Γνωστός επίσης και με τα κοσμητικά:
Βλάξ, βλακέντιος, γκάου, κρετίνος, άνιωθος, γκαουμπίο.
-
Got a better definition? Add it!
Αναφέρεται υποτιμητικά για κάποιο άτομο που... έχει γνώσεις και άποψη για όλα!
- Είχα βγεί χθες με τον Παναγιώτη και με έπρηξε στο μπλα μπλα κανα 2ωρο.
- Ε μα και εσύ με τον γνώστη βγήκες βόλτα; Αφού τον ξέρεις, έχει γνώμη πριν από εσένα και για εσένα.
βλ. και ξερόλας
Got a better definition? Add it!
Το μεγάλο γυναικείο στήθος, που συνήθως θυμίζει αγελάδας.
Got a better definition? Add it!
Ο λεφτάς, αυτός που τα έχει και τα δείχνει.
- Ρε θα έρθει ο Τάκης απόψε σπίτι μου για κάνα ούζο;
- Σίγα μην έρθει για ούζα ρε. Αφού είναι ματσό, σιγά μην κάτσει μέσα.
Από το ματσωμένος (δες κομμέ). Συνώνυμα του πλούσιος: λεφτάς, ματσό, μπρούκλης, φραγκάτος
Got a better definition? Add it!
Αδόκιμος όρος. Χρησιμοποιείται σε καταστάσεις πανικού , κυρίως την ώρα που ξεσπά ο πανικός (και για να χειροτερέψουμε την κατάσταση).
- Ρε πήρε φωτιά το μαγαζί! Βγείτε όλοι έξω αμέσως! - Στρούλιαααααααααααααααααααααααα!!!
Got a better definition? Add it!
Βλ. και liposan, αβοκάντο, αρκούδα, βόιδαγλας, βους, βυζόχερος, εύχοντρος, ζελές, θωρηκτό Ποτέμκιν, ιπποπόταμος, κινητό χασάπικο, κουμπαράς, κρεοπωλείο η αφθονία, Μπίλιας, μπουρντούχας, ντουλάπα, ξίγκι, Οβελίξ, πατσοκοιλιάς, σμπόκος, τόφαλος, χοντρολίπαρος, χοντρομπαλάς
Got a better definition? Add it!
Ο χοντρός άνθρωπος, ο οποίος είναι και ατσούμπαλος.
- Κοίτα το σμπόκο ρε μλκ, έσπασε όλα τα ποτήρια λέμε! Καλά κουλός είναι;
Βλ. και liposan, αβοκάντο, αρκούδα, βόιδαγλας, βους, βυζόχερος, εύχοντρος, ζελές, θωρηκτό Ποτέμκιν, ιπποπόταμος, κινητό χασάπικο, κουμπαράς, κρεοπωλείο η αφθονία, Μπίλιας, μπόγος, ντουλάπα, ξίγκι, Οβελίξ, πατσοκοιλιάς, τόφαλος, χοντρολίπαρος, χοντρομπαλάς
Got a better definition? Add it!
Ο χοντρός άνθρωπος, που εκτός από ατσούμπαλος , είναι βλάκας αλλά και λεφτάς! Προτιμάται από γκόμενες-«σκυλιά» λόγω βαθειάς τσέπης.
Σύνηθες μεταφορικό μέσο: Jeep μεγάλου κυβισμού.
- Δες ρε με τι ροκοφλόκο κυκλοφορεί το μουνί. - Θα του τα φάει όλα , ψίχουλο δεν θα του αφήσει.
Got a better definition? Add it!
Λήξη 'Ενός Λανθασμένου Έτους.
-
Got a better definition? Add it!
Είναι το στρατόπεδο όπου λαμβάνει χώρα η βασική εκπαίδευση των Νεοσύλλεκτων της Αεροπορίας.
Μεταξύ των φαντάρων ακούγεται και το
124 Πρόβατα Βόσκουν Ελεύθερα
λόγω του χυμείου της κατάστασης στην Αεροπορία γενικότερα...
-
Got a better definition? Add it!