γυναίκες τον παίρνουν μαζί τους για να μην φαίνονται μόνες και τον παρατούν διαρκώς για να μιλήσουν σε άλλους άντρες, όπως παρατάνε και μια βαλίτσα για να χαιρετήσουν κάποιον στον δρόμο...

Συνώνυμα: γκομενοφύλακας, γκομενοβοσκός, μουνοφύλαξ.

- Κοίτα τον Δημητράκη με τις γκόμενες! Παίζει καμία;
- Μπαααα, αποσκευή τον έχουν για να μην βγαίνουν μόνες...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εκείνος που τα ξέρει όλα, ο προπέτης.

Συνήθως φλύαρος, που καταντάει κουραστικός και απευκταίος.

Μην κάνεις τον ξερόλα σου ξαναλέω! Άσε να μιλήσει κι ο Γιώργος που το έχει σπουδάσει το πράγμα!

(από Khan, 30/03/15)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σε αντιστοιχία με την λέξη ξερόλας, εκείνος που τα μπορεί όλα.

- Μην τον εμπιστεύεσαι τον μπορόλα, πάλι θα σε κρεμάσει!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μουγκαμάρα, σιωπή, ησυχία.

Μουγκός + -fon (κατάληξη από την εταιρεία κινητής Panafon)

- Το κινητό μου πάλι μουγκαφόν, δεν είχα λεφτά να το πληρώσω και μου το κόψανε.

- Έλα μουγκαφόν τώρα, πάλι πατάτα έκανες...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υποτιμητικός χαρακτηρισμός για άνδρα που ζητάει διαρκώς τα τηλέφωνα των γυναικών που γνωρίζει, για να βγουν για καφέ, με ελάχιστες όμως επιτυχίες στο ενεργητικό του.

- Δες τον τηλεφωνάκια τον Γιώργο πάλι την πέφτει σε γκόμενα...

Τηλεφώνα μου ασταμάτητα μέχρι να σου απαντήσω. Τα ζουμερότερα λέμε. (από Galadriel, 14/09/12)

Got a better definition? Add it!

Published

Υποτιμητικός χαρακτηρισμός για άνδρες, στις ακόλουθες περιπτώσεις:

  • Χρησιμοποιούν την γυναικεία έκφραση «θα τα πούμε, φιλάκια» κάθε φορά που κλείνουν το τηλέφωνο.
  • Συνοδεύουν τις γυναίκες μέχρι το σπίτι τους μετά την έξοδο, για να φιληθούν (και τίποτα άλλο), όπως στις ελληνικές ταινίες.
  • Ασπάζονται διαρκώς στα μάγουλα όποιον ή όποια συναντήσουν (όπως κάνουν οι γυναίκες).

Σταμάτα ρε φιλάκια να μου γλείφεις τα μάγουλα κάθε φορά που με βλέπεις!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η άνεση, η χαλαρότητα, η αδιαφορία, η αταραξία, η κουλ διάθεση...

Μου ήρθε, που λες, η Κικίτσα με μια ανετιά...

Σχετικά: άνετα, ανετίλα, άνετος.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παράφραση της περιοχής Μαλακάσα, που είναι ομόηχη με τη λέξη μαλάκας. Χρησιμοποιείται συχνότερα στο θηλυκό γένος: η μαλακάσα.

- Ήρθε που λες και η Πόπη η μαλακάσα στην παρέα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χαϊδευτικό του μαλάκας, με σαφώς λιγότερη διάθεση υποτίμησης. Συνήθως προφέρεται με παιδική τραγουδιστή φωνή.

- Είσαι λίγο μαλιάκας, αλλά δεν πειράζει...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified