Χριστιανοταλιμπαν-ίστικη σλανγκ που τη χρησιμοποιούμε όταν διαφωνούμε με κάποιον που θεωρούμε ισχυρογνώμονα και αδιόρθωτο, και σημαίνει άντε γεια, καλά μυαλά, with this side to sleep ή ακόμη δε μας χέζεις ρε Νταλάρα.

Σε άλλες πάλι περιπτώσεις αποτελεί έναν απλό αποχαιρετισμό μεταξύ χριστιανοταλιμπάν, όπως και το «νά 'ναι ευλογημένο».

Υποτίθεται ότι κάνουμε αναφορά στην επί του φοβερού βήματος της Β' Παρουσίας απολογία μας για τις αμαρτίες και τα κρίματα (sic) που έχουμε διαπράξει, και για τα οποία παραμείναμε αμετανόητοι παρά τις νουθεσίες και τις εκκλήσεις για μετάνοια του προσώπου που προσπαθεί να μας συνετίσει για το καλό μας (βλ. και σχετικό άσμα του Γ. Μηλιώκα).

Μεταφράζεται και σε good apology.

  1. - Που πάτε ρε με τέτοια μυαλά; Κάνατε την Εκκλησία Ανώνυμη Εταιρεία! Δε βλέπετε ότι ξεσηκώσατε το ποίμνιο εναντίον μας; Άντε και καλή απολογία!

  2. - Τηλεφωνώ από Τούμπα και είναι η πρώτη φορά που παίρνω μέρος στην εχπομπή σας και θέλω να σας συγχαρώ και να σας πω ότι σας ακούω κάθε φορά. Και πάλι συγχαρητήρια.
    - Νά 'ναι ευλογημένο. Καλή απολογία. Προχωρούμε στην επόμενη γραμμούλα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σαν να λέμε «χέστηκα» όταν κάποιος μας λέει κάτι για να εντυπωσιαστούμε και εμείς θέλουμε να του δείξουμε ότι δεν χαμπαριάζουμε και δεν ιδρώνει το αυτί μας.

Στον στρατό, το να πέφτεις και να παίρνεις κάμψεις στη θέα κάποιου ανώτερου, είναι δείγμα τρελού θαυμασμού και απόλυτου ρισπέκ. Στην καθημερινή ζωή όμως, κάτι τέτοιο θα ήταν πολύ τραβηγμένο και στρατογκαυλικό –επομένως, μέσα από την υπερβολή και το απραγματοποίητο της φράσης, επιτυγχάνουμε τη γείωση του συνομιλητή μας.

- Από δώ η Χριστίνα που έχει κάνει μεταπτυχιακό, ντοκτορά και ποστ-ντοκτορά...
- Να πέσω να πάρω κάμψεις;

Στο 0:29 (από allivegp, 31/01/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

O μαφιόζος. Αναγνωρισμένο μέλος της μαφία, ιεραρχικά πιο σημαίνων από τον απλό σκαπανέα γκάνγκστερ. Παίζει πάρα πολύ σε ταινίες του Μάρτιν Σκορσέζε, με Ρόμπερτ ντε Νίρο και Τζο Πέσι, όπως π.χ. Casino, The Goodfellas κ.α.

Ο wiseguy ελπίζει να ανοίξουν τα αφεντικά κάποια στιγμή από καιρού εις καιρόν τα κιτάπια τους και να χριστεί ως ένας made guy, δηλαδή φτασμένος, οπότε απολαμβάνει απόλυτο ρισπέκ και κανείς δεν μπορεί να του χώνεται (fuck around with him).

Δείτε καλύτερα το α' μήδι, στο 2:43

Στο 2:43 (από allivegp, 25/01/11)(από allivegp, 25/01/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Δηκτική χριστιανοταλιμπάν έκφραση με την οποία ειρωνευόμαστε κάποιον τον οποίο θεωρούμε ως πουλημένο ενεργούμενο και εξωνημένο διεκπεραιωτή άνομων συμφερόντων.

Συνώνυμο: Είσαι και μαλάκας, είσαι και λεβέντης.

(από τούδε)
Συγχαρητήρια Ταξίαρχε! Άξιος ο «μισθός» σου.... το μέλλον σου ανήκει!!!

και τούδε
Τώρα για την χρησιμότητα των φυλλάδων σας, ομολογώ ότι μια χαρά την τυλίγεις την ρέγγα. Αν χρειαστεί σκουπίζω και τον κώλο μου με αυτές. Άθλιε, άξιος ο μισθός σου.

και κείθε
Μπράβο ξεφτίλες, άξιος ο μισθός σας.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μονολεκτική κλιμάκωση του τσαμπουκαλίστικου ύφους μας, όταν έχει προηγηθεί μια παρατήρηση, επιβολή ποινής ή άλλη βαρύγδουπη δήλωσή μας προς κάποιον αποδέκτη που φαίνεται να μη μας έχει πάρει και πολύ στα σοβαρά, επειδή το όλο ύφος μας δεν ήταν εξ αρχής τρε ψαρωτίκ.

Συχνά, επιτείνεται με διπλασιασμό του με χρήση της κλητικής προσφώνησης-αγενούς νότας των σταυρολέξων «ρε».

  1. - Πάρε γιατί είσαι ακομβίωτος και άλλα 5Φ επειδή σου κρέμεται το κορδόνι από την αρβύλα. Γελάς; Ρε γελάς;

  2. - Γιατρέ, πάρε το συνταγολόγιο, κάν' το ρολό και βάλ' το στον κώλο σου. Ξέρεις τί μπορώ να σου κάνω εγώ; Γελάς; Ρε γελάς;

Στο 1:42 (από allivegp, 22/01/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συνήθως συντάσσεται με το ρ. «κάνω» ή «παριστάνω», και σημαίνει προσποιούμαι τον ανήξερο/αδιάφορο, κάνω τον Κινέζο ή τον Αλέκο, ποιώ την πάπια (ή νήσσα), ή ακόμη «το παίζω τρελίτσα».

Καλά, αν δείτε κανέναν διαρρήκτη το βράδι σπίτι σας, κάντε τον ψόφιο κοριό και αφήστε να σας βουτήξει ό,τι βρει... Καλύτερο από το να πάτε γυρεύοντας για καβγά μαζί του. (από εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published

Το τουβλάκι αποτελεί μονάδα μέτρησης:

  • της ισχύος του σήματος που πιάνουμε στο κινητό
  • του επιπέδου φόρτισης της μπαταρίας του κινητού
  • της πληρότητας με καύσιμο του ρεζερβουάρ του αυτοκινήτου, όταν ο σχετικός δείκτης μας επί του καντρανίου δεν συνίσταται στην κλασσική (και παλαιομοδίτικη) βελόνα.

    Συνήθως με σήμα δύο τουβλακίων μπορούμε να πραγματοποιήσουμε μια κλήση, ενώ όταν η μπαταρία του κινητού έχει δύο τουβλάκια, καλύτερα να ψάξουμε επειγόντως για πρίζα. Αν πάλι η βενζίνη μας έχει περιοριστεί στο ένα τουβλάκι, πρέπει επειγόντως να σταματήσουμε στο πρώτο βενζινάδικο που θα βρούμε μπροστά μας, γιατί σε λίγο δεν θα έχουμε καύσιμο ούτε για σάλιο.

Πριν αμφισβητήσει κανείς την σλανγκαμπίλιτυ του λήμματος, να υπενθυμίσουμε ότι αν ένας αλλοδαπός που ζει στη χώρα μας το ακούσει και το ψάξει σε ένα μέινστριμ λεξικό, δεν θα το βρει με την έννοια που το ορίζουμε εδώ.

- Έλα, κάνεις διακοπές... κουνήσου τον κώλο σου, μπας και βρεις καλύτερο σήμα
- Τι κουνήσου ρε μαλ, τρία τουβλάκια σήμα έχω!

πέντε τουβλάκια σήμα και μπαταρία (από allivegp, 18/12/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι η αίσθηση του καινούριου, του αχρησιμοποίητου που αναδίδει - κατ' εξοχή - ένα καινούριο αυτοκίνητο, αλλά και άλλες γκατζετιές όπως π.χ. κινητά, λαπ-τοπ κ.τ.ο., όταν τα παίρνουμε τσίλικα, του κουτιού, και τα χρησιμοποιούμε για πρώτη φορά.

Ειδικά στον πολύπαθο (εσχάτως) κλάδο της εμπορίας μεταχειρισμένων αυτοκινήτων, η καινουργίλα που προκύπτει από ένα πολύ καλό πλύσιμο μέσα-έξω, είναι το ιερό γκρέιλ του μερακλή, πλην μπατίρη, επίδοξου αγοραστή, που συχνά κάνει την πλάστιγγα να γέρνει υπέρ του ενός ή του άλλου σέκοντ χαντ τουτού.

Επιτομή στην υπόθεση της νεκραναστημένης καινουργίλας του μεταχειρισμένου αυτοκινήτου, προσφέρει ο βιολογικός καθαρισμός του σαλονιού, κατά την οποία απομακρύνονται με ακραία σχολαστικότητα και με τη βοήθεια ειδικών σκουπών και χημικών διαλυμάτων όλα τα μακρο- ή μικροσκοπικά ξένα σώματα, σκουπιδάκια, πτώματα από το μπουθ, καπότες (που χρησιμοποιήθηκαν κάποτες από τον παλιό ιδιοκτήτη) και οσμηρά σωματίδια, γυαλίζεται το ταμπλώ, και εν γένει γίνεται ό,τι χρειάζεται ώστε να επιτευχθεί η τελεία κάθαρσις (sic) του αυτ-του, που απαράλλαχτα ακολουθείται και από αλοιφή που τονώνει και αναζωογονεί το ταλαιπωρημένο χρώμα της λαμαρίνας.

- Το πέρασα, που λες, βιολογικό καθαρισμό και αλοιφή σε ένα πλυντήριο και έγινε τζιτζιλόνι: μέχρι που μυρίζει και καινουργίλα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το ταμπλ ντοτ (= table d'hôte) είναι το προκαθορισμένο μενού, δλδ η υποχρεωτική κατανάλωση συγκεκριμένων πιάτων προς συγκεκριμένη τιμή, που επιβάλλεται συνήθως στα εστιατόρια τις ημέρες των γιορτών για να βγάλουν οι μαγαζάτορες τα σπασμένα άλλων ημερών.

Μας ήρθε από τη Γαλλία και σαν συνήθεια και σαν λέξη. Στα χάνια του μεσαίωνα, μέχρι να εμφανιστούν τα πρώτα εστιατόρια με μενού «α λα καρτ», οι πελάτες κάθονταν όλοι μαζί σ' ένα τραπέζι (table de l'hoste, όπως λεγόταν τότε, το «τραπέζι του οικοδεσπότη») και μοιράζονταν όλοι ένα κοινό μενού — και έτρωγε περισσότερο ο πιο γρήγορος.

Υπάρχει και ο λανθασμένος τύπος «νταμπλ ντοτ» καθ' ότι το αυτί του ελληναρά χοντραίνει κάπως τις ξενόγλωσσες λέξεις... Μάλιστα, ειπώθηκε και σε μεσημεριανάδικο ότι ντάμπλ ντοτ είναι το γεύμα για δύο, εξ ου και το double.

Ως ιδιωματισμό, μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε το λήμμα μας για να χαρακτηρίσουμε μια προειλημμένη απόφαση, κάτι τελειωμένο ή προαποφασισμένο ή «στημένο» που μας σερβίρεται ή μας επιβάλλεται, χωρίς να έχουμε περιθώριο επιλογής ή διαπραγμάτευσης.

  1. Κάνουν λάθος αν νομίσουν ότι θα προσέλθουμε σε μια ταμπλ ντοτ διαπραγμάτευση με την ηγεσία του Υπουργείου.

  2. Αυτοί αποφασίζουν και διατάσσουν και εμείς χορεύουμε όλοι πάνω από το ζουρνά και θέλουν και διάλογο ταμπλ ντοτ με την εργατιά για το θεαθήναι; Ούσουτου, λαμόγια!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σκωπτική ατάκα με την οποία, αν και φαινομενικά αναιρούμε, στην πραγματικότητα τονίζουμε μια βρισιά που μόλις έχουμε ξεστομίσει.

Κανονικά, το μπιπ μπαίνει ως λογοκρισία στη θέση της βρισιάς, όμως δίκην σλανγκιάς βάζουμε το μπιπ στη θέση μιας άλλης, αθώας λέξης που συνόδευε τη βρισιά, αφήνοντας τη βρισιά ανέπαφη.

Δείχνουμε δλδ ότι έχουμε το τακτ να καταλαβαίνουμε και να επανορθώνουμε για μια παρεκτροπή του προφορικού ή γραπτού λόγου μας, αλλά στην ουσία δεν κάνουμε τίποτε άλλο από το να την επιβεβαιώνουμε και να την επιτείνουμε.

Το λήμμα μας το μεταχειρίστηκε ο σλάνγκαρχος Μητσικώστας μιμούμενος τον Big Mac - Αγαπούλα- Ψωμιάδη, αλλά αφθονεί σε πολλά παραδείγματα του προφορικού και του ιντερνετικού λόγου.

Για τη σημασία του «μπιπ» καθ' αυτό, βλ. το Μέσειο λήμμα μπιπ.

  1. από εδώ
    Είναι χειμώνας, έξω κάνει ψωλόκρυο (βάλε μπιπ στο «κάνει»). Γυρνάς σπίτι σου αργά το βράδυ, μετά από μια πολύ κουραστική μέρα στην δουλειά.Τσιμπάς κάτι στα γρήγορα, και χωρίς πολλά-πολλά την πέφτεις στο κρεβάτι για να κοιμηθείς.ΌΜΩΣ...
    Η πουτάνα η κουβέρτα είναι πολύ μικρή για τα ατέλειωτα στρέμματα του κορμιού σου!!

  2. από εδώ
    Εμένα πάντως το tethering δεν λειτουργεί - συγνώμη, αλλά μας πιάσανε μαλάκες. Και βάλτε μπιπ στο συγνώμη.

  3. από εδώ
    Όσοι πηγαίνετε σε club με «χορεύτριες» να δείτε κάνα ξέκωλο (βάλε ένα μπιπ στο χορεύτριες) δεν είναι ανάγκη, καθώς τα βλέπετε όλα στο δρόμο... κυριολεκτικά... βλέπετε... δεν μεθάει ποτέ η νεολαία της Αγγλίας... cheers mates. Και όταν λέμε ξέκωλο... εννοούμε ξέκωλο... Και βάλτε μπιπ στο εννοούμε...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified