Μπελάδες, τραβήγματα.
Η λέξη ετυμολογείται από το παλιό ιταλικό travaglia, που θα πει «κουραστική δουλειά». Στα ιταλικά είναι θηλυκό, αλλά εμείς νομίσαμε πως είναι πληθυντικός ουδέτερου, γι' αυτό και το είπαμε «ντράβαλα». Η λέξη φυσικά δεν έχει ενικό.
Όμως, η ετυμολογία της λέξης είναι συναρπαστική, αφού συγγενεύει με τη δουλειά, το ταξίδι και τα βασανιστήρια. Το ιταλικό travaglia, ρήμα travagliare, είναι δάνειο από το γαλλικό travailler που σήμερα σημαίνει δουλεύω, αλλά κάποτε σήμαινε «βασανίζω». (Μην ξεχνάμε και στα ελληνικά: δουλεύω σήμαινε είμαι σκλάβος).
Αρχή της οικογένειας λέξεων είναι το trepalium, ένα φοβερό όργανο βασανιστηρίων του Μεσαίωνα, που είχε τρεις πασάλους και που μπορεί να είναι μεταφραστικό δάνειο από το ελλ. τριπάσσαλον.
Στα αγγλικά, έχουμε το travel που χρησιμοποιείται στην αρχή για κάποια ιδιαιτέρως εξουθενωτικά ταξίδια, αλλά μετά, σιγά-σιγά, για όλα τα ταξίδια γενικώς. Διότι βεβαίως βρισκόμαστε σε μια εποχή, τον 15ο-16ο αιώνα ας πούμε, όπου τα ταξίδια ήταν δύσκολη κι επικίνδυνη υπόθεση.
Για περισσότερα, δείτε το ειδικό άρθρο, αφιερωμένο σε αυτές τις λέξεις.
Καλού κακού πήγα και πήρα ενυπόγραφη άδεια, για να μην έχουμε ντράβαλα μετά (από φόρουμ)
Και αν σε καταγγείλουν στην πολεοδομία; Το ξέρω ότι όλη η ελλάδα είναι ένα αυθαίρετο αλλά ποιός θέλει ντράβαλα με την πολεοδομία; (από φόρουμ)
Κείνη την εποχή αρχινίσαν τα ντράβαλα. Ήρθε ένα τζιπ μ' Εσατζήδες νυχτιάτικα και γύρευε τον ψηλό.
Ν. Κάσδαγλης, Κεκαρμένοι, σελ. 50.