Ηχοποίητο ουσιαστικό, γένους ουδετέρου, που δηλώνει μια ανωμαλία στον δρόμο ικανή να προκαλέσει αναπήδηση του αυτοκινήτου.

Σαν γκντούπατις μπορεί να χαρακτηριστεί ένα σαμαράκι, ένα εξόγκωμα ή μια λακούβα του δρόμου που θέτει σε δοκιμασία τα αμορτισέρ και προκαλεί αναπήδηση των επιβατών στις θέσεις τους, αφού βέβαια ακουστεί πρώτα ο χαρακτηριστικός ήχος της πρόσκρουσης των μπροστινών τροχών (γκντουπ) στην εν λόγω ανωμαλία.

Κόψε ταχύτητα, έχεις ένα γκντούπατις μπροστά.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο Κώστας Μήτρογλου. Αποκαλείται έτσι λόγω της δεινής ικανότητάς του στην επίτευξη γκολ αλλά και της κωλοπαιδίστικης εξω- και ενδο- γηπεδικής συμπεριφοράς του.

Ρε τί έβαλε πάλι το γκολόπαιδο!

(από allivegp, 16/09/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το λέμε όταν συμφωνούμε με κάτι. Η προέλευση είναι από τον αμερικανικό στρατό και το ακούμε σε ταινίες, π.χ. όταν πιλότοι μιλούν μεταξύ τους στον ασύρματο.

- Ο Ρέμος είναι πολύ σκατίφλωρος με αυτά που είπε στο #occupynammos για τον Σόιμπλε
- Φάκιν έι

Got a better definition? Add it!

Published

Δηλώνει τον αμήχανο, μη cool άνθρωπο, αυτόν που δεν συμμετέχει στον χορό ή το πάρτι, και τελικά τον ξενέρωτο.

Η συνεκδοχή είναι ότι, ενώνοντας τους αντίχειρες και τους δείκτες των δυο χειρών σε σχήμα L στο ένα χέρι και 7 στο άλλο, σχηματίζεται ένα τετράγωνο, που στα αγγλικά λέγεται square, aka το άτομο που συγκεντρώνει τις παραπάνω ιδιότητες.

Το λήμμα ακούγεται στο άσμα Wooly Bully (βλ. 1:03 του μηδιού)/

Έλα στο πάρτι, μην είσαι τόσο L-7

(από allivegp, 12/07/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο σκληροπυρηνικός, ο απόλυτα παθιασμένος.

Υπό συνθήκες και ο τέρμα πωρωμένος ή καμένος ή τελειωμένος με κάτι.

Πριν κερδίσει το γιαπωνέζικο τουρνουά ξεκινώντας μάλιστα από τους προκριματικούς γύρους ως Νο 227 δεν τον ήξερε κανείς εκτός από μερικούς die hard ειδικούς. Τώρα έχουν στραφεί όλα τα φώτα πάνω του.

(από Khan, 05/07/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χρησιμοποιείται σαν γείωση σε όσους περιαυτολογούν υπερβάλλοντας για τις σεξουαλικές τους επιδόσεις και/ή για τον αριθμό των ερωτικών συντρόφων τους.

Θεωρείται δηλαδή ότι με την υπερλειτουργία τους οι όρχεις υπερθερμαίνονται και άρα πρέπει να προφυλαχθούν από τις υψηλές θερμοκρασίες διά της ενυδάτωσης με άφθονο νερό.

- Και χτυπάω, που λες, έξι γκομενάκια μέσα σε 10 μέρες... Το πρώτο το γνώρισα κιόλας μέσα στο αεροπλάνο.
- Πίνε πολύ νερό, μην κάψεις κανένα αρχίδι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ρεπ ή rep: ο εμπορικός αντιπρόσωπος, εκ του representative. Ευφημισμός για τον πλασιέ, τον τύπο που μπουκάρει στον πιο ακατάλληλο χώρο την πιο ακατάλληλη ώρα για να σου πουλήσει από μαγειρικά σκεύη, επαγγελματικό εξοπλισμό μέχρι τουριστικά πακέτα ή πάσης φύσης ασφάλειες.

Αν τυχαίνει το επάγγελμά σου να έχει να κάνει με προμήθειες του Δημοσίου, την έχεις πουτσίσει. Κατά την εποχή των παχέων αγελάδων, μπορούσες να δεις σε μια μέρα περισσότερους ρεπς απ' ότι αυτοκίνητα ο τροχονόμος Βούλγαρη με Νέα Εγνατία, αλλά τώρα με την κρίση και τα φέσια του Δημοσίου προς τις ιδιωτικές εταιρίες, το φαινόμενο έχει κοπάσει.

  1. Αν έρθει πάλι ο ίδιος ρεπ και με γυρέψει, πες του ότι έχω πάρει αναρρωτική άδεια 45 ημερών.

  2. - Ήρθε ο ρεπ με το κιτ της αρθροπλαστικής, λέει ότι έφερε και δυο έξτρα, κουβανέζικα.
    - Θα περιμένει το επόμενο χειρουργείο, τον πρόλαβε άλλος.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Καθετί που μιμείται συνήθειες ή πεπραγμένα των φοιτητικών χρόνων πλην όμως τα χρόνια -φευ- έχουν περάσει και πλέον δεν είμαστε φοιτητές αλλά διάγουμε τα δεύτερα -άντα.

Παραδείγματα φοιτητοκαταστάσεων είναι όταν βρισκόμαστε σε κάποια περίσταση να ανέβουμε πέντε-έξι σε ένα τουτού (εξακάβαλο) ή όταν προκύπτει ad hoc διανυκτέρευση σε φιλικό σπίτι (με πυτζάμες που αποτελούν χορηγία του φιλοξενούντος) ή όταν καλούμαστε να μαγειρέψουμε ό,τι έχει απομείνει στα ντουλάπια για να χορτάσουμε μια μεγάλη παρέα κ.λπ.

- Και αντί να πάρω ταξί να γυρίσω σπίτι, το κόβω με τα πόδια και πέφτω πάνω στη Ματίνα. Να μη στα πολυλογώ, ξημέρωσα σπίτι της.
- Φοιτητοκατάσταση...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σημαίνει φυγαδεύω, αποσύρω, απομακρύνω.
Η σλανγκιά έγκειται στην αδόκιμη σύνταξη του αμετάβατου ρήματος «φεύγω» ως μεταβατικού τοιούτου.

  1. Επώνυμοι «έφυγαν» τα χρήματά τους από την Κύπρο την παραμονή του κουρέματος.

  2. Ακόμη την κουμπάρα την Τούλα έχετε προϊσταμένη στο υποκατάστημα του ΙΚΑ; Δεν την έφυγαν ακόμη μαζί με τους διεφθαρμένους;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Άτομο με ανεπτυγμένο μυικό σύστημα (φουσκωτός, σφίχτερμαν, ντουλάπα κ.λπ.) που αποστέλλεται προς άσκηση ψυχολογικής και/ή φυσικής βίας σε κάποιον οφειλέτη, με σκοπό τη συλλογή των οφειλομένων.

Η χαρακτηριστική κίνηση του στραμπουληχτή κατά την πρώτη οπτική επαφή με τον οφειλέτη, είναι η εκγύμναση των δακτύλων των χειρών του, που προκαλεί και τον χαρακτηριστικό κριγμώδη ήχο-φόβητρο για το θύμα του.

Δεν είναι δυνατόν ο ΕΟΠΥΥ να μας έχει αφήσει ανεξόφλητες συνταγές Οκτωβρίου και οι προμηθευτές μας να μας στέλνουν τον στραμπουληχτή για να μαζέψει τα τιμολόγια του Δεκεμβρίου.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified