Οι ...κοιλιακές διαταρραχές. Είναι αυτό που λέμε διακριτικά «μ' έπιασε η κοιλιά μου», ενώ στην πραγματικότητα δεν προλαβαίνω να χεζοκλάνω ηχηρώς, ασυστόλως και κατά συρροήν. Αλλιώς ευκοίλια ή η κατάστασις κατά την οποία κατουρώ απ' τον κώλο, πάντα με τα ανάλογα ηχητικά εφέ.

- Ρε συ, αυτό το γάλα έληξε χθες, τι λες; Θα πάθω τίποτα άμα το πιω;
- Άσ' το ρε μαλάκα μην σε πιάσει καμιά πορδόλυσσα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παράφραση του υποκοριστικού «ευαισθητούτσικο».

Την λέξη δημιούργησε ο Σταμάτης Φασουλής στην απόδοση του θεατρικού έργου Εξ Επαφής (Closer) που είχε ανεβάσει πριν από μερικά χρόνια.

Όπως λεγόταν και στο έργο:

«μου είσαι κι ευαισθητοπούτσικο»

(από Khan, 16/02/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο ανεπρόκοπος, αχαΐρευτος άνθρωπος, το κοπρόσκυλο.

Παλιά βρισιά που έλεγαν οι παππούδες μας.

Επίσης χαρακτηρισμός που χρησιμοποιούσε ευρέως αποθανών πολιτικός κατά την προηγούμενη δεκαετία σε τηλεοπτικές του εκπομπές, κατά των πολιτικών του αντιπάλων -ότι δηλαδή ενώ ήταν ανεπρόκοποι αξίωναν την ψήφο του λαού.

- Δεν έχει δουλέψει ποτέ στη ζωή του και θέλει να γίνει και υπουργός! Περίπτερο να του δώσεις να κουμαντάρει, θα το ρίξει έξω ο παλιοσκερβελές!

Μηλιώκας - Αλλού τρως: στο νου μου ο σκερβελές σε μαύρα χάλια, που λέει και το άσμα... (από Cunning Linguist, 26/10/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Και ντζερεμές [τουρκ.]

Ο νωθρός, φυγόπονος άνθρωπος, ο τεμπέλης.

Το αδικαιολόγητο πρόστιμο, η άδικη ζημιά.

Το δύστροπο, ανυπάκουο άλογο ή μουλάρι.

Πού τον χάνεις, πού τον βρίσκεις, όλη μέρα μπροστά στην τηλεόραση κοπροσκυλιάζει, ο παλιοτζερεμές!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified