Το χρήμα. Σε μία από τις πολλές εννοιολογικές αποχρώσεις που υποδηλώνει την ύπαρξη ή την ανάγκη αφθονίας (του χρήματος).

Η φήμη ότι αποτελεί γενικά είδος εν ανεπάρκεια τα τελευταία χρόνια είναι μύθος για λαϊκή κατανάλωση. Το μαρούλι για το πόπολο είναι διαχρονικά προστατευόμενο είδος. Ο απλός λαός πάντα έπασχε και πάσχει από χαμηλό χρηματοκρίτη, σε συνδυασμό όμως με την ανίατη καθεπερσία, νομίζει ότι η οικονομική του κατάσταση υπήρξε κάπου, κάποτε ευρωστότερη. Αυτό είναι όμως προϊόν της φαντασίας του. Καθώς η πικρή αλήθεια είναι ότι το καλό μαρούλι ευδοκιμεί μόνον σε θερμοκήπια Miesens, αποκλειστικά με λίπασμα Ταπαίρνογλου και ωσεκτουτού οι μόνοι πραγματικοί κατέχοντες είναι οι εκπρόσωποι της γενιάς των 700 εκατομμυρίων ευρώ. Όλα τ' άλλα (μαρούλια) είναι απλές οδοντόκρεμες!

Συναντάται και στον πληθυντικό, τα μαρούλια.

Συνώνυμα και παρεμφερή
- που υποδηλώνουν αφθονία χρήματος: το χαρτί, η χαρτούρα, το μαλλί, το μπαγιόκο (το πάκο από μετρητά).
- που δηλώνουν κυρίως χρήμα σε μορφή μετρητού, το «ζεστό»:
καύσιμο, κασέρι, μπικικίνια και για ασήμαντα ποσά το ψιλικοκό.
- καλιαρντιστί ο μπερντές, και - ποδανιστί τα γκαφρά, ματαχρή, φταλέ.
Επίσης, μία αξιόλογη συγκέντρωση συνωνύμων, βλ. επίσης στο λήμμα μίζα.

«Ολα γίνονται για το... μαρούλι! »Την ατάκα αυτή χρησιμοποίησε πριν από τρία χρόνια σε γενική συνέλευση της ΕΠΑΕ ο πρόεδρος του Ιωνικού...
(από το διαδίκτυο)

Το Χρήμα (το μαρούλι που λέμε και στα Ελληνικά) και η Δόξα δεν πηγαίνουν απαραιτήτως στους έξυπνους ανθρώπους, στους μηχανικούς, τους σχεδιαστές, ή στις μεγαλοφυΐες. Τα χρήματα «γίνονται» και πηγαίνουν στις πωλήσεις και στο Marketing.
(από blog)

Τα παρακάτω αναφέρονται σε μοτοσυκλετιστές (από φόρουμ)

MΠΕΜΒΕΔΑΚΙΑΣ
Εύκολο νά τόν ξεχωρίσεις έστω καί χωρίς τήν μηχανή του. Τά πάντα πού χρησιμοποιεί έχουν τό σήμα επάνω: Κλειδιά, τσαντάκια, κράνος, μπουφάν (αν καί μερικοί υποκύπτουν στά Dainese) μπότες κλπ. κλπ. Αν μπορούσε θά αγόραζε καί εσώρουχα ΒΜW. Τό μαρούλι όμως πρέπει νά πέφτει άφθονο. Ετσι λοιπόν, λόγω image καί κόστους η φίρμα δέν τραβάει πολλούς εικοσάχρονους ινδιάνους.

ΤΣΟΠΕΡΑΣ
Βασικά ο τσοπεράς ονειρεύεται νά γίνει Χαρλεάς, αλλά εκτός τήν επιθυμία χρειάζεται καί μαρούλι. Οπότε βολεύεται είτε μέ Γιαπωνέζικο πού τού έχει αλλάξει τά φώτα στά χρώμια καί κρόσσια, ή μέ παλιά BSA ή BMW πού όπως τά έχει καταντήσει, έτσι καί έρθει ο Αγγλος ή Γερμανός πού τό φτιάξαν θά πέσουν κάτω από καρδιακή προσβολή.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ενώ το ταγάρι αποτελεί χαρακτηρισμό συγκεκριμένου τύπου γυναίκας, η χρήση της έκφρασης «μου έγινε ταγάρι» γίνεται σε περιπτώσεις φορτικών, αδιάκριτων και ενοχλητικών τύπων, ανεξαρτήτως φύλου, που γίνονται της προσκολλήσεως.

Η επιλογή της λέξης «ταγάρι» πιθανόν να κολλάει με το γεγονός ότι αυτό ήταν αναπόσπαστο χρηστικό αξεσουάρ των χωρικών. Κάτι σαν την σημερινή πουστιέρα, όπου έβαζαν μέσα τα καθημερινά απαραίτητα και έπρεπε να το σέρνουν μαζί τους όπου πήγαιναν.

Αλλιώς: μου έγινε τσιμπούρι, βδέλλα, κολλιτσίδα.

- Ωραία μέρα σήμερα... δεν πάμε για κανά καφεδάκι;
- Και δεν πήγαμε!
- Γιατί μαρή; Πάλι δεν προκάμεις;
- Σούρτα-φέρτα τα παιδιά, εφορία, τράπεζα, σουπερμάρκετ... σου φτάνουν ή θες κι άλλα; α! να πάω και τ' αυτοκίνητο για πλύσιμο, το υποσχέθηκα του Τάκη!
- Ωραία, θα 'ρθω κι εγώ μαζί σου να σε βοηθήσω και μετά, όταν τελειώσουμε, θα πάμε για καφέ...
- Να σου λείπουν τα λούσα! θα τρέξω να τελειώσω τις δουλειές μου γιατί θέλω να προλάβω και το κομμωτήριο, κατάλαβες ή να κάνω και κακά;
- Ε, και τι σε πειράζει να 'ρθω κι εγώ;
- Με πειράζει γιατί δεν θα τελειώσω ποτέ των ποτών και στην τελική σαν πολύ ταγάρι δεν μου έχεις γίνει τελευταία ρε φιλενάδα;;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Διαδεδομένη λέξη που χρησιμοποιείται κυρίως για να περιγράψει το γεγονός ότι κάποιος /-α δεν έχει συμπεριλάβει στις εμπειρίες του τον έγγαμο βίο.

Αναφέρεται μειωτικά κυρίως σε ανύπαντρες γυναίκες μια και αυτές αποτελούσαν μέχρι πρότινος τον πιο ευάλωτο πληθυσμό στην κοινωνική πίεση για «αποκατάσταση». Οι καιροί αλλάζουν κι όλα τα ίδια μένουν όμως -οι γυναίκες μπορεί να γίνονται όλο και λιγότερο ευάλωτες σε αυτές τις μαλακίες αλλά αυτό δεν σταματά τον κάθε παπάρα και την κάθε κυρα-περμαθούλα να συνεχίζουν ακάθεκτοι να λένε το μακρύ τους και το κοντό τους. Παρόμοια είναι η κατάσταση και για τους ανυπογύναικους άντρες, πλην όμως χαρακτηρίζεται από μεγαλύτερη επιείκεια για γνωστούς και επίσης καθ' όλα μαλακισμένους λόγους.

Αντιπροσωπευτικοί των μυαλών που κουβαλάμε ως λαός, που δεν εννοεί να σέβεται προσωπικές επιλογές αλλά αντίθετα αρέσκεται να επεμβαίνει και να ασκεί κριτική επί προσωπικών θεμάτων, είναι και οι κλασικοί χαρακτηρισμοί «γεροντοκόρη» και «γεροντοπαλλήκαρο», που εδώ και πάμπολλα χρόνια λειτουργούν ως ταμπέλες που καταδεικνύουν κουσούρι ή ρετσινιά (κοινωνικό στίγμα).

Συντάσσεται συνήθως με το ρήμα «μένω» και η έκφραση «μένω στο ράφι» σημαίνει ότι μένω στα αζήτητα, έκφραση που από μόνη της υποδηλώνει την μειωμένη αξία όποιου /-ας ζει μόνος /-η του/της και τον κοινωνικό αποκλεισμό που συνεπακόλουθα του/της αξίζει.

Πέρα από τα παραπάνω, η λέξη καθώς και παρόμοιες εκφράσεις χρησιμοποιούνται ευρύτερα και για οτιδήποτε δεν έχει ζήτηση, δεν πουλάει, μένει στα αζήτητα.

  1. «Πολλές γυναίκες που η ηλικία των 30 τις βρίσκει ελεύθερες, χωρίς βέρα στο δεξί παθαίνουν σύνδρομο πανικού. Θεωρούν ότι έχουν στενέψει απειλητικά τα περιθώρια και πάνω στην απελπισία τους να μην κάνουν παρέα στο ραφάκι τους, παντρεύονται στην πρώτη ευκαιρία. Έχοντας παραβλέψει κάποιες βασικές προϋποθέσεις που ίσως σε μικρότερη ηλικία να αποτελούσαν προαπαιτούμενο.» (από το διαδίκτυο)

  2. «Στο ράφι η αναλογική τηλεόραση
    Κατά 24% θα μειωθούν ως το 2008 εκείνοι που βλέπουν «παραδοσιακούς» σταθμούς.»
    (από το διαδίκτυο)

  3. «Η Kate Moss στο Ράφι.
    Το ντεμπούτο της Kate Moss στην εικαστική αρένα ήταν μάλλον απογοητευτικό...
    ...Το εντυπωσιακό είναι ότι έμειναν στο ράφι έργα από ονόματα που κανονικά κάνουν θραύση στις δημοπρασίες...»
    (από το διαδίκτυο)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο λυκειάρχης.

Και «λύκαινα» στην περίπτωση που η λυκειάρχης είναι γυναίκα.

Έτσι αποκαλούνται από μαθητές κυρίως, στην σχολική αργκό, προφανώς λόγω της ηχητικής συγγένειας των λέξεων.

Από τη σελίδα των schooligans:

«Γεια σας. Σας στέλνουμε από ένα κωλοχώρι της Εύβοιας. Στην αρχή όταν ο λύκος (σ.σ. ο λυκειάρχης) άκουσε ότι μπορεί να κάνουμε κατάληψη ήρθε στην τάξη και μας είπε ότι «η επαρχία δεν κάνει τέτοια». Όταν τελικά είδε ότι η επαρχία κάνει τέτοια, μας είπε ότι έχει βγει εγκύκλιος και ότι «έστω και για μια μέρα κατάληψη οι εκδρομές κόβονται αυτομάτως». Νόμιζε ότι θα μας φοβίσει! Τι να τις κάνουμε τις εκδρομές με τόσο μαλακία σύστημα;»

Got a better definition? Add it!

Published