Την εκδοχή του dryhammer την αγνοούσα. Δεν το αποκλείω εντελώς, αλλά δεν το βρίσκω πολύ πιθανό να προέρχεται ο περίδρομος από μια μοναστηριακή λέξη. Και θάθελα να δω τη σημασία καταγραμμένη κάπου.
To ροσόλι δεν είναι και πολύ σπάνια λέξη, και δεν αναφέρεται μόνο σε συγκεκριμένο ηδύποτο αλλά στα λικέρ με άρωμα τριαντάφυλλο και γενικότερα στα πολύ γλυκά λικέρ -την έχει και ο Μπαμπι. και το ΛΚΝ.
Τώρα που ξαναείδα το άρθρο, έχω μια αμφιβολία για το «κωλοπλυμένος». Αν το λέει ο Πετρόπουλος ότι αφορά τους δυτικοφερμένους πάω πάσο, αλλά θυμάμαι κάπου (αλλά πού; δεν γκουγκλίζεται) να το έχω δει για τους Τούρκους. Οι οποίοι Τούρκοι και γενικά μουσουλμάνοι, άλλωστε, έχουν και σήμερα στις τουαλέτες τους ρουξούνι, διότι δεν σκουπίζονται αλλά πλένονται.
Οι Αργείτες αποκαλούν κωλοπλένηδες τους Ναυπλιώτες. Το ακλήρημα οφείλεται μάλλον στο ότι χρησιμοποιούσαν τούρκικα αποχωρητήρια, αν και οι ίδιοι οι Ναυπλιώτες προτιμούν την εξήγηση ότι ήρθαν μετά την απελευθέρωση πολλοί φραγκοφορεμένοι,.
Τη φακλάνα την έχει ο Σουρής στα τέλη του 19ου αιώνα, πράγμα που αποκλείει την άποψη του ΜΧΣ πιο πάνω και γενικά κτγμ αποκλείει να μας ήρθε η λέξη από τα αγγλικά.
Προφανώς δεν έχει σχέση, αφού η μπουζού, είπαμε λέμε, είναι από το bursa, ενώ το μπουζούκι είναι απ' αλλού (κατά την επικρατέστερη, από bozuk = χαλασμένος)
Κάποιον λόγο βέβαια θα έχει και ο Μπαμπινιώτης γι' αυτό που λέει, αλλά απορώ πώς σας ξέφυγε αυτό που λέει ο Ξανθινάκης, που λέει το (κατ' εμέ) σωστό έστω και με λάθος ετυμολογία. Η μπουζού είναι η μεγάλη τσέπη, και κατ' επέκταση πήρε τις σημασίες «κοιλιά» και «φυλακή». Αυτά δεν τα λέω μόνο εγώ, τα λέει και ο Καραποτόσογλου.
Η ετυμολογία της λέξης από το bursa, παναπεί αντιδάνειο (διότι, βύρσα). Και ξαδερφάκι με τη μπόρσα, το χρηματιστήριο.
Η μπουζουριέρα όμως δεν ξέρω αν είναι ομόρριζη, όπως φαίνεται.
Λυπάμαι, αλλά δεν υπάρχει λέξη «η γράδα», τα έχετε μπλέξει. Το λήμμα πρέπει να φύγει.
Όταν λέει «οι γράδες» είναι πληθυντικός του αρσενικού «ο γκρας», (ή γρας), που είναι το όπλο που εφεύρε ο μηχανικός Gras. Δείτε και στο ΛΚΝ.
Ο γκράς ή γρας, όχι η γράδα, προς Θεού!
Παιδιά, με όλο το θαρρος, τα έχετε μπλέξει. Οι γράδες του Βάρναλη είναι η γρα (= γριά).
Οι γράδες που λέτε πιο πάνω, στο 1., είναι ο γκρας (ή γρας), που είναι το όπλο που εφεύρε ο μηχανικός Gras. Δείτε και στο ΛΚΝ: http://www.greek-language.gr/greekLang/modern_greek/tools/lexica/triantafyllides/search.html?lq=%CE%B3%CE%BA%CF%81%CE%B1%CF%82&dq=
Ο γκράς ή γρας, όχι η γράδα, προς Θεού!
Αυτό με την προέλευση από «σύμπειρος» είναι αστείο, έτσι; Η λέξη είναι τουρκική (zemberek)
Όχι αγαπητέ, κάνεις λάθος. Το δικό σου δεν είναι λαθροχειρία, είναι λογικό άλμα που οφείλεται στον ενθουσιασμό του ετυμολόγου -άλμα το οποίο ωστόσο παραπλανά τον αναγνώστη, ο οποίος σπάνια ανατρέχει στις πηγές.
Οι λαθροχειρίες του Πλεύρη είναι συνειδητές και σκόπιμες και γίνονται για να υποστηρίξουν τις πολιτικές του θέσεις.
Μια απορία: ούτε το ΛΚΝ (πρώτο λινκ) ούτε το etymonline (δεύτερο λινκ) λένε τίποτα για το ψάρι. Είναι λοιπόν παραπλανητικό να παρατίθενται για επίρρωση της (όχι απίθανης) εικασίας ότι η γούνα-λιαστό ψάρι σχετίζεται με τη γνωστή γούνα.
Για αυτό που ρωτάς, ο Μωυσιάδης στο βιβλίο του έχει κάποια κριτήρια ιεράρχησης (ανάμεσα σε φωνητική, μορφολογία κτλ) αλλά δεν το έχω τώρα πρόχειρο, επιφυλάσσομαι.
Πάντως, στο ιστολόγιο που το συζητήσαμε, ένας οθωμανολόγος παρατήρησε ότι: Χωρίς να ξέρω πολλά από ταμπουράδες, ο “μεγάλος ταμπουράς” στα οθωμανικά (και τα περσικά) θα ήταν tambur-i bozorg, όχι bozorg-i tambur.
Ναι, αλλά το çarik και το cariha δεν συνηχούν και τόσο, το ένα είναι τσ- και το άλλο τζ-.
Η παρομοίωση του ξερού στόματος με είδος υπόδησης υπάρχει άλλωστε και με άλλες λέξεις. όχι ειδικά με το τσαρούχι, π.χ. Ρε Μήτσο μαλάκα ξημέρωσε, του φωνάζω, πάμε να δούμε αν έχει ανοίξει καμιά καφετέρια κι είναι το στόμα μου σαν παπούτσι. (από το phorum.gr), οπότε θαρρώ ότι ο Όκαμ μας αναγκάζει να δυσπιστήσουμε στην πρόταση αυτή.
Πολύ περισσότερο που υπάρχουν κι άλλες πολλές εκφράσεις με το τσαρούχι (π.χ. κοιμάται με τα τσαρούχια, με μισό τσαρούχι κτλ.), δεν είναι μια σπάνια λέξη στο φρασεολόγιό μας.
Πάντως, για να μη δημιουργούνται εντυπώσεις, η δεοντολογία επιβάλλει να επισημάνουμε ότι όλα τα λεξικά δέχονται την προέλευση από bozuk = χαλασμένος. Δεν έχω αποκλείσει εντελώς την ενδιαφέρουσα αυτή θεωρία, αλλά να ξέρουμε ότι δεν είναι η ευρέως αποδεκτή από τους λεξικογράφους.
Ένα πουλάκι μου είπε πως έχετε ένα ενδιαφέρον πρόβλημα, πολύ ενδιαφέρον μάλιστα. Δεν έχω καταλήξει, αλλά μάλλον απορρίπτω τουρκική προέλευση. Ο λόγος είναι ότι ψυλλιάζομαι πως το «κατίνα» δεν φτιάχτηκε στην ύπαιθρο και από τον απλό λαό αλλά στην Αθήνα και από (μικρο)αστούς, οπότε η πιθανότητα για τουρκική προέλευση αδυνατίζει. Δεύτερον, το καντίνα = τουρκάλα (< kadin) υπήρχε παλιότερα (τρεις φορές στον Παπαδιαμάντη) με σημασία πάντα την τουρκάλα και δεν έχω βρει καμιά άλλη, αποκλίνουσα ή ενδιάμεση σημασία. Οπότε, το ξυραφάκι του Όκαμ στόμωσε.
Η κατίνα ξεκίνησε (υποψιάζομαι) ως ταξικά χρωματισμένος χαρακτηρισμός, ήταν πάντα από τις αστές προς τις λαϊκές γυναίκες. Ναι μεν οι περσότερες υπηρέτριες λέγονταν Μαρίες, αλλά και το Κατ(ερ)ίνα ήταν αρκετά συχνό. Αν πάρουμε υπόψη και τη γαλλομάθεια της εποχής, κερδίζει έδαφος η άποψη του ΛΚΝ, ότι η κατίνα προήλθε από το catin με επιρροή του ονόματος Κατίνα ή, αντίστροφα, ότι προήλθε από το Κατίνα με επιρροή του catin.
Κατίνα είναι και η πλάτη, π.χ. στα μυτιληνιά αλλά και σε άλλες διάλεκτες. Ξεκατινιάζω (ξέρω ότι έχετε λήμμα) το ξεθεώνω. Ξεκατινιάζομαι αυτό που γίνεται στα κανάλια, με επιρροή του «κατίνα».
Σε γελοιογραφία του Μποστ (Ελευθερία, 10.4.1960) υπάρχει, ως επιγραφή στην έδρα ενός δικαστηρίου, η φράση «Λύσεις Σολομόντιοι και Σολομοντούκουμ τσιτσιρεί»
Η αρχική σημασία της έκφρασης, πάντως, είναι αντίθετη, λέγεται (ή έστω λεγόταν) όταν μας τύχει ανέλπιστα κάτι καλό, ή αλλιώς «η τύχη εφάνη ανελπίστως ευνοϊκή» (λεξικό Σταματάκου, παρόμοιος ορισμός στον Δημητράκο). Ο διάβολος που χώνει την ουρά του και χαλάει τις δουλειές μας, έσπασε το πόδι του και δεν μπόρεσε να επέμβει.
Δεν αμφιβάλλω βέβαια ότι στη σημερινή χρήση μπορεί να ειπωθεί και για περιπτώσεις κακής τύχης, πάντως και σήμερα συνήθως λέγεται για απιθανότητα που διαταράσσει την αναμενόμενη ροή των πραγμάτων. Έτσι, το ΛΚΝ λέει «η τύχη έγινε ανέλπιστα ευνοϊκή ή αρνητική». Όμως το να θεωρείται το άκρον άωτο της καντεμιάς είναι εντελώς λάθος ορισμός.
Πχ σε πρόσφατο κείμενο:
Αν σπάσει ο... διάολος το πόδι του και η Ένωση πάρει το εισιτήριο για τα προκριματικά του Τσάμπιονς Λιγκ
Να πούμε καλύτερα ότι «το ζήτημα δεν είναι λυμένο». Χάρη στην παραπάνω συζήτηση το ξανασκέφτομαι. Δηλαδή, καθόλου δεν αποκλείω, τώρα που το ξανασκέφτομαι, να είναι λάθος όσα έγραψα πριν.
Ίσως η αρχή να είναι το πουλί, την πούλεψε (έφυγε σαν το πουλί). Από εκεί και έγινε πούλος, και έγινε Πουλόπουλος, την εποχή που το όνομα ήταν διάσημο και καθημερινό λόγω της πιλοποιίας, όπως π.χ. το «και μπορεί» στο στρατό είχε γίνει «και Μπορέλι» ή το «την κάνω» έγινε Τιγκανά.
(Λες να είναι συγγενείς; )
ΜΧΣ, όλα αυτά που γράφεις σωστά είναι, η καρέκλα είναι αντιδάνειο και στην αρχή του chaere είναι όντως η καθέδρα.
Να επισημάνω ένα αρκετά διαδεδομένο λάθος που συνάντησα. Η τσαέρα (καρέκλα) ΔΕΝ προέρχεται από το αγγλ. chair, διότι είναι πολύ αρχαιότερη της αγγλοκρατίας. Βγαίνει από το παλαιογαλλικό chaere (προβηγκ. chaira ή κάτι τέτοιο), και υπάρχει ως λέξη από την εποχή των Λουζινιάν.
Αυτό το παλαιογαλλικό chaere έδωσε βέβαια το αγγλικό chair, καθώς και το σημερινό γαλλικό chaise, εξού και η σεζλόνγκ.
Άρα, η τσαέρα δεν είναι παιδί της chair αλλά αδελφάκι της. Το λάθος το κάνουν κι άλλοι ιστότοποι, αλλά το slang.gr είναι έγκυρο.
Βράσταμαν συγνώμη, αλλά η ρομπατσίνα δεν είναι από το robaccia αλλά από το romanzina που θα πει ακριβώς κατσάδα. Ναι, από το romanzo. Πώς εμείς λέμε 'εξάψαλμος';
Στα Εφτάνησα διατηρείται ατόφιος ο ιταλικός τύπος: ρομαντσίνα (γκουγκλίζεται).
Εντύπωσή μου ή μάλλον σχεδόν βεβαιότητά μου είναι πως τα σιντεκλέρια (και παραλλαγές) είναι η λέξη σαντεκλέρ, που σημαίνει.... κόκορας! Συγκεκριμένα, Chantecler είναι ο κόκορας που πρωταγωνιστεί στο γαλλικό μεσαιωνικό Roman de Renart
http://en.wikipedia.org/wiki/Reynard, επίσης Chantecler είναι και ο τίτλος ενός θεατρικού έργου του Ροστάν που έκανε πάταγο στην εποχή του (1910):
http://en.wikipedia.org/wiki/Chantecler_(play)
Το έργο είναι αλληγορική σάτιρα, με πρωταγωνιστές φτερωτά κατοικίδια. Παίχτηκε και στην Αθήνα, δείτε π.χ. εδώ:
http://xantho.lis.upatras.gr/test2_pleias.php?art=62531
ή, εδώ, του Σουρή (για το Λερ μπαλέρ θα πούμε άλλη φορά):
http://xantho.lis.upatras.gr/test2_pleias.php?art=93637
Είναι πιθανό το Σαντεκλέρ να ουσιαστικοποιήθηκε και να έφτασε να σημαίνει κόκορας, αν σκεφτούμε ότι σε ποίημα του Κεφαλλωνίτη σατιρικού Ρόκου Ξυδάκτυλου (λόγω τιμής, έτσι λεγόταν) με τίτλο «Κατάρα ληξουριώτικη», διαβάζουμε (καταριέται αυτήν που τον παράτησε):
Κι αν ζουρλαθεί καμιά φορά
κανένας και σε πάρει
να' ναι στα νύχια σαντεκλέρ
και να φορεί σαμάρι.
Οπότε αν σαντεκλέρ έφτασε να σημαίνει γενικώς τον πετεινό, η φράση «θα τραβηχτούμε σαν τα σιντεκλέρια» σημαίνει «θα τραβηχτούμε σαν τα κοκόρια» που είναι φυσιολογικότατο. Υποθέτω ότι αρχικά θα ήταν «σαντεκλέρι» και όταν ξεχάστηκε (μετά το 1930) το θεατρικό έργο, θα άρχισαν να χρησιμοποιούν τη φράση χωρίς να ξέρουν τι είναι αυτό, οπότε εύλογο είναι να έπαθε τόσες παραφθορές.
Είναι σλανγκ των αγγλικών πανεπιστημίων, Οξφόρδης και Κέμπριτζ, από τον 19ο αιώνα, που είχε κάπως ξεχαστεί τις τελευταίες προϊντερνετικές δεκαετίες αλλά αναβίωσε και διαδόθηκε πρωτοφανώς χάρη στο ιντερνέτι.
Ο μπαταξής αποκλείεται να είναι παραφθορά του μπεκτασή! Όπως λέει ο BuBis, είναι από το batak, βούρκος, ενώ από την ίδια ρίζα είναι και ο μπατίρης (που έχει βουλιάξει οικονομικά).
Malakia, το έχω διαβάσει αυτό που μου λίνκαρες, αλλά δεν με πείθει. Φυσικά, δεν περιμένω να έχει εκδοθεί το σκατολόημα την εποχή του Σουρή, αλλά θα ήθελα εγκυρότερη πηγή, π.χ. κάποιον που σύχναζε στο σαλόνι του Σουρή και να έχει κάνει λόγο γι' αυτό το στιχούργημα, χωρίς βέβαια να παραθέτει στίχους.
Και είναι και κάτι άλλο: το σκατολόημα αυτό είναι πολύ κατώτερο από τα ποιήματα του Σουρή. Δεν πιστεύω πως είναι δικό του. Είναι, πιστεύω, της δεκ. του 1950, αν κρίνω από τη γλώσσα.
Ironick, λες να ψάξω: πώς να ψάξεις να βρεις κάτι ανύπαρκτο;
Χαίρομαι που μου δίνεται η ευκαιρία να πω την άποψή μου: κατά την ταπεινή μου γνώμη και απ'όσο λίγο ξέρω τον Σουρή, μου φαίνεται εντελώς απίθανο να είναι του Σουρή αυτό το στιχούργημα. Ίσως είναι αποκριάτικο, ίσως γυμνασιακό, πάντως ούτε με σφαίρες δεν έχει το πνεύμα του Σουρή.
Ξέρω ότι στο Διαδίκτυο κυκλοφορεί και αποδίδεται στον Σουρή, μάλιστα αναφέρουν και μιαν ιστορία για τον Σερπιέρη, αλλά αν δεν δω πρωτογενή πηγή δεν το πιστεύω.
Δεδομένου ότι ο Θεόφιλος καταγράφει «ντουνεράκια», αυτή πρέπει να είναι η παλιότερη ελληνική εκδοχή και το ρο πρέπει να αναπτύχθηκε μετά, επειδή το θεωρήσαμε πιο εύηχο ή λόγω του «τούρνα» και του «τούρνε και τούρνε νε» και άλλων τέτοιων λέξεων που υπάρχουν σε τραγούδια που χορεύονται.
Νομίζω ότι και ο δεύτερος στίχος έχει τον απόηχο του σέρβικου τραγουδιού, διότι το «ντουρ και παλαμάκια» είναι απόηχος του «κρούσκε καραμάνκε».
Παιδιά, η λέξη "θαλασσοδάνειο" είναι ΠΟΛΥ πιο παλιά. Σήμερα έχει τη σημασία που σωστά λέτε, αλλά τα θαλασσοδάνεια ή ναυτοδάνεια είναι θεσμός κανονικός, ήδη από τα μεσαιωνικά χρόνια. Δάνεια με βαρύτατο τόκο για να πάει ένα καράβι σε εμπορικό ταξίδι, αφού τα μισά ναυαγούσαν. Σταδιακά η λέξη εφαρμόστηκε σε κάθε δάνειο με επαχθή τόκο, και μετά σε κάθε επισφαλές δάνειο. Και μετά ήρθε η σημερινή σημασία.
Ως προς τη λέξη, δεν είναι βέβαια μεσαιωνική αλλά είναι του 19ου αιώνα σίγουρα. Ο Δημητράκος, που την έχει, την αποδελτιώνει σε μυθιστόρημα του 19 αιώνα.