Ο άντρας (ή με άλλα λόγια, ο άνθρωπος που διαθέτει ψωλή). Συνηθίζεται να το λέμε στον πληθυντικό για μια αντροπαρέα (ψωλαρέοι), υποδηλώνοντας την έλλειψη γυναικείας παρουσίας.

- Ρε συ δυστυχώς η Δέσποινα έχει κανονίσει κάτι και δε θα μπορέσει να έρθει απόψε.
- Πω ρε μαλάκα, πάλι όλο ψωλαρέοι θα είμαστε;

Σχετικά λήμματα με τον πληθυντικό (ψωλαρέοι) είναι και τα αρχιδόκαμπος, πουτσοσπορά, πουτσοχώραφο, ψωλαρία, πουτσαρία και αρχιδαριό, πουτσοπανήγυρος.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που κουβαλάει μαζί του πολλά ψιλά, θυμίζοντας ψιλικατζή.

Τι κουβαλάς τόσα κέρματα στο πορτοφόλι σου ρε ψιλικατζή; Πήγαινε να τα δώσεις σε κανα περίπτερο να πάρεις χάρτινα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο ψεύτης, αυτός που πουλάει παραμύθι για να κοροϊδέψει τους άλλους.

- Πήρες τελικά την αύξηση που σου υποσχέθηκε το αφεντικό;
- Άσε ρε φίλε, 4 μήνες έχουν περάσει και ακόμα να μου την δώσει... καλά είναι και πολύ ψευτόπουλος...

(από GATZMAN, 28/09/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που φοράει πολύ κοντό παντελόνι (συνήθως τζιν), το οποίο δεν φτάνει καν στο παπούτσι και φαίνεται το πόδι του.

- Ρε πάρε κανα normal παντελόνι, με αυτό που φοράς είσαι πολύ ψαράς!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το γρατζούνισμα στην κιθάρα. Συνήθως το λέμε για κάποιον πολύ αρχάριο κιθαρίστα που παίζει έτσι για την πλάκα του.

- Θείε, τώρα στις γιορτές θα μου πάρεις μια κιθάρα;
- Εξαρτάται. Θα κοιτάξεις να μάθεις σοβαρά ή θα την έχεις μόνο για χράτσα χρούτσα;

Got a better definition? Add it!

Published

Η παράξενη συνήθεια κάποιου, με την αρνητική έννοια.

Τι χούι είναι αυτό, να τινάζεις το τσιγάρο σου όπου βρεις! Πάρε ένα τασάκι να μη λερώνεις τον τόπο!

Κακό χούι ρε γαμώ να μην χτυπάνε την πόρτα... (από MXΣ, 16/03/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο πολύ χοντρός και αγύμναστος άνθρωπος, με κοιλιά σαν μπάλα.

- Να φωνάξω και τον Κώστα σήμερα που θα πάμε για μπάλα;
- Τι λες μωρέ, τέτοιος χοντρομπαλάς που είναι αυτός δεν μπορεί να κουνηθεί, θα παίξει και μπάλα;

(από Galadriel, 22/12/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κάτι μεγάλης σημασίας, με αρνητική έννοια. Το λέμε συνήθως για κάτι που οδηγεί σε καυγά ή τσακωμό (π.χ. όταν ο άλλος σου παίξει πουστιά).

- Είδες καθόλου το Μανώλη τελευταία;
- Όχι, έχουμε να μιλήσουμε 2 μήνες. Βασικά έχουμε τσακωθεί.
- Ναι ε; Γιατί;
- Άσε, δεν έχω όρεξη τώρα να σου εξηγώ... έγινε κάτι χοντρό.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο λαίμαργος, αυτός που τρώει πολύ γρήγορα.

Άσε, χθες ήρθε επίσκεψη ο Λάκης ο χλαπαχλούπας και μου άδειασε το μισό ψυγείο! Όλη την ώρα ήθελε κάτι να τρώει!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το φλέμα. Λέγεται συνήθως όταν θέλουμε να δείξουμε απέχθεια.

- Ρε μαλάκα καθάρισε το νιπτήρα, δεν μπορώ να βλέπω τις χλαπάτσες σου!

Got a better definition? Add it!

Published