Χρησιμοποιείται αντωνυμικά, είτε ουδέτερα είτε και φορτισμένα (βλέπε και άτομο).

Θηλυκό: τύπισσα και τύπα, ουδέτερο: τυπάκι.

  1. Ό,τι και να λες για τον Βούλη εγώ τον πάω, είν' ωραίος ο τύπος. Μια ζωή με τα καλύτερα καυλιά κυκλοφορεί, και είναι και ξηγημένος.

  2. - Ρε συ, αυτή ρε δεν είναι η πρώην του Σάκη;
    - Αχά.
    - Τι φοράει ρε η τύπα, πάει καλά;
    - Απο τότε που την έστειλε ο άλλος, το παίζει παρταόλα να του τη σπάσει.
    - Στην πράξη;
    - Αρχίδια καπαμά. Βγαίνει μόνο όπου μαθαίνει οτι θά 'ναι ο Σάκης και κατά τ' άλλα έχει βουτηχτεί στην κατάθλιψη.

Βλέπε επίσης τυπάς.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αναξιόπιστο άτομο, το οποίο ρέπει προς την παρανομία.

Συνώνυμα: μούτρο, υπόγειος / σκοτεινός τύπος.

  1. — Πώς μ' έπιασε κορόιδο ρε ο αλήτης; Δύο κατοστάρικα για χαλασμένο ντιβιντί...
    — Έπρεπε να το καταλάβεις ρε χάφτα, έκανε μπαμ ότι ήταν λέρα ο τύπος.

  2. Μεγαλύτερη λέρα δεν κυκλοφορεί στην πιάτσα από τον Μπάμπη. Απ' όπου και να τον πιάσεις θα λερωθείς.

(από Galadriel, 01/01/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η φυλακή.

Αρχαιοκάπηλοι στη στενή: Σπείρα αρχαιοκάπηλων εξάρθρωσε η Αστυνομία, που συνέλαβε πέντε άτομα, τρεις Κύπριους και δύο Ελλαδίτες, τη στιγμή που θα προχωρούσαν στην αγοραπωλησία δεκάδων τεμαχίων αρχαιοτήτων. (Σημερινή, 6/10/2007)

Βλ. και κάγκελο, πλεχτό, ψειρού

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συλλαμβάνω, φυλακίζω. Συνώνυμα: τσακώνω, μαζεύω.

Τι κάνεις ρε στρατόκαυλε, με το μαχαίρι του ράμπο στην πορεία; Θα σε μπουζουριάσουν ρε καραγκιόζη!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μπουνιά στο πρόσωπο, σφαλιάρα. Συνώνυμα: μπουκέτο.

Σταμάτα να μου τη μπαίνεις μαλάκα, γιατι θα τη φας τη μπούφλα σου στο τέλος και θα ησυχάσεις.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υποτίθεται. Συνώνυμα: δήθεν, τάχα (μου), λέει (σε πλάγιο λόγο).

  1. - Τι μου τριγυρνάει ρε ο τρόμπας με την Ελευθεροτυπία παραμάσχαλα, ατσαλάκωτη απ' το πρωί;...
    - Ε δεν καταλαβαίνεις; Μας το παίζει αριστερός και καλά.
    - Με την Ελευθεροτυπία;!!...
    - Ε εκεί φτάνει το μυαλό του, δεν καταλαβαίνεις; Ποιος; Ο γιος του βιομήχανου. Ρε για πότε θα τη φάει τη μπούφλα του να ησυχάσει...

  2. Πήγε μαζί του σπίτι, λέει, η γκόμενα που γνώρισε στο κλάμπ, και πηδιόντουσαν και καλά ώς το πρωί. Κααλά...

Παράγωγα: καικαλάς, καικαλούας/-ού. Βλέπε ακόμη και καλούα, ντεμέκ. Επίσης, δες και γαμώ, και πολύ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αμέσως, γρήγορα, με μεγάλη ταχύτητα, κατευθείαν. Συνώνυμα: σφαίρα, ντουγρού, με τη μία.

  1. - Τι;! Θα 'ναι κι' ο Πάνος εκεί;
    - Και χωρίς το κοντοπούτανό του μαζί... Άιντε, πλύσου, ντύσου, στολίσου και καρφί στου Μίμη. Τα λέμε.

2.- Πίνουμε άλλο ένα;
- Τρεις έχει πάει ρε μαλάκα. Εγώ πληρώνω και την κάνω καρφί για το σπίτι.

  1. Να τον έβλεπες πώς έφυγε: ντελαπάρει, παίρνει δυο τούμπες και καρφί στην κολόνα. Ποιος ξέρει τι είχε πιει ο καραγκιόζης, με διακόσια στη στροφή...

Βλ. και σούμπιτος / σούμπιντος, ο, αλλά και στο καπάκι, dt, πατ-κιουτ, σφαιράδην, τσακ μπαμ, στο πιτς-φιτίλι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το τρέντουλο.

Ο Κώστας επέμενε να βγούμε στο Γκάζι.

«Δεν μ' αρέσει εκεί» είπα, «μέσα στα στενά. Έχει ταραντούλες».

Ταραντούλες στην αργκό μας είναι οι τρέντουλες, όσοι ζούν σύμφωνα με τη Βίβλο των τρέντι περιοδικών μ' αφιερώματα όπως «Τα είκοσι καλύτερα ζευγάρια βυζιών της δεκαετίας» ή «Δέκα τρόποι για να του φτάσει μέχρι τ' αφτιά».

(Γ. Παλαβός, «Πέμπτη βράδυ»)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Στη φράση το σκάω: (α) αποδρώ, ξεφεύγω, εξαφανίζομαι (β) ανάβω στριφτό τσιγάρο (με χασίσι).
  2. Εμφανίζομαι, έρχομαι, καταφτάνω.
  3. Πλήττω, βαριέμαι.
  4. Ανυπομονώ.
  5. Ζεσταίνομαι υπερβολικά.
  6. Παύω να μιλάω. Συνώνυμα: το βουλώνω, κάνω τουμπεκί/μόκο. Προστακτικά: σκάσε!, σκασμός!, βγάλε το σκασμό!.

1α. Το έσκασαν με ...ελικόπτερο: Κινηματογραφική απόδραση του Β. Παλαιοκώστα και Αλβανού κακοποιού από τον Κορυδαλλό (news.in.gr)

1β. Στη σειρά σου φιλαράκι, ο στρίβων και σκάζων.

  1. Και ξαφνικά σκάει ο Σάκης με τρείς μπουκάλες βότκα. Μέσα σε μισή ώρα είχαμε γίνει γκολ.

  2. Έσκασα όλη μέρα στο σπίτι. Πάμε για κάνα καφέ;

  3. Θα μου πεις τελικά τι παίχτηκε με τη Μάρω και τον Βαλέ; Με έσκασες!...

  4. Καλά ρε μάνα, έξω σκάει ο τζίτζιρας και μ' άνοιξες και το καλοριφέρ, γαμώ το αλτσχάιμερ σου γαμώ;

  5. Ρε Μαρίκα, θα σκάσεις καμιά φορά ν' ακούσουμε και καμία είδηση με την ησυχία μας;...

(από Galadriel, 18/05/14)

Για τη σημασία 1, δες και σχήμα γνωστού αγνώστου.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παρατηρώ, κοιτάζω, βλέπω.

  1. Σκάμε παραλία να κόψουμε κίνηση;

  2. Δεν ξαναπάω για συνέντευξη ρε μαλάκα. Με το που μπαίνω στο γραφείο του τυπά, με κόβει απ' την κορφή ώς τα νύχια, σα γκόμενα ένιωσα. Παίζει βέβαια νά 'ταν και λούγκρα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified