Υπάρχουν τουλάστιχον δυο καρακλασικές έννοιες:

  • Κόβω (δηλ. τυπώνω) χρήμα, ασκώ πληθωριστική νομισματική πολιτική με κυρίως λαϊκιστικά ελατήρια τ. «το αφεντικό τρελάθηκε», «Τσοβόλα δώσ' τα όλα», κ.ταλ.
  • Όταν ένα κοφτήριο χέζεται στο παραδάκι, βγάζει τρελά κέρδη (αλλά όχι πάντα με το σταυρό στο χέρι).

Εκ του Λατινικού moneta, το νομισματοκοπείο.

Εκφέρεται κυρίως από άτομα παλαιάς κοπής. Βλ. επίσης το κλασικό τρίπτυχο τση επιτυχίας: μέσο, μονέδα, μουνί.

  1. - Είχαμε το Χολαργό που έκοβε μονέδα, δραχμή συνεχώς, γι’ αυτό και έφθασε ο πληθωρισμός στο 25%...

- Να επιβεβαιωθεί, δηλαδή, επίσημα η ανεξαρτησία της Κεντρικής Τράπεζας ώστε να μην κόβει μονέδα κατά το δοκούν και συνεχιστεί ο αδυσώπητος πληθωρισμός.

  1. - ένα φρικωδώς κακόγουστο πλαστικωμένο εικονοστάσι, που κόβει μονέδα μέσω ενός κηροστασίου, που διαθέτει και τεχνολογία αιχμής για να μην καπνίζονται πολύ οι ασβεστωμένοι τοίχο

- Κόβουν μονέδα οι... παραλίες

"Τσοβόλα δώσ\' τα όλα!" (από Khan, 22/02/15)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γκουρμεδιά: το ψαγμένο μεζεκλίκι, σιαγμένο με προσεγμένο τρόπο κι από σωστές πρώτες ύλες. Σαν σλανγκιά που είναι, η γκουρμεδιά δεν περιορίζεται ντε και καλά στις λεπτές κι ανέραστες γεύσεις των κατά Ζουράρι εκλεκτοφάγων. Αποτελεί τον κοινό τόπο εστίασης των ντελικατέσεν με τους ντερλικατέσεν.

Οι γκουρμεδιές βέβαια προσαρμόζονται στην εποχή. Άφθονα ρέουν τα σάλια της γκαγκαδιάρας θειάς μου κάθε φορά που μού διηγείται για πρώτη φορά τις μεταμεσονύκτιες εξορμήσεις για σκατωμένη πατσά του μπαϊλντισμένου από χαβιάρι και σολομό πλην μερακλή Βασιλιά Παύλου. Τι να σου κάνει ο έρμος, ζούσε σε εποχές που μεσουρανούσαν γκουρμεδιές με κωμικά ονόματα όπως μπιτοκ αλα ρους και βολ-ω-βαν. Νοσταλγοί των Γλιξβούργων, γεροντόφιλοι και ταξιδευτές του χρόνου μπορούν ακόμα να τις αναζητήσουν σε εστιατόρια τ. Blue Pine και L' Abreuvoir.

Η ΠΑΣΟΚική λαίλαπα (με όλα τα Κωστοπούλεια συμπαρομαρτούντα) μοιραίως σημάδεψαν το γκουρμεδιάρικο γίγνεσθαι. Η χωριάτικη πέρασε τη σκυτάλη στη σαλάτα του σεφ που, με τη σειρά της, την πέρασε στην καισαρική τοιαύτη. Απόλυτη γκουρμεδιά των ογδόνταζ η θρυλική σάλτσα ροκφόρ του Επίκουρου. Επί Σημιτικού εκσυγχρονισμού ανακαλύψαμε δειλά-δειλά τις λιαστές τομάτες, τη ρόκα, το μπαλσάμικο και φυσικά την χιλιοτραγουδισμένη αστακομακαρονάδα. Καθώς και διάφορες εισαγόμενες γκουρμεδιές τ. σούσι, τάπας, μάπας, κτλ. Μπροστάρηδες στον αγώνα εκσυγχρονισμού ο μακαρίτης Klaus Feurbach του Bajazzo, ο καινοτόμος Χρύσανθος της Ντομάτας (και μετέπειτα του Αριστερά-Δεξιά) κ.ά. γαστρονομικές δυνάμεις.

Επί Γιωργάκη οι μεταλλαγμένοι σε μηκυό πλέον ιθαγενείς ξέθαψαν με την ευγενική κοροϊδία των κ.κ. Βοθρίνι, Λαζάρου, Σκαρμούτσου και Μαμαλάκη τις εξιδανικευμένες ρίζες μας: κρόκο Κοζάνης και μουστοπιπεριές Φλωρίνης, κικιτσόπιτες από τα Ζαγοροχώρια με προσούτο Ευρυτανίας και μανιτάρια Γρεβενών (σ.ς. με τα οποία μέχρι πρότινος έτρεμε το φυλλοκάρδι μας), λούντζα Τήνου και σύγκλινο Μάνης, «αρσενικό τυρί» από τη Νάξο και κατίκι Δομοκού, στραπατσάδες και παστιτσάδες, χριστόψαρα και πεσκανδρίτσες, γαρίδες Αμβρακικού και κωλοχτύπες. Έχοντας γκώσει από την πολλή ρόκα, ο μεταγκουρμεδιάρης κατέβαζε το κότσι ρινόκερου με κουλί από σταμναγκάθι ωσάν γατοκέφαλο...

Έλα όμως που σκάσανε τα δανειοδάνεια και τα γαμοδάνεια, πλάκωσαν οι τροϊκανοί με τα μνjημόνιά τους και το αεροπλανάκι προσγειώθηκε κομματάκι απότομα (τους διεθνείς τοκογλύφους μου μέσα!). Τα μπικίνια πάπαλα, τα κεφάλια μέσα, αλλά ρε πστ η κρίση θέλει καλοπέραση. Κι έτσι ο Έλλην γκουμεδιάρης επέστρεψε στα βασικά: κάνα βρώμικο σούβλακο με σως για να γλιστράει, κάνα σπληνάντερο να λιγδώσει λίγο τ' άντερο μέχρι να κόψει ο sexy Alexi κάνα γκέουρο.

- Γκουρμεδιά στη στιγμή για αυγά «μάτια»

- Ενάντια σε όλη αυτή τη γκουρμεδιά που έχει πέσει τελευταία, έχετε καμιά βαρβάτη, παραδοσιακή και μπρουτάλ συνταγή...

- Είχατε και στο χωριό σας «γκουρμεδιές»;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

O γκαγκά γεροξεκούτης, το ῥαμολιμέντο με έμενταλ.

Θηλ.: γκαγκαδιάδα, ουδ.: γκαγκαδιάρικο.

Έχει και τα καλά του να είσαι γκακαδιάρης: μαθαίνεις πολλές φορές για πρώτη φορά τα ίδια ευχάριστα νέα.

αουτομπανεύκολο λολοπαίγνιο τιμής ένεκεν και εις μνήμην (από xalikoutis, 19/12/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified