Συνώνυμο της λέξης σκοπιά στην στρατιωτική διάλεκτο.
- Πάλι σκοπαρίδι σήμερα, χάθηκε να με βάλουν θαλαμοφύλακα να μην κρυώνω;
Συνώνυμο της λέξης σκοπιά στην στρατιωτική διάλεκτο.
- Πάλι σκοπαρίδι σήμερα, χάθηκε να με βάλουν θαλαμοφύλακα να μην κρυώνω;
Got a better definition? Add it!
Ο εστιάτορας του τάγματος, ο έχων την ευθύνη του εστιατορίου όπου σιζίτονται οι φαντάροι.
Αναλογικά ελαφριά θέση, μιας και αφενός απαλάσσεται από άλλες υπηρεσίες, αφετέρου του στέλνουν αγγαρεία φαντάρους για να καθαρίσουν και εκείνος έχει μόνο το γενικό πρόσταγμα.
- Πάλι στον εστιάρχοντα έχουμε αγγαρεία σήμερα...
Got a better definition? Add it!
Το κουνούπι της Ρόδου, όπως το αποκαλούν οι εκεί υπηρετούντες φαντάροι. (βλ. Τσαμπικία και τσαμπικονήσι).
- Με έχουν ρημάξει τα τσαμπικόπτερα όλο το καλοκαίρι!
Βλ. και γκατζολόπτερο, μποχαλόπτερο.
Got a better definition? Add it!
Το νησί της Ρόδου. Επίσης και Τσαμπικάιλαντ, Τσαμπικία.
- Στο Τσαμπικονήσι με στείλανε μετάθεση, μόνο με αεροπλάνα και βαπόρια θα ανεβαίνω πια Αθήνα!
Got a better definition? Add it!
Η πρωινή γυμναστική στον στρατό. Προέρχεται από τις αρχικές συλλαβές των λέξεων Σωματική Βελτίωση (όπως λέγεται επίσημα η γυμναστική στο στράτευμα).
- Πω πω πάλι σωβέ έχουμε σήμερα πρωί πρωί. Φόρεσε τις ελβιέλες και κατέβα στον περίβολο...
Got a better definition? Add it!
Φράση που προέρχεται από το πέταγμα του χαρταετού και χρησιμοποιείται ως προτρεπτικό συνέχισης. Σημαίνει άσε τα πράγματα να κυλήσουν κι επίσης μην μένεις στάσιμος, προχώρα.
- Αμόλα καλούμπα και μην κολλάς σε λεπτομέρειες...
- Ξέχνα την Κατερίνα κι αμόλα καλούμπα σε νέες αγκαλιές...
Got a better definition? Add it!
Η λέξη χρησιμοποιείται ως υπερθετικό του ροκ, κυρίως λόγω της ηχητικής συνάφειας αλλά και την παραπομπής στη λέξη μπαρ. Στην κυριολεξία αναφέρεται στο καλλιτεχνικό ύφος baroque που κυριάρχησε τον 17ο-18ο αιώνα στην Ευρώπη.
Καλά γνώρισα χθες μια γκόμενα τελείως μπαρόκ!
Got a better definition? Add it!
Χαρακτηρισμός προσώπου ή κατάστασης.
ροκ = αντισυμβατικός, παλαβός, άγριος, αχαλίνωτος, θυελλώδης, έκλυτος, άναρχος. Όταν αναφερόμαστε σε ροκ κατάσταση, εννοούμε ότι θυμίζει ροκ συναυλία.
Η κατάσταση στο γραφείο είναι τελείως ροκ.
Δες και τζαζ.
Got a better definition? Add it!
Ως επίθετο: χέστης, φοβιτσιάρης. Ως ουσιαστικό: φόβος, τρόμος, αλλά και χέσιμο, ξεφτίλισμα, βρίσιμο.
Ο Κώστας ο χεσμεντέν, να δεις πως έκανε με το σεισμό...
Η ταινία ήταν θρίλερ, πολύ χεσμεντέν...
Θα του ρίξω ένα γερό χεσμεντέν μόλις έρθει...
Βλ. και κλάνας, ο, χέστης, κατουρλής, ο, κότα, μπουγατσόφλωρος, κουραμπιές, χεζμεντέν, ζάζος
Got a better definition? Add it!
Συντομογραφία των λέξεων: σκούπα + φαράσι. Επειδή οι δυο αυτές λέξεις πηγαίνουν συνήθως πακέτο (π.χ. «πάρε σκούπα και φαράσι»), χρησιμοποιείται η συμπτυγμένη λέξη αντί αυτών...
Πάρε σκούφα και μάζεψε το φλιτζάνι με τον καφέ που έσπασες...
Got a better definition? Add it!