Το πέος (στοιχειώδης αργκό).
Το πουλί σου και την υπογραφή σου, να προσέχεις πού τα βάζεις. (λαϊκή παροιμία)
Το πέος (στοιχειώδης αργκό).
Το πουλί σου και την υπογραφή σου, να προσέχεις πού τα βάζεις. (λαϊκή παροιμία)
Got a better definition? Add it!
Επιθετοποιό επίθημα (τι λε' ρε παιδί μου...). Χρησιμοποιείται για να δώσει έμφαση ή να σατιρίσει κάποια λέξη, κατά το σχήμα <θέμα ουσιαστικού> -ένιος + <ουσιαστικό>. Συνήθως σε απάντηση, δηλώνοντας ειρωνεία ή εκνευρισμό σε αφελή ερώτηση (πάλι κατά το προηγούμενο σχήμα).
Την ίδια λειτουργία μπορούν να επιτελέσουν και άλλα παρόμοια επιθήματα που παράγουν επίθετα: -ίσιος, -ειδής
- Σούλα, φέρε μου το στραβοκατσάβιδο απο την αποθήκη, σβέλτα.
- Ποιο στραβοκατσάβιδο;
- Τί ποιο στραβοκατσάβιδο ρε Σούλα; Το στραβοκατσαβιδένιο!... Σάμπως έχουμε και πολλά; Άιντε ξύπνα και τράβα φέρ' το, βιάζομαι.
- Έλα, ξύπνα, μεσημέριασε.
- Μμμ;...
- Μεσημέριασε λέω, ξύπνα, σήκω. Έχει κι' έναν ήλιο σήμερα...
- Ήλιο; Τί ήλιο;
- Ήλιο ηλιένιο. Μα καλά, τί έπινες τελοσπάντων χθές;
Δες και γειώσεις.
Got a better definition? Add it!
Το σταυροκατσάβιδο. Τυπικό δείγμα μπαμπαδίστικου χιούμορ.
- Πατέρα; Πού έχεις βάλει τα εργαλεία πάλι;
- Τι χρειάζεσαι, πες μου εμένα.
- Θέλω να βγάλω τη μάσκα απ' τη κιθάρα και χρειάζομαι κατσαβίδι.
- Μάσκα; Μα καλά, αποκριές έχουμε και την έχεις μασκαρεμένη την κιθάρα; Για να ιδώ... Μάιστα, στραβοκατσάβιδο χρειάζεσαι. Στο μπαλκόνι τό 'χω, βίδωνα χθες τη ντουλάπα πού 'χε λασκάρει... Όλα τα μαστορέματα από μένα περνάν εδώ μέσα, λες και δεν έχω γιο εγώ, δεν έχω κανακάρη...
- Καλά, καλά...
- Και πού 'σαι; Τι θα γίνει με τον κουρέα; Ακόμη τσακωμένοι είστε;
Got a better definition? Add it!
Μουσικός όρος, ο οποίος, στη ροκ ζαργκόν, σημαίνει ότι όλα τα όργανα παίζουν την ίδια ακριβώς ρυθμική φράση (συνήθως και την ίδια μελωδία για τα αντίστοιχα όργανα).
Γράφεται και τούττι, καθώς προέρχεται από το ιταλικό tutti (όλοι, μαζί).
Got a better definition? Add it!
Παίζω πολύ καλά, αριστοτεχνικά, είμαι βιρτουόζος. Συνώνυμα: παίζω παπάδες, παίζω τ' άντερά μου.
Σκάει με μπλουζάκι Μαντόνα, και λέω πού πέσαμε τώρα... Και με το που πιάνει τις μπαγκέτες ρε φίλε έχουμε καραφλιάσει όλοι... Παίζει τις κάλτσες του το άτομο, θεός.
Got a better definition? Add it!
Αυτός που δεν ανταποκρίνεται σε συγκεκριμένες προσδοκίες ή προδιαγραφές, ανάξιος, ανεπαρκής, μέτριος. Συνώνυμα: φτωχός.
Συχνά συναντάται στη φράση πέφτω λίγος (σε/για κάποιον): δεν αξίζω (σε κάποιον), είμαι κατώτερος (από κάποιον).
Ο Bana δεν αποδείχθηκε λίγος ---αυτό που ήταν ανεπαρκές ήταν η αμοιβή του ως κωμικός, κάτι που τον ανάγκασε να συνεχίσει να ανακατεύει ποτά πίσω από το μπαρ για άλλα δύο χρόνια. (Απο εδώ)
Θεωρώ ότι ο κιθαρίστας τους είναι λίγος για τους HIM, συμμερίζεστε την άποψή μου; (Απο το διαδίκτυο)
[...] η Κάρλα δεν είναι καμία αδαής παιδίσκη. Ο Ιταλός πατριός της είναι μουσικοσυνθέτης και η μητέρα της πιανίστρια. Είναι αλήθεια ότι κυνήγησε τον Μικ Τζάγκερ, τον Ερικ Κλάπτον και τον Ντόναλντ Τραμπ. Έζησε, όμως, μαζί με πραγματικό φιλόσοφο, τον Ζαν-Πολ Εντοβέν, προτού τα φτιάξει με τον γιο του, Ραφαέλ, που κι αυτός είναι φιλόσοφος. [...] Τα τραγούδια της είναι καλά και κέρδισε το γαλλικό Γκράμι το 2004. Ας μην λέει λοιπόν ο Σαρκοζί ότι του πέφτει λίγη. Η αλήθεια είναι ότι του πέφτει πολλή. (Από την Καθημερινή)
Got a better definition? Add it!
Πρακτική πιτσιρικάδων παλιότερων δεκαετιών, κατά την οποία πηδούσαν και «σκάλωναν» σε διερχόμενα τραμ προκειμένου να μετακινούνται χωρίς εισιτήριο.
Η λέξη χρησιμοποιείται κυρίως μεταφορικά πλέον. Γράφεται και σκαλομαρία.
Πενήντα χρόνια αργότερα ποιητής μεσήλικας ανασύρει γεύσεις
οσμές ανάσες και τοπία άλλης εποχής που έρχονται και φεύγουν
σαν τραμ ορμητικά της Εγνατίας σε μια σκαλομαρία στη μνήμη.
(Γ. Καρατζόγλου, απο εδώ)
Got a better definition? Add it!
Ψηλοκρεμαστή μπαλιά. Παράγωγα: καντηλιάζω
- Όχι στο σχολείο ρε μαλάκα! Πάμε Ποσειδώνιο.
- Έλα ρε, έχει και διχτάκι στο σχολείο...
- Καλά, αλλά άμα εκεί που παίζουμε ωραία και καλά σκάσει κάνας μαλάκας του λυκείου και μας καντηλιάσει πάλι τη μπάλα, να τρέχεις εσύ να τη βρίσκεις.
Τα αγόρια παίζουν μπάλα: αγγελάκια, αερόμπαλα, αμερικάνικο, ατομιστία, γερμανικό, επαναλαβή, καντήλι, καραβολίδα, ματσόλα, μπακό, μύτικο, μύτος, περίπτερο, σημαδούρα, στα τρία κόρνερ πέναλτι, τσαρούχι, τσιλικάκια, τσόλα, ψαλιδάκι.
Και μπάσκετ: άγγιχτο, αεράτο, πρωταθληματάκια, ρολόι, χλατσώνω
Got a better definition? Add it!
Για καταστάσεις που διαπνέονται από ηρεμία, αδράνεια, κανονικότητα (συνήθως, λίγο πριν ανατραπούν).
- Καλά ρε, πλάκα κάνεις; Αν δεν σέβεσαι τη μάνα σου, ποιόν θα σεβαστείς;
- Τι λες τώρα ρε μαλάκα; Βαλτός είσαι; Μου 'χει πρήξει τ' αρχίδια λέμε.
- Δεν έχει σημασία. Η μάνα σου θέλει το καλό σου. Μπορεί να μην το καταλαβαίνεις στην αρχή, να σου φαίνεται εντελώς απαράδεκτη η συμπεριφορά της, αλλά πάντα έχει στο νου της το καλό σου.
- Α δεν πας καλά εσύ...
- Άκου ένα παράδειγμα ρε. Η μάνα μου μου ας πούμε. Θυμάσαι εκείνο το καβλάκι που έπαιζα τον περασμένο χειμώνα; Ε, η μάνα μου με είχε πρήξει. Και «τι τριγυρνάς με την πιτσιρίκα», κι «αυτή θα μπορούσε να 'ναι κόρη σου» και τέτοια, μιλάμε, κανονικά. Όποτε την έφερνα στο σπίτι, η μάνα μου μες στα πόδια μας. Φαντάσου, για να κάνουμε κατιτίς ξέρω 'γω, αναγκαζόμουν να κλειδώνω και την πόρτα...
- Σώπα...
- Χωρίς πλάκα. Άκου να δεις τώρα τι έκαν' η μάνα μου η ρουφιάνα: μια μέρα που έλειπα, πήγε κι έφτιαξε αντικλείδι για το δωμάτιο!...
- Τι μου λες!...
- Αμέ! Και εκεί που είμαι που λες με τη μικρή ωραία και καλά μια μέρα στο δωμάτιο, κι έχουμ' αρχίσει και τα σούξου μούξου, ξεκλειδώνει ξαφνικά η πόρτα και μπουκάρει η μάνα μου.
- Μάλιστα... Και τι ήθελε;
- Εδώ σε θέλω! Να μου θ υ μ ί σ ε ι ν α β ά λ ω κ α π ό τ α , μαλάκα.
- ... Ε τι να πω... Μάνα είναι μόνο μία...
Got a better definition? Add it!
Χρησιμοποιείται σε πλάγιο λόγο για λεχθέντα (ή και ενέργειες) των διηγούμενων που (α) δεν έχουν σημασία, (β) είναι σεξουαλικού ή συνωμοτικού περιεχομένου, (γ) (σε περίπτωση ομιλίας) ο αφηγητής δέν άκουγε. Συνώνυμα: μπούρου μπούρου.
Στη φράση σούξου μούξου μανταλάκια: χρησιμοποιείται απαξιωτικά (συνήθως για κάτι που έχει ειπωθεί). Συνώνυμα: μαλακίες, παπαριές, μπούρου μπούρου μαλακίες.
- Ρε κούκλα μου, χίλιες φορές στό'χω πει, όταν είμαι στη σκηνή και παίζω, δεν γουστάρω ν' αρχίζεις τα σούξου μούξου με τις φιλενάδες σου. Μα όλα τότε θα τα πείτε;
- Ξέρεις ρε τι μου είπε ο Σούλης; Οτι την επόμενη εξεταστική θά'χει πάρει πτυχίο. Καλά, πόσα τού 'χουν μείνει;
- Έλα ρε τώρα, κάθεσαι κι ακούς τον Σούλη... «Θά'χει πάρει πτυχίο» και σούξου μούξου μανταλάκια τώρα να πούμε...
Βλ. και σχετικό λήμμα στην πλήρως ανεπτυγμένη του μορφή σούξου μούξου μανταλάκια και τα ρέστα καραμέλες. Ακόμη: κουκουρούκου μανταλάκια.
Got a better definition? Add it!